Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2017

ξαναζω

Ζω σ' ένα λεπτό καταφέρνοντας βήμα το βήμα να κρατηθώ από τα χείλη αγγίζοντας ό,τι ποθώ και με ποθεί τόσο που δεν προφταίνω να ξυπνώ απ' τ' όνειρό μου και συνεχίζω υπνοβάτης βγαίνω στο δρόμο σαν ακροβάτης δεν ξέρω αν μαζί σου ακολουθώ δεν  ξέρω αν ξέρω ή αν θυμάμαι κι αποθυμώ και πέφτω και κοιμάμαι με αρπάζεις απ' το λαιμό ας μου έπαιρνες τη ζωή ας μου έπαιρνες την πνοή θα ήμουν ακόμα εγώ εδώ παραδομένος στα χέρια τα δικά σου για τη χαρά για τη χαρά σου για τα φιλιά μπροστά στο τζάμι μπροστά στα πόδια σου εγώ θα έπρεπε να γονατίζω κι όσα μου δίνεις να φέρνω πίσω να σου θυμίζω αντί γι αυτό τώρα καπνίζω ξανά και πάλι αρχίζω όσα θυμάμαι τόσα να ζω να ξαναζώ και να ελπίζω

Πηγή

Κινούμαι, αλλάζω διαρκώς από πηλό σε πέτρα απ' την πιο άγρια χαρά σε ξέφωτα και δέντρα είδα γαλάζιο άνεμο και σύννεφο λουλούδι ζέφυρος πέταξε η καρδιά και γέννησε τραγούδι το τραγουδώ και στη βροχή το λέω και στα δέντρα πάνω στην πιο ψηλή κορφή που λιώνουν οι χειμώνες και πάνω κει στα χείλη της που ανθίζουν ανεμώνες δεν περπατώ, ακροβατώ ψηλά σαν υπνοβάτης και της αλήθειας το νερό το ξεδιψώ κοντά της να γίνομ' η στάμνα εγώ πηγή η αγκαλιά της

Αγαπημένα

Είμαστε εδώ και προχωράμε στο μαζί κι οι δυο μας ακουμπάμε και κρατάμε στα δύσκολα στα λίγα μ' ένα χαμόγελο τα τραγουδάμε τόσο ωραία που καμιά φορά απλώς φοβάμαι μην η ζωή πεισμώσει κι ό,τι μας χάρισε πίσω το δώσει και δεν κοιμάμαι όμως την άλλη εκεί στιγμή τα μάτια ανοίγω βλέπω δύο θάλασσες γαλήνιες φωτεινές και πάμε! πάνω τους ακουμπώ μέσα τους κολυμπώ το χρόνο αμέσως σταματάμε! αν είναι έτσι μέσα σ' αυτά τα μελωμένα μάτια λατρεμένα τότε, ας δώσει, θε μου, μέσα τους να χαθώ αγαπημένα...

Επιστρέφοντας

Χάρτινα Χριστούγεννα επιστροφή το δώρο  αγνώστου παραλήπτη μετέωροι στα φώτα στα ντεσιμπέλ προσπερνώντας ανοιχτά παράθυρα φωτεινά δεν υπάρχουν παιδιά κάποιος ακύρωσε την παιδική ηλικία να βγω έξω και πάλι έξω ν' αναμιχθώ στην κίνηση των δρόμων όταν όλα αραιώνουν κατακάθονται στην αναπόφευκτη διαδικασία της πέψης Χριστούγεννα ξεχνώ να γελώ δανείζομαι ξένες αναμνήσεις το παιδί έχει χαθεί μπορεί να μην υπήρξε στ' αλήθεια ζούμε αντίστροφα σ' ατέρμονους ελικοειδείς βρόχους πρέπει  να κατεβαίνουμε πολλά σκαλιά κάτω με λάμπες αχνές υγρασία και μνήμη για να βρούμε την πηγή  του φωτός να ταξιδέψουμε τα χρόνια ανάποδα και να επιστρέψουμε στην αρχή μεγάλοι και κουρασμένοι Ένα από τα πιο αγαπημένα, νοσταλγικά ντουέτα επί σκηνής....

Χρόνια σεντόνια

Και πάλι θα γυρίσω  και θα βρω μες τ΄όνειρο τα μάτια σου να καίνε υγρά θα λαμπυρίζουν στο βυθό μαζί τους θα με πάρουν και θα λένε Αγάπη μου για σένανε χίλια κομμάτια σαν με κοιτάς μες την ψυχή μ' αυτά τα μάτια Αγάπη μου  για σένανε, ήλιος στο χιόνι τα χρόνια μας σεντόνια μας ποτέ πια μόνοι Η νύχτα θα σταθεί σαν ξωτικό που μέσα μου ξυπνάει κι απαντέχει για σένα σε καμίνι ερωτικό  θα λιώνει και τα χείλη σου θα βρέχει  Αγάπη μου για σένανε χίλια κομμάτια σαν με κοιτάς μες την ψυχή μ' αυτά τα μάτια Αγάπη μου  για σένανε, ήλιος στο χιόνι τα χρόνια μας σεντόνια μας ποτέ πια μόνοι Θ ανοίξω τα φτερά στον ουρανό κι η μέρα θα σκορπάει τ' άρωμά σου θα σ΄έχω ολοδικό μου σαν θεό και στο άγγιγμά σου ο ήλιος θα μεθάει Αγάπη μου για σένανε χίλια κομμάτια σαν με κοιτάς μες την ψυχή μ' αυτά τα μάτια Αγάπη μου  για σένανε, ήλιος...

Γιορτινά

Δεν θέλω γιορτές ούτε και φώτα θέλω μόνο ένα σινιάλο από την άλλη την πλευρά τη σκοτεινή και παγωμένη του άθλιου φεγγαριού δεν θέλω τραγούδια ούτε χαζοχαρές θέλω μια άγρια χαρά έναν χορό γυμνό χορό μεθυσμένα υγρά μάτια και θωπείες σκοτεινές θέλω αλμύρα του χειμώνα και γιορτινές δαντέλες ν' αγγίξω με τ' ακροδάχτυλα τις λεπτές μαύρες κλωστές που καμπυλώνουν κι εισχωρούν να ελευθερώσω στεναγμούς άγριες φωνές και μουγκρητά λόγια παράξενα μανιασμένα λόγια ασυνάρτητα και διαστολές να διατρέξω απ' άκρη σ' άκρη το μέσα ρούχο που πιέζει που αγκαλιάζει τα κορμιά θέλω τη γεύση που κεντάει και πλημμυρίζει τις αισθήσεις θέλω να σ' έχω ώρα πολλή και να με παίζεις με τα χέρια σου θέλω να σμίγουμε στο φόντο από τρελά μικρά λαμπιόνια και γερασμένους Αη βασίληδες το δώρο μου να είναι πόθος και παραισθήσεις και μια ζάλη θέλω αν είναι δυνατόν να παρατείνεται πιο πέρα όταν θ΄αλλάζουμε ευχές να σ έχω ακόμα σώμα κι αίμα νωπό επάνω μου να σε...

Σκοτεινό

Ένα σκοτεινό πέρασμα καραδοκεί απορροφά όλη την  ενέργεια κι η ζέστη απ' τον ήλιο δεν το αγγίζει μικροί κρύσταλλοι θρυμματίζονται στα δάχτυλα τα χείλη ξεραίνονται στα στόματα όποτε βρεθώ κοντά σ' αυτό παγώνει η καρδιά μου κι η φωνή δεν βγαίνει παρά σαν φάλτσο σφύριγμα ξερού κρωξίματος βοριάς που σαρώνει το πεδίο κι όλα τα σκορπά καίω τόσον καιρό χαρτιά που σκίζω κι άλλα άχρηστα προσωπικά υλικά και δε λέει να ζεστάνει τα δάκρυα παγώνουν' στις άκρες των ματιών κι όλα εγκαταλείπονται σαν εικόνες από το τελευταίο βαγόνι που όλο λυπημένα απομακρύνεται ώσπου ένα χέρι να σε τραβήξει πάλι μέσα όμορφα και μαλακά πίνοντας δυνατά ποτά κι ανασαίνοντας οικείες ανάσες χείλη γλυκά χείλη απαλά μακρινά μου χείλη μη με αφήνετε στο άσπλαχνο κρύο

Φωταγωγία

Ο,τι έχω πει κοίτα είναι λίγο είναι αβάσταχτο και σκοτεινό είναι η αγάπη που ανθίζει μέσ' στο χειμώνα σαν τη λεμονιά τα όμορφα φύλλα να κυλάνε επάνω τους σταγόνες της χαράς τι κι αν έρθει χειμώνας στην καρδιά έχει λιακάδα τα σύννεφα περαστικά μια ησυχία απλώνεται κι έρχεσαι μέσα στη νύχτα αργεί ακόμα η μέρα και το κορμί που αναζητά κι όλο και πιο πολύ σε νιώθω πριν ξημερώσει θα είσαι πια κοντά χωρίς το πιο πολύ να βασανίζεσαι χωμένη μέσα στα σεντόνια μου να βγεις έξω στο φως κι όμορφα να σημαίνουν οι μέρες και τα χρόνια έχω όλων την αίσθηση ευχή και κατάρα αναζητώντας διαρκώς τη διαρροή του χρόνου ανάβοντας τα μικρά φώτα κι οι καιροί να μιλούν και να μιλούν κάποιοι από μας σωπαίνουν κάποιος σφίγγει το χέρι κάποιος φεύγει το κερί τα λιγοστά του απομεινάρια σκορπώντας φίλησέ με άναψε κι άσε να καούμε φωταγωγώντας εξαίσια τα πιο βαθιά και σκοτεινά μακρυσμένα όνειρα

aurora

Έμεινα να αιωρούμαι μέσα σ' όνειρο τα μάτια πονούσαν κι η ψυχή πετούσε έφευγε κι ερχόταν όλα ήταν λεία κι ο χρόνος ο ίδιος χωρίς γωνίες ή κόμπους just floating το βουερό παρόν μιας πόλης υπνώτουσας τα φώτα τα νησιά οι στεναγμοί η αγρύπνια των αγίων και των αμαρτωλών κορμί διάχυτο αίσθηση ακέραια κι απροσδιόριστη με μάτια ανοικτά και κλειστά σε έχω στο στόμα και στα χέρια μου χάδια ανεπίδοτα θα ξαγρυπνάς  την ίδια ώρα πετώντας το ηλεκτρικό σου δίχτυ και με μια δίψα που καίει σαν δροσερό νερό θα με φέρνεις  στα χείλη σου...

Μέση ώρα

Μια πηχτή θάλασσα μέσα μου απλώνεται το ξημέρωμα όταν όλα τα καλύπτει ένας υπόκωφος υγρός βόμβος μπαίνει κάτω από την πόρτα και διαχέεται μέσα μου τότε, τη μέση ώρα πετάω από πάνω μου τα βαριά πετάσματα και με τα χέρια ψηλαφιστά ακολουθώ τον ρου της από τα χείλη της παίρνω ανάσα αναρριγώντας να τα χωρέσω όλα το κορμί είναι φορέας της κάθε μικρής αλήθειας που δαψιλά εναποθέτουν δεν είναι δικά μου μ' όλο που έχω την αίσθησή των παρά μόνο το μέσον που διαθέτω για να φτάσω ως εσένα ξαγρυπνώντας οι κινήσεις συγχρονίζονται και διαλύεται κάθε εγώ ιδανικά ερρώμενο πώς να ησυχάσεις ωστόσο ευγνωμοσύνη μόνο για αυτά όλα έχω και την επόμενη μέρα πιο πολύ ακόμα θ' αναζητώ ό,τι έχω κι ό,τι μου λείπει που δεν μου λείπει που είναι εδώ πάντοτε και παντού

Σύμπαντα

Να σταθώ δίπλα σου γυμνός να έχουμε ξεχάσει κάθε γλώσσα τώρα σκάβω στο σώμα μου τούνελ και περνώ αόρατα σύρματα στο κεφάλι μου λιώνουν γλυκά τα κύματά σου εκσφενδονίζομαι σ ένα γνώριμο τοπίο υγρά μου μάτια που κλείνεις παίρνεις την ανάσα μου και την κάνεις δέηση ποθώ να σε ποθώ κι αυτό γίνεται ένας κύκλος μέσα του ευχάριστα διαλύομαι κι ανασυντίθεμαι ψάχνοντας εκ των υστέρων' τα κάπως συναφή λόγια τι λέω τα λόγια η καύλα που εξακολουθεί να ηχεί κάτω απ' το μαξιλάρι μου διαρκής των αισθήσεων αποπλάνηση με μια γεύση υγρής σοκολάτας νευρική γλώσσα ακούμπησε πάνω μου το χέρι σου η αφή θα μας συνδέσει στα πια λαμπρά λιγωτικά μας σύμπαντα

Θλιμμένη γυναίκα στο καφέ

Θλιμμένη γυναίκα στο καφέ κοιτώντας στο πλάι κάπου πιο πέρα κάπου αλλιώτικα όλα θα ήταν αν όλα και τώρα με μακρινές υποσχέσεις τρέχοντας σε άλλες ταχύτητες το κάτω χείλος αρχίζοντας να διαγράφει την καμπύλη του χρόνου δεν το καταλάβαινα όταν ήμουν μικρός έλεγα δεν μπορεί θα υπάρχει ένας τρόπος για ενήλικα πρόσωπα χαμογελαστά και μετά έρχεται πόνος κι άλλος πόνος μ' ενδιάμεσα ξέφωτα ν' αγγίζει ο ήλιος το κορμί μας και να παίρνει η ψυχή το θάρρος της όπως όλα τα ζωντανά που αποζητούν το εγγύτερα σηκώθηκα πάλι πρωί μάζεψα και συγύρισα όμορφα όμορφα τη ζωή μου έχοντας στον ύπνο και στον ξύπνιο όμοια την αίσθησή σου να βγω πάλι και να γυμνάσω όραση κι ακοή και κυρίως τη μέσα αίσθηση που βλέπω χρόνια τώρα και ψηλαφίζω με δέος κι ευλάβεια τα πάθη τ' ανθρώπινα και τα κάνω δικά μου Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα τραγούδι που μιλάει για χαρά εμπεριέχει λεπτά στρώματα θλίψης....μα τόσο πετυχημένα. Εκπληκτικό debute EP και single, κατά...

Μόλις

μόλις πέσει το σκοτάδι γίνομαι η πόλη σου το κόκκινο μαντήλι σου τα περιδέραια φιλιά σου τα δουλεύω μέρες πολλές και νύχτες ακροβατώντας στο μεσοδιάστημα προσπαθώντας να είμαι ικανοποιητικά ο ελάχιστος εαυτός υποχρεωτικά ακολουθώντας ένα ρεύμα και μετά στέκομαι και ατενίζω εκστατικός το φεγγάρι που πάει κατά πάνω μου ανοίγω το γκάζι και φτάνω μέχρι την αυλή σου τρέχω κι έρχομαι τώρα να λύσω το λουράκι σου άνιση η μάχη θα με νικήσει η ίδια η επιθυμία μου και πάλι θα στέκομαι με τα μάτια ακίνητα προσηλωμένα στα μελωμένα και ζεστά μάτια σου σαν την άμμο του καλοκαιριού να νιώθω ακόμα ανάμεσα στα δάχτυλα

Κυριακάτικο βαρύ

πάει η Κυριακή να μαζέψω τα πλυμένα να στεγνώσω τα χαμένα Κυριακή, στολίζομαι και βγαίνω τίποτα δε μαθαίνω απ' την αρχή, τ' αθλητικά και το ραδιόφωνο τα λαϊκά τα ελαφρά στη διαπασών γυρνάω εκεί γυρνάς αλλού είναι το σπίτι γιορτινό με προσπερνούν, βάζω και πίνω απ' το φτηνό μου για να θολώσει το μυαλό μου παραμιλώ που έχεις φύγει δεν έχεις φύγει δεν είσαι εκεί μα ούτε είσαι εδώ δε θέλω φώτα και τραγούδια κλείνω το ράδιο στα βουβά και οδηγώ μαύρα πουκάμισα καινούρια πάνω στην πίστα όλα σβήστα μ' ένα τανκγό αν κοιμηθούμε όχι πια χώρια και με αντέχεις το βράδυ αυτό μονάχα αυτό θα πάρω πίσω τη στεναχώρια και με το γέλιο σου μονάχα θα σκεπαστώ.....

όποτε θελήσω

είδα ένα όνειρο δεν μπορώ να θυμηθώ ήμασταν καλά κάπου όταν πέφτουν οι σκιές γύρω απ' το τετράγωνο βλέπω κάτι κόκκινα σύννεφα σαν χαρακιές από φιλιά που έμειναν κοιμάμαι επάνω στα μυστικά σου έγκατα κάτω μου περνά ένας πηχτός χείμαρρος ζεστό αίμα και σάρκα που χιμάει κατά πάνω στο χρόνο και τον ξεσχίζει με ηδονή τότε όταν με παραπιάνει αυτή η έπαρση για το απαλό σου λείο αφήνω τα μάτια μου να προσηλώνονται στο σημείο και δίχως καμία προσπάθεια μπορώ να σε φέρω εδώ στο λεπτό κι όχι μόνο ακόμα, ορκίζομαι, πως νιώθω γύρω μου το σμάλτο και μία θέρμη ανείπωτη τόσο που με τρομάζει καμιά φορά αυτή η ευκολία να γίνεσαι δική μου όποτε θελήσω

Αδιαλείπτως

λίγοι κατέχουν το μυστικό πως για να δεις περισσότερο φως πρέπει πιο χαμηλά να κοιτάζεις ω φτερουγίστε μαγεμένα μου πουλιά τι δε βαστώ τόση χαρά στο στήθος μου κι εγώ θα πω δυο λόγια μικρά δεν απαιτείται να φλυαρούν όσα αισθητικά υπάρχουν να πω παράδειγμα το γυναικείο τακούνι που υψώνει το ύφος κι απογειώνει την τέρψη πώς αυτό που ξεκινά από χαμηλά κι από το χώμα και τις πλάκες του δρόμου φτάνει σε ύψη υπέρτατα αχ και μόνο να σε νιώθω με το νου να βαδίζεις βήματα μικρά και νευρικά ακαταμάχητη υπεροψία του υπέρτερου αν μπορούσα αυτές τις μικρές κινήσεις να αιχμαλωτίσω σαν τα δάχτυλα στη μυτερή γωνία ένα βήμα, λίκνισμα γύρισμα ελαφρά δεξιά αριστερά κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο σαρώνοντας ό,τι υπάρχει κινείσαι κι εγώ μένω ακίνητος αδιαλείπτως σε φαντασιώνοντας

persona

Είδα από κοντά πολύ κοντά βυθίστηκα μ' εμπιστοσύνη είδα την αγάπη να χαμογελά και γέλασε η ψυχή μου ως τα σκοτεινά βάθη εξορύσσοντας θέρμη και πυρήνα κι αν παρατήρησες στο δωμάτιο δεν έπαψε στιγμή να διαχέεται  ένα γλυκύτατο φως απαλό κι εύγευστο σαν σταγόνα από τα χείλη σου αυτό το άρωμα που αδυνατώ να περιγράψω αναδύεται αυτόνομα κυριεύει το χώρο μου εκτοπίζοντας όλα τα περιττά το άρωμα του δέρματος γιατί το δέρμα λέει αλήθεια λέει και φόβο και θέλω και ποθώ ως ένας λεπτότατος αιθέρας καλύπτει κάθε εξωτερικό θόρυβο κι ασχημονία γι αυτό μην απορείς που το ψάχνω σαν το ζωντανό που έρχεται αναζητώντας το οικείο το αγαπημένο αγαπώ αυτό το νέφωμα μέσα του εγκολπώνομαι όλα στη θέση τους το χέρι με το χέρι οδηγός η αιδοιοσύνη που πιστεύω θα μπορούσα ν 'ακολουθώ από μακριά είναι πια ένα το εγώ και το εσύ κι αν εξηγώ δεν το χρειάζεσαι μόνο έλα κοντά και τύλιξέ με οριστικά κ...

αναμένων εκδρομή

Το λίγο που είναι αρκετό δεν θέλει κανείς πολλά να μην χρειαζόταν να ψάχνουμε μέσα στα ανάκατα σεντόνια τόσο που πια συνηθίσαμε κι ο χώρος μένει λιγοστός και αναγκαίος όταν απλώνεις μόνος τα ασυνάρτητα μέλη αγανακτώντας, οικτίροντας τα χείλη που δεν χόρτασες όλα όσα τώρα φανταστικά βιώνοντας τείνουν να γίνουν η αλήθεια αλίμονο μόνο το δέρμα και το βάρος του σώματος δίνει το μέτρο μόνο οι καμπύλες και τα οστά που συντρίβονται στο κρεσέντο το σύμπλεγμα είναι το μόνο αληθινό φαντασιώνομαι και με πνίγει ένα δηλητήριο από νόθα όνειρα' κι αισθήσεις λάθρες επείγουσα ανάγκη για λίγο ζωντανό όργασμασωμάτωνκαιψυχών να ξαναβρώτηνψυχήσουναξαναενώσωτοσώμασουναπολεμήσωκαιναπέσωνικημένος βαδίζοντας αισιόδοξα με τη χαρά και τη λάμψη του αναμένοντος εκδρομή

διάθεση

θέλω να διαλέξω μια μουσική που δεν θα χει ξανακουστεί θέλω να εμπνέω ξανά ν' ανοίγω διόδους να γεννάω χρόνο να μη χρειάζεται ν' αναμασάμε λύπες λίγα και θαμπά σχήματα θέλω χρώματα το έντονο το μαύρο την αντίθεση σκιά και φως πάνω και κάτω μέσα κι έξω να είσαι το ποτό μου που γυρνάω σπίτι θέλω να είσαι στο ποτήρι μου με δυο παγάκια ανοησίες... άμα μεγαλώσω θέλω ν ανέβουμε πάνω από ένα σύννεφο κι έτσι να μη φοβάμαι πια στα βάθη τα μεγάλα να σε ακολουθώ που ντρέπομαι να μένω πίσω στην ασφάλεια παρά με ορμή στο δικό σου κίνδυνο θέλω λίγη γαλήνη κι ένα σπίτι στον ουρανό ν' ανάβουμε τα κεριά μας και να πλέκουμε τα πόδια μας στο ζεστό σκοτάδι

Τα δίχρωμα

Τα δίχρωμα σαν ν' αποτυπώνεται ανεξίτηλα σε μια σκοτεινή εσοχή του εγκεφάλου η καμπύλη του πέλματος τα δάχτυλα να ακουμπώ και να νιώθω πώς σφριγηλά τα τυλίγει το φίνο δέρμα κι έπειτα το βάδισμα το αβέβαιο λίκνισμα το μετέωρο γυναίκας για να κοιτάμε και ίσως πιο πολύ να νιώθουμε αυτά τα σήματα πώς να μιλήσω τα λόγια είναι φτωχά τα λόγια δεν είναι γυναίκα κι αν λάγνα κι αν αποκαλυπτικά κι αν με όλο τον αισθητισμό των ω, πόσο αδύναμα και πόσο ατελέσφορα αν όμως βαδίζοντας αν σταυρώνοντας χιαστί και διαγωνίως η νομοτέλεια των γλουτών κύκλια μια ολότητα' ή ένα σύμπλεγμα πώς πέφτουμε επάνω τραγόμορφοι και μ' έπαρση αλλά όριστικά πλέον και πέρα από κάθε όριο νίκης ή ήττας οριστικά και στο απόλυτο δοσμένοι α, εμείς οι άγριοι και ήμεροι θέλω να απλώσω επάνω στις γάμπες λείες ν' αντανακλούν ωραία το φως' εγώ ο ίδιος ν' απλωθώ υγρή ουσία μόνο να είμαι μην έχοντας καμία άλλη υπόσταση ούτε και άλλο λόγο μόνο να στάζω αργά...

νεος

κι αν το σώμα δεν μπορώ για να το φτάσω με το φιλί θα ανεβώ σκαλί σκαλί σαν ένα τόσο δα μικρό ατίθασο σκουλαρικάκι θα καρφωθώ επάνω σου θα κατεβώ στον ώμο σου λαμπερή φωτιά σταλαγματιά η αποθυμιά μου κι από το βάθος των μελωμένων σου ματιών ω, θα σε πιώ και θα μαι πάλι νέος άνθρωπος

Λεει

όλα θα γίνουν στο χρόνο τους όλα με τη σειρά τους και, παράξενο, για δες πως ανθίζουν δυο χείλη μεστά μέσα στο σκοτεινό πεδίο του Νοέμβρη μήνας στρυφνός και σκοτεινός μόνο που να έχει κι ένα γλυκό ηλιόλουστο παραθυράκι και σκάνε όμορφα παιδικά γελάκια κι έχει κι ένα γλυκό μελένιο βλέμμα που το παίρνω πάνω μου συντροφιά και φυλαχτό μου και μόνο γι' αυτό η καρδιά μου δε λέει τίποτε άλλο απ' τ αγαπώ....

broken distorted

broken distorted τι ωραία που κυλάει κυλάει η μηχανή ανάμεσα στα φώτα τα παιδάκια κι ο κόσμος όλοι τόσο φανερά ευχαριστημένοι με τους εαυτούς τους πλέω μέσα σε αυτή τη δίνη ζαλίζομαι κι αφήνομαι να με παρασέρνει σφαδάζω από την ίδια μου την ορμή πώς πέρασε έτσι τόσο φως πώς διαχύθηκε πού πήγε πηχτό σκοτεινό μου θα βγω έξω να σε βρω κι ωστόσο θα γυρίσω και να θα είσαι εδώ σκοτάδι που το γεύομαι με το στόμα με το σώμα μου πηχτό σαν στάχτη και νερό ξέρεις πως κάθε βράδυ τελευταία ανελλιπώς εισχωρείς κρυφά κάτω απ' τα σεντόνια μου το πρωί σε απλώνω στον ουρανό τινάζοντας ένα σύννεφο αφού σε φόρεσα το μέσα μου έξω και ζεις συνεχώς στο δικό μου επιμύθιο broken, scattered, distorted disorder within blooming in pain blossom my fear darkened, my  dear my memory alive my tear that I hide

Μετά την καταιγίδα

Διέσχισέ με ως αχτίδα που τρυπά τα μαύρα σύννεφα έλα κάθετα καταπάνω στην πιο διαβρωτική υγρασία κάνε μέρα αυτό το κλειστό διάστημα εισχώρησε μέσα μου πρώτα πριν απ' το δηλητήριο του σιχαμερού φόβου δεν ξέρω πώς να τιμωρούμαι πια θυμάμαι όμως τόσο καλά και δεν τολμώ να διατρέξω εν ριπή όλο το χρόνο που κατήργησα εκούσια παραδομένος δέσμιος στα χέρια μου τα ίδια γι αυτό εφόρμησε κάθετα ω φωτεινή γλυκύτης κι άφηνέ με να παραληρώ στη ζεστή σου κλίνη εν αναμονή

στο χείλος του γκρεμού

στο χείλος του γκρεμού αισθάνεσαι άρχοντας επουράνιος σαν να χεις καβαλήσει το πιο ψηλό βουνό ή σαν να αιωρείσαι με τα πόδια στον αέρα και το βλέμμα να απλώνεται ως πέρα στους μακρινούς ανεμόμυλους στο χείλος του γκρεμού ο λόγος συμπηκνούται ο λόγος τελειώνει αν μετά καταφέρεις και μαζέψεις σκόρπια ευρήματα ίσως ανασυνθέσεις κάτι απ' το χάος που χάσκει στο χείλος του γκρεμού ο πόνος γίνεται απτός και συμπαγής σαν κοφτερός βράχος με διεύθυνση από βορρά προς νότο κι εκεί κάτω απ' τη βρωμερή αχλύ με τα αστεία καραβάκια βλέπω τα χέρια σου επιδέξια πάνω στο πληκτρολόγιο με το βαμμένο νύχι να τονίζει δραματικά την κάθε κίνηση όλη την έκταση καταλαμβάνει αυτή η εικόνα όλη η εστίαση αναπάντεχα σε αυτό και σε κάθε εύγλωττη κίνησή σου στο χείλος του γκρεμού σου με πόνο κι ηδονή περιδεής αφήνομαι

Ρωγμές

Μέσα απ' τις ρωγμές περνά το φως και ο αέρας Μέσα απ' τις ρωγμές εισχωρεί η σκόνη και το νερό ή θα ζεσταθεί η ψυχή μας ή θα σκεπαστούν όλα με χώμα όπως τα θερινά παιχνίδια στην άμμο που γίνονται λάσπη στον ανελέητο χειμώνα 

me n bob

Εγώ και η bob τα πάμε μια χαρά μοιραζόμαστε το νερό το φαγητό και άπειρα μυστικά η bob είναι διακριτική δεν δίνει σημασία παρά μόνο σε ό,τι την αφορά με την επιμονή της επιβάλλεται κι είναι αλήθεια αξιοζήλευτο πώς διεκδικώντας το χάδι και την προσοχή εγώ και η bob δεν λέμε πολλά δεν χρειάζεται άλλωστε ό,τι χρειαζόμαστε είναι εδώ δα ο κύκλος μας στενός όχι πολλά πολλά με τον έξω κόσμο εκεί εγώ είμαι το ego κι η bob το alter ή μπορεί κι ανάποδα δεν είμαι και πολύ σίγουρος τελευταία δεν είμαι και πολύ  αισιόδοξος τελευταία τόσο που άρχισα να κρατάω σημειώσεις - η bob αδιαφορεί - 8:30, 10 και κάτι μισές ώρες κομματιασμένες σαν μνήμες άνοιας πρώιμης ή σαν τουβλάκια για μωρά με πλήρη άγνοια γι' αυτό το βάσανο τον χρόνο πάμε να φάμε, bob, κι αύριο θα το ξαναπιάσουυμε από κει που το αφήσαμε

Το αλάτι

κατακρεουργώ την καρδιά μου ευσυνείδητα μικρά κομματάκια αποστηθίζοντας παλιές προσευχές Αγίας Ζώνης με τα χέρια χωμένες στις τσέπες τα μάτια των αγίων που δεν σε κοιτάζουν παρά στοχεύουν πέρα από σένα ίσως να μάζευαν για μένα τα τρίμματα και την άμμο πιστεύω στο χέρι σου που θα με κρατήσει στο στήθος που θα προβάλει κάτω απ' το παγωμένο  φως πιστεύω που σε περιμένω βιαστικά αλλάζοντας πεζοδρόμιο κάθετα διασχίζοντας το κορμί μου κάθετα τέμνοντας το μυαλό μου αφήνουν πάνω μου πατημασιές και τις ακαθαρσίες που κουβαλάνε από το μακρύ δρόμο ένα  κεράκι θα αρκέσει άραγε; πόσο ψωμί θα πρέπει άλλο να πικρίσει στο στόμα μας; πόσο θα μολύνει το στήθος μας το θολό κακό΄ νερό; δεν θέλω άλλο ζωή σε απολογία θέλω να μπω ξανά θαρραλέα σε αυτή τη θάλασσα και να γίνω υγρό σου άλλοθι τόσο σφιχτά κολλημένο πάνω σου σαν το αλάτι που δεν ξέπλυνες

ιριδισμοί

Ιριδίζον φεγγάρι δεν σε πρόφτασα κράτησα λίγο απαλά τη στιγμή μέσα στα χέρια μου σύντομη διαυγής έντονη με τη γεύση ακόμα νωπή δεν ήθελα ακόμα να φτάσω στην περιγραφή ώσπου γυρνώντας το βράδυ είδα το ιριδίζον φωτοστέφανο του φεγγαριού οδηγώντας πιο πριν υπνωτισμένα σχεδόν διαπερνώντας σαν διάφανος η αλήθεια μου είναι άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα και στα σεντόνια το νερό που τρέχει μετά αλλά αφήνει ευλαβικά τη γεύση και το άρωμα δεν μπορούμε παρά κάτω από αυτόν τον ηλεκτρισμένο ουρανό με τον ήλιο να φορά τα ανάκατα σύννεφα να τρέχουμε και να περνάμε μέσα από τα διάφανα νερά το  ιριδίζον φεγγάρι είναι το απείκασμα αυτών που δεν προλάβαμε όπως όταν καταπίνοντας χιλιόμετρα βλέπεις πίσω στον καθρέφτη τις ώρες που περάσανε να στροβιλίζονται με τον αέρα αν ακουμπώ το χέρι' στα γόνατά σου ξέρω σίγουρα πού πηγαίνω και ο δρόμος απλώς κυλάει, κυλάει όπως προσμένοντας για να κυλήσω ξανά μέσα ανάδευε την άμμο με το πόδι εγώ θα σε φέρω πίσω μ...

Υπερβολικά χλωμό αγόρι

υπερβολικά χλωμό αγόρι ο κόσμος σου τα παιχνίδια σου θα πάρω την παρδαλή μαϊμού και θα κλάψω ήσυχα σε μια γωνία δεν ξέρω γιατί αυτές οι εικόνες μένουνε μέσα ένα πικρό γλυκό κατακάθι αν με βοηθάς να το αναδεύω με τα χέρια σου με τη γλώσσα σου βγαίνει στην επιφάνεια ο γλυκός χυμός ή το χρυσοπράσινο λάδι πλησιάζει ο καιρός της συγκομιδής κι η γη που πότισες καλά με δάκρυα κι έρωτα και δούλεψες με τα χέρια με τη γλώσσα με το φύλο σου καλά θα δώσει τους καρπούς της σ' εμάς που κάνουμε' το αίμα μας αγάπη και υπόσχεση

Χάλκινο καράβι

Μέσα στο πέλαγος αέναος ταξιδιώτης των οριζόντων οι γραμμές το συνεχές κι ένα χτύπος στην πόρτα το κουδούνι η γλυκιά προσμονή και οι σιωπές τα καλοκαίρια που αφήσαμε στην άμμο και στο σπίτι μια γωνιά να κρατηθείς αν θέλεις τύλιξε  τα πόδια σου κοντά μου θα δυναμώσω τη φωτιά να ζεσταθείς πόσο μ' αρέσει ο καιρός που όλα τα φέρνει κι όλα τα παίρνει και γυρνάμε γύρω εμείς στην κουπαστή απ' το κρεβάτι θα πιαστούμε κι έτσι γλυκά θα ταξιδεύουμε θαρρείς τώρα που παίρνει και νυχτώνει δε με νοιάζει θα σε κρατάω αγκαλιά από νωρίς όταν θα σβήνουνε τα φώτα στο σαλόνι και με τη γάτα' θ' ανεβαίνουμε κι οι τρεις πάνω στο χάλκινο δικός μας το καράβι να ταξιδεύουμε  στον κόσμο αποβραδίς

Το κουτί

Ο καιρός θα κλείνει οι μέρες ανακυκλώνοντας προσπαθώ κατά το μέρος που μου αναλογεί να φτιάξω έναν κόσμο να μπορώ ν' αναγνωρίζω το διάφανο πρωινό τη γραμμή της θάλασσας από ψηλά την υπογραφή του Λυκαβητού μέσα απ' το φεγγίτη της μονοκατοικίας των θεών κρατώ, ωστόσο, και κάτι ακόμα πιο απτό μέσα στο κουτί τους τις στιλπνές μπαλαρίνες κι αυτό όσο κι αν με χλευάζετε είναι η σκευή μου και το εισιτήριο για να κρατώ τις αισθήσεις μου ζωντανές δυο γόβες μπορεί να σημαίνουν και τα πάντα το να έχεις ' το να είσαι θα το πω ξεδιάντροπα η αφή το δέρμα το λουράκι το λεπτό η κίνηση που υπονοείται υποθάλπουν το πάθος μου ευτυχώς όλα αυτά ιδιωτικά καλά κρυμμένα στο σκοτάδι μην πείτε ότι τα μαρτύρησα όλα αν και δεν δίνω μία για την υπόληψη εάν διακυβεύεται το πάθος μου ομολογώ και το κουτί μου  γι' αυτό που έχω ευγνωμονώ

Κλινη

σ έναν κήπο κατάφωτο με τα στιλπνά του αγάλματα έκταση αχανή κι επίπεδη ανοίγοντας την εξώθυρα και να  ο άλλος κόσμος ο μέσα, μαρμάρινος μα κι έντεχνα πλαστικός μου τον φανέρωσες για μια μόνο στιγμή ενατένισα προσεκτικά με τη ματιά του γεωγράφου αλλά αυτό το όλον ένα παράδοξο απείκασμα κι είναι κρίμα σε απόσταση αναπνοής να μην μπορώ ένα ένα τα δάχτυλα να πάρω στο στόμα μου κι αυτό το άρωμα πώς με μεθά και με λιγώνει αν ήταν μπορετό μέσα του να εισέλθω\ με στόμα πυρετώδες' γλυκά ν' απομυζώ έναν προς έναν τους ευώδεις χυμούς τρέφοντας τα αισθήματα με απτά ηλεκτρικά σκιρτήματα μόνο εσύ το ξέρεις πως όλα αυτά συμβαίνουν έντονα και θυμικά καθώς μ' αρχίζεις και με τελειώνεις

the city and the sorrow

to the nighs of tomorrow to the realms  of the hollow to the city to the sorrow to the city to the sorrow to the limits and the mask questions never asked to the city to the sorrow to the city to the sorrow to the pointeless and the few elapsed and the new to the city to the sorrow to the city to the sorrow to the funny little thing the quilty in between to the city to the sorrow to the city to the sorrow to the never asking why weary and the shy to the city to the sorrow to the city to the sorrow to the nomans fucking land redemption and  the sun to the city to the sorrow to the city to the sorrow to the spinning mevlevi toujours et c'est la vie to the city to the sorrow to the city to the sorrow to the spoiled and the thrive a million miles to drive to the city to the sorrow to the city to the sorrow to the era of the sun the passion hav...

Λόγος και σώμα

Αν είναι πρέπει δεν γίνεται τα φύλλα πες μου γιατί δεν πέφτουν με τον αέρα παρά αυτή η άρρωστη ζεστή ανάσα στον αυχένα κι όλο τρέχω και ποτέ δεν ξεκινώ ποτέ δεν φτάνω ως και εικόνα για να σε φτάσω ματώνοντας γραπώνομαι επάνω και γλιστρώ λέει πέφτω σε μια λίμνη σκοτεινά και αφιλόξενα τώρα θ' αρχίσει το φως να λιγοστεύει φοβάμαι και τρέμω πληγώνω άθελα όσοι μ' αγαπούν δεν το αντέχουνε και το νερό δεν είναι  ούτε κρύο ούτε υγρό σαν μια ταινία ένα προφίλ τοξικά απόβλητα βγάζοντας από το στόμα και που να τα ξεπλύνω θεέ μου ένα κλειστό σπείρωμα κι όλο σφίγγει στο κέντρο πονάω κι εγκυμονώ απρόβλεπτες συνέπειες η φθορά που είναι χρόνος ύπουλη χρόνια ασθένεια οι άνθρωποι βυθίζονται στη λησμοσύνη μη με αφήνεις να με σκεπάσει αυτή η ύπουλη κραυγάζουσα σιωπή δεν ξέρω που είμαι δεν είναι σπίτι υλικά απλώς γύρω μου να βγω στο μπαλκόνι ίσως να σε αναζητήσω περιμένοντας με αγωνία αύριο αν ξημερώσει η  μέρα καθαρή θα αναδεύομαι από πάνω σαν...

Πέρασμα

στο ιδιοφυές σου μένος υγραίνοντας την ψίχα του έρωτα να μουλιάζουνε τα μέσα να μη σκληραίνουνε με τα χρόνια αλίμονο' μέσα κυλά αψύ το αίμα και το κορμί που κλυδωνίζεται να κρατηθεί έτσι ζεστό όλη η ζωή να εξαρτάται από ένα μονάχα φιλί ένας λεπτότατος μίσχος ξεδιάντροπα δοσμένος στο άσεμνο φως τα μέλη καταυγάζοντας τώρα επειγόντως πριν κλείσουν οι φεγγίτες τ' ουρανού τώρα οπωσδήποτε κάνε με υγρό σου πέρασμα μέσα από σένα γέννησέ με ever and ever Bowie...

Γυναίκα που απλώνει

Γυναίκα που απλώνει στο μπαλκόνι πες μου πότε για τελευταία φορά σου είπε μυστικά πως είσαι η μόνη εσύ θεά γυναίκα  που το περίγραμμά σου στο βραδινό το πέρασμα αδρά αποτυπώνεις πότε η μανία του για σένα σε κυρίεψε κι εσύ γυναίκα που αδειάζεις το πλυντήριο με τις φροντίδες της επόμενης να σε κυκλώνουν πώς θα σε φτάσω  να σου πω ότι σε σένα όλα αρχίζουν και τελειώνουν ότι έχεις κάνει κατοχή στην κάθε μου παρόρμηση κι ονειροφαντασία που είναι σαν κάθε βράδυ στο χέρι σου υγρά να σπαρταράω που όλα εδώ τα ξαναζώ γύρω απ' αυτά όλο γυρίζω και κρατιέμαι γυναίκα που τον κόσμο κυριεύεις σαν Κίρκη ή σαν κόρη και σαν αγία ερωμένη στο εικονοστάσι σου αφήνω τις σπονδές μου και την καρδιά μου σαν πιστός  σου την προσφέρω

Υγρό

αχείλι μου γλυκά να σε κεντούσα κι όλο το νέκταρ και το αίμα να στάλαζε εντός μου τι δεν μου φτάνει μια αγκαλιά είναι αμέτρητα τα χάδια που θέλω επάνω σου να γεωγραφήσω σαν τον παλιό τον περιπατητή να φέρνω ένα γύρο την αυλή σου να έμπω μέσα να σε τρυγήσω κι απ΄το ποτό σου να μεθύσω μέσα σε σένα ν' αποκάμω και να ξυπνήσω που ο κόσμος όλος να είναι λέει με μιας αλλιώτικα δοσμένος όλα να μιλούν στον έρωτα κι εγώ λέει να γίνω σάτυρος στον κήπο σου χωρίς ντροπή καμία να σε ξαπλώνω κει στο χώμα κάτω απ' τον ήλιο του φθινόπωρου χείλη μισάνοιχτα μάτια κλειστά το πώς σε θέλω μόνο αυτό στον κόσμο να μετρά κι ασχήμια πια καμμιά μόνο φιλί νερό καθάριο σαν βροχή να σου ποτίσω το κορμί μόνο φιλί ούτε και λόγια ούτε υπόμνηση καμία μόνη ουσία το κορμί σαν μουσκεμένο περιβόλι να το φιλώ να το μεθώ να ευωδιάζει χώμα και σώμα

Blurring woman

Blurring woman oh blurring woman come along and come forth there' s no comfort when you r not hunging around thee spirit true colors blue of my skeptical intense thee thighs keep my thoughts on the tips of my fingers seen it all from within blurring woman eyes in deep lucid dreams touching the skin of sorrow with sour  lips I will succumb to my anguish will for just a leak behind your ear under the skin haste to you pouring rain come and excavate explore all the lengths of you beneath my soul I cry and rip the cloth paving the way to your unborn wishes your lavish body will  speak for you blurring woman blessed as the waters uncover me and rinse me deep ecstatic and fierce      

Τα πολύτιμα

κι  άλλα έτσι μικρά φάλτσα τ αφήνω να αιωρούνται σαν το γέλιο μετά τον έρωτα είναι τόσα σπουδαία που η φυσικότης τους τα κάνει να φαίνονται απλά και σίγουρα μα για σκέψου πόσοι έχουνε στερηθεί οριστικά ένα χάδι απαλό ένα μάγουλο μια αγκαλιά α, μην υποτιμάς τα μικρά τιμαλφή του έρωτα ίσως αυτά να μετράνε ως τα πιο πολύτιμα σαν κοσμήματα παλαιακά σε κασετίνες στο συρτάρι όλα πηγαίνουνε γοργά κατά τη δύση μα δεν με νοιάζει αγαπώ το φως που λιγοστεύει γιατί κάτι μέσα μου όλο παίρνει και φωτίζει

Οκτώβρη

Αποκόμματα κρατώ εισιτηρίων και στιγμών στο πάνθεο των μικρών μου αναμνήσεων έτσι πορεύομαι χωρίς ν'  ανησυχώ για τον καιρό ένα σου φιλί και ντύνομαι για τον χειμώνα το κορμί σου η πανοπλία μου βόρειο κρύο καθαρό και κρυστάλλινο το δέρμα και η γεύση το αποτύπωμα στη γλώσσα θέλω να το φιλώ και να το φιλώ αγαπώντας σε θα απομυζώ όλο το χυμό έτσι ευχαριστημένος πια σαν μέλισσα στον τρύγο θα κολλήσω επάνω τόσο ώσπου να γίνω σαν παλιό απόκομμα που παίρνει πια και χρυσίζει απ' την πατίνα του χρόνου αυτά είναι πράγματα πολύτιμα ακριβή μου αγάπη που τώρα ίσως δεν φαίνεται η αξία τους μα σκέψου αργότερα πολύ πόσο γλυκές μικρές μας αναμνήσεις όχι για τα θεάματα μα που κράτησες το χέρι σου στο μισοσκόταδο κι έτσι θα λέμε να δεν χαθήκαμε στης πολυκύμαντης ζωής το απροσμέτρητο κι έτσι μετρήσαμε πλέον τις καινούριες μέρες αγαπώντας τες σαν ήλιους μες τη συννεφιά του Οκτώβρη

Το φιλί

Πόσο θα θελα στην άμμο δεν γεμίσαμε αρκετή ανάμεσα στα δάχτυλα ούτε στα μαλλιά το κρυσταλλένιο αλάτι όχι δε νοσταλγώ κι ούτε λέω μου λείπει κάτι απ' αυτά μόνο να το διαβήκαμε κι αυτό' με την ταχύτητα της λησμοσύνης ο χρόνος ο μέγας γητευτής πόσο περιγελά ο αγύρτης μάγος μα ένα παράξενο πράγμα τώρα δα θα ξαναπω πώς γίνεται, για πες μου αδιάκοπα πια με σένα έτσι να ζω να σ έχω εδώ σαν τώρα σαν κάθε μια στιγμή κι είναι η αίσθηση στα χέρια μου αληθινή και ζωντανή πόσο αλήθεια σ' αγαπώ γι' αυτή τη βραδινή βροχή που θέλω να έξω να βγω να με ποτίσει ως την ψυχή πόσο καρδιά μου ξεδιψώ με το νερό από  τα χείλη πόσο αγαπώ τα χέρια σου που με σμιλεύουνε κάθε φορά σα νέα ύλη κάθε μου ώρα κι από ένα τόσο βαθύ τόσο ακριβό  φιλί

Χνώτα

το σώμα ένας κάβος λυμένος ταξίδι σύννεφα μπροστά στην ομίχλη θα βρεθούμε και πάλι στα στενά της Κυψέλης τα χρόνια να θυμηθούμε και με ποτά γλυκά γλυκά να αφεθούμε μη με αφήνεις να με αντέχεις να με σκεπάζεις να γελάμε πολύ αν μιλάμε κι αν δε μιλάμε θ' αρχίσω ξανά να μαθαίνω μήλο, πορτοκάλι και γλυκό σταφύλι στα στήθη σου θα κρεμάσω τις πρώτες στάλες το φθινόπωρο δείλι ο ουρανός καθαρός και τα μάτια σου βυθός διάφανος ν' ανοίξω στα δύο στα δέκα να σε δεχτώ δική μου εκκολάπτοντας νέες θάλασσες πιο κοντινές και μακρινές σαν τα ιπτάμενα όνειρα να έρθεις κάτι άστραψε κι έμεινα βουβός εκεί για μια στιγμή αιώνια κατέβηκακι ανέβηκα γοργά όλη τη σκάλα ως το άπειρο μηδέν τρομάζοντας σπαρταρώντας στα χέρια σου ήξερα πως δεν μ' 'άφηνες να πέσω με 'εφερνες ως την άκρη άκρη και την κρίσιση στιγμή \λίγο πριν λιγωτικά το κενό με ρουφήξει έδινες μια και με τίναζες στο μουσκεμένο αχνό φεγγάρι των χνώτων μας στο τζάμι

σκληρα

καρδιά μου που καίγεσαι φτερουγίζεις άναρχα διψώντας τόσο που κι ένα τόσο δα μια υπόνοια πόσο λιγωτικά μπορεί εξεγείρεται αυτό το σώμα που πέφτει υπόκωφα και μετά εκσφενδονίζεται στο γαλακτικό σύμπαν κρυμμένες χαρές μου ω, μπροστά μου τώρα φανερωθείτε τινάζοντας από πάνω σας κατεβάζοντας τιράντα κι ανεβαίνονταςπολύ πολύ στον οίστρο σου φώναξέ το φώναξέ με δώσε την πνοή διατάζοντας σε πλήρη έκταση απάλειψε από πάνω μου όλο τον επικαθήμενο χρόνο κυριεύοντας σώμα με σώμα στόμα με φωτιά γλυκά και άγρια γλώσσα που αναζητά το παλλόμενο σημείο πνίγοντας την κραυγή αυτό είμαι εγώ αυτό είσαι συ δε λέμε δεν ακούμε μόνο αρπάζουμε χορήγησέ μου την κάθε σου ξέπνοη τελειωτική  σου κίνηση εντός κι εκτός χορεύοντας καρφώνοντας στηρίζοντας στο τοιχείο θα βρεθώ κλείνοντας πίσω κάθε ανοιχτήδίοοδο για να μου γίνεσαι το ένα μου και να παίρνεις ενώ παίρνω ω αδάμαστη πόσο ζητώ έτσι σκληράσταχέρια μου για να σε κατακτήσω!

Πρόσκληση

Πρόσκληση σε δείπνο λιτό και σύντομο όπως και κάθε βράδυ τα σύννεφα γοργά στροβιλιζόμενα  την ώρα, όπως όλα, περιμένοντας όταν τα σκούρα τα ρολά θα κατεβαίνουν με πάταγο απ' το χέρι γυναικώνε και οι βαριές μακρές κουρτίνες  θα σκεπάζουν  τη θλίψη μίας μέρας που δεν ήρθε τα όνειρα μετέπειτα που θ' ανεβαίνουν τον ανήφορο  με απελπισία οικτρά αγκομαχώντας ως να μη δύνανται, να λες, ή να μη θέλουν να πιάσουν τόπο στο ημιφώτιστο κομμάτι του άλλου εκείνου εαυτού επαναλαμβάνονται έρχονται φεύγουνε και γυρνάνε σαν σβούρες άηχα και ξέψυχα την ώρα εκείνη που επανέρχεται το σώμα  βαρύ και βιάζονται γοργά να ξεγλιστρήσουν δεν καταφέρνω  να τα πιάσω, αερικά δεν είμαι ούτε εκεί ούτε και πουθενά και την ημέρα που όλα αρχίζουνε και πάνε σαν το κουβάρι μα και πλέκονται ομαλά κινούμαι αργά, ανεπαισθήτως υπογείως σε ένα λεπτό στρώμα κομμάτι αμφιβολίας κι αν σπάσει αυτό το πιο λεπτό και βυθιστώ στο έρεβός μου του υπάρχω- ...

Δίψα

 Λιώνω κάτω στην άσφαλτο αγκομαχώντας ιδρωμένα όνειρα γαντζωμένος από την άκρη του κρεβατιού συνδέοντας στο μεταίχμιο του ξυπνητού υγρή μου αίσθηση ως να σε είχα με κρατάς και παραδίδω το σώμα και το νερό' που πρέπει να το φυλάξω για την ώρα της πιο άγριας δίψας

Άγια

θα κρατήσω μέσα μαζεύοντας πολύτιμα και με χείλη και θωπείες θα κατεβώ στο αγαπημένο στο σημείο που τέμνεται και ρέει κάθε χθες και αύριο το μυστικό και φανερό όποιος μπορεί να το δει και να το νιώσει προσφέροντας ανίερες άγιες σπονδές γυναίκα που κατέχεις τους θεούς που έρχονται να κατοικήσουν μέσα σου και μόνο εσύ μπορείς το θέλω σου να το μετουσιώνεις μανία ιερή και βλάσφημη με λόγια γλυκά και αιματηρά κλείσε τα μάτια κι έλα σημάδεψέ με με γυαλί σφίξε με μέσα σου κάνε με μέσο και σκοπό\ κυρίευσέ με ως το έρμα μου ας νομίζω πως κερδίζω εγώ κουρσεμένος και τρελός από σένα και γλυκά και με τρελή χαρά αυτό που καιρό τώρα περιμένω ν' αποθέσω στην εικόνα σου προσφέροντας λατρεία κατ' εξακολούθησιν πώς να σε φτάσω πιστά θ ακολουθήσω έως εκεί που μπορώ κι ύστερα θ ξετυλίγω με δέος το νήμα του άγ(ρ)ιου στεναγμού σου

Θέλω

ασε με να γλιστρησω μεσα στο στηθος σου να βυθισω το βλεμμα να κλειδωσω πισω σου και γλυκα να σ' αγαπω οπως σου πρεπει που καθε μερα σε φιλω πεφτω σ αγκαλιαζω παλευω δε λυγιζω μαζι σου και για σενα ζω εσυ που μεθας στον ερωτα αφησε με να ασελγησω στα υγρα σου ματια ολα ν αντικρισω που φερνεις μεσα σου και γινονται ολα λαιμαργα φιλια επαναστατες ρωμαλεοι γενναιοι εραστες διεκδικω το λατρεμενο δικο σου ολο μόνο θέλω

εθνική

ταξίδι χωρίς χρόνο όλα εκκρεμή ασαφή περιγράμματα σκοτάδι που διαχέεται ας σ' έχω πλάι μου άγγιξέ με τέρμα θα πατήσω το μέλλον όσο θα μου χαϊδεύεις κάθε αντοχή θα εκτοξευθούμε νυκτόβιοι λαθραίοι σαν διάττοντες στην εθνική

Ακυβέρνητα

Ακυβέρνητα σώματα χέρια που κρέμονται απ' το λαιμό χέρια στις τσέπες κάτω απ' το σεντόνι ιχνηλάτες και δεσμώτες σώματα παραδομένα στον ύπνο στο αναγκαίο κορμιά που συστρέφονται στη στάση του κοχλία αναγυρίζοντας τα μέσα έξω μέχρι να έρθεις θ' αποδομούμαι στο καθημερινό τελεστήριο φαντασιώνοντας και ζώντας μέσα στη φαντασίωση αναπαράγοντας τα σταθερά μου στερεότυπα τη νύχτα που όλοι προετοιμάζονται στέκομαι κι επιθεωρώ το βάθος του βλέμματος τη γραμμή του κάτω χείλους το ερωτηματικό και την υπόσχεση του στιλπνού ώμου και τον έωλο υπαινιγμό της στυλιζαρισμένα χαλαρής τιράντας κι όλο με καλείς κι όλο έρχομαι παραδίνοντας με πνοή βαθιά ως να ξερες πως θα μ έχεις πάντα εκεί λαθρεραστή κι οφθαλμολάγνο σου

Ταξιδεύω

ολο ταξιδεύω μέσα μου αυτό το σώμα κι όλα πετάω πετάω αλαφραίνοντας ξαφνικά τόσο σαν μια πολύχρωμη φουσκίτσα που παίζουν τα παιδιά κι εγώ θέλω να με παίξεις στα χέρια σου γλυκά και επικίνδυνα αυτά τα απαλά χείλη τόσο πολύ ψηλά να σηκωθούμε μαζί στον αέρα να πλέκουμε τα σώματα από ψηλά κι όλο να πέφτουμε να πέφτουμε και μετά να τιναζόμαστε πάλι ψηλά εξακοντίζοντας τη δίψα για ζωή θα κλειδώσω εκεί ακολουθώντας πίσω και θα γίνω ' κορμί σου και μοίρα που ακολουθεί το άρωμα των μαλλιών θ' απορροφήσω σαν να μην υπάρχει και θα σε προβάλλω [παντού τριγύρω και μέσα μου παλεύοντας να κρατηθώ από μερικές σκόρπιες λέξεις απλές και τετριμμένες που δεν αρκούν δεν αγαποπούν δεν τρελαίνουν και δεν τρελαίνονται κι όσο ωραία τόσο πιέζει αυτή η αναμονή κι όλα συνωθούνται περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή ανάβοντας κεριά τώρα που νυχτώνει πιο νωρίς πιο πολύ πιο έντονα πετώντας ρούχα, βάρη, αναμονές θέλω τώρα τώρα τώρα σου λέω θέλω να ζω έλα ...

Αστεράκι

Ο χρόνος που  κυκλώνει ελλειπτικά ο χρόνος που περνάει διαλυτικά που γίνεται ξανθή μπουκλίτσα μικρό παράπονο αχ, μικρό γκρινιάρικό μου αγγελάκι θα ρθει ο καιρός  - έρχεται πάντα - που θα ζητάς την αγκαλιά τη μυρωδιά από το στήθος και το τραγούδι της μαμάς αχ, μικρό γκρινιάρικό μου αγγελάκι πώς γρήγορα θα λησμονείς κι εμείς απλά θα μαζευόμαστε νωρίς κατάκοποι, υπνωτισμένοι ενώ θ' ανοίγεις τα φτερά αλλού το χάδι θα γυρεύεις αχ, βρε μικρό παραπονιάρικο αγγελάκι να ξερες πόσο εγώ  - που δεν με ξέρεις - πόσο σε λάτρεψα σαν ξένος μην το μαλώνεις, ας γκρινιάζει να ξερες πόσο μου μοιάζει σαν να πεσε να, τώρα δα ένα αστεράκι φωτεινό από έναν κόσμο μακρινό...

Masterpiece

masterpiece τα λίγα και απλά πράγματα πεσμένα άτακτα άλλα στο πάτωμα άλλα ριγμένα πρόχειρα και βιαστικά ν 'απαλλαγώ από αυτό το βασανιστικό ρούχο που με σφίγγει αναίτια το σώμα που θέλει να αναπνεύσει που θέλει να λατρέψει και να λατρευτεί το τέλειο είναι το αληθινό αυτό που γνωρίζεις και ονοματίζεις με τη συνδρομή όλων των αισθήσεων όταν φτάνοντας σε άλλα μέτρα πληρότητας όλα τα νιώθεις σαν ένα το ακέραιο και ολόκληρο που πρέπει να ήταν κάποτε οι άνθρωποι το έχασαν από τότε χωρίς έγνοια για το πώς χωρίς όριο και φύλο όλοι ψάχνουν αυτό που δεν περιγράφεται δεν αντιγράφεται δεν ιστορείται κι εγώ ένα φτωχό απείκασμα σχεδιάζω όταν όμως δεν ξεχωρίζει εγώ-εσύ όταν το υπέρτατο πλημμυρίζει απ' άκρου σ' άκρο όταν κλείνοντας τα μάτια βλέπεις πιο καθαρά και διάφανα όσο ποτέ μετά μπορείς ήσυχα να αποκοιμιέσαι γιατί όλα βρίσκουν ξανά το αρχικό τους σχήμα ανθρώπινο αριστουργηματικό Απλώς, γιατί το άκουσα σήμερα κι είναι  ένα μικ...

Μυστήρια

Λαίμαργα υστερόβουλα θα στρέψω κατά πάνω με αφορμή το ελάχιστο που θα βλέπω θα ναι πολύ οι κεραίες πάλλονται  οι δείκτες εκκωφαντιούν όλα τέμνονται μέσα κι αναζητούν τη δίοδο ν απλώσω το χέρι έτσι απλά στο στήθος τα έχεις όλα με το μέρος σου κερδίζοντας κάθε εντύπωση αποκαλύπτοντας με το χαμόγελο όσα ακριβά προσφέρεις η γραμμή των ώμων ανακατεύοντας ελίσσεσαι ελεύθερη αναδεύοντας γλυκά κι οδυνηρά σαν θεά και σαν θεραπαινίδα της σε γάμω μυστηρίων χθόνιων εξακοντίζω  όλα μου τα ελευσίνια πιστευτήρια και με φλόγα και νερό φωτιά στη φωτιά το μαρτύριο επιτείνοντας κοίτα επεκτείνομαι διαπερνώ τα χείλη το στόμα  αφομοιώνομαι ολόκληρος ταξιδεύοντας στο μέσα συστρέφοντας κι υψώνοντας όλο και περισσότερα καταλαβαίνοντας τα πάντα βυθίζοντας κι ανακάμπτοντας στο έρεβος  δυο στιγμών

Λευκό

Λευκό φωτεινό πέρασμα με χαμόγελα γλυκό το βλέμμα πότε θ' απλώσουμε μέσα μας μια αλμυρή βροχή με  ψίθυρους, ανάσες και φωνές υποδεχόμαστε στα σώματα το νέο ηλιοστάσιο λευκό και σοκολάτα αψιά δίνε μου να γεύομαι που όλο φυλάω μικρά κομματάκια τώρα που η νύχτα έρχεται κάνοντας κύκλους γύρω γύρω στο λόφο που δεν θέλεις να γυρίζεις αν δεν είναι να γυρίζεις στις μέρες πάλι του  Αυγούστου σημαδεμένος μήνας πώς ξεγελά με υποσχέσεις και γλυκά απογεύματα σαν θυμίαμα στη σκάλα ή μεθυσμένα βράδια με αγκαλιές ως πέρα στον ορίζοντα πόθο κι όλο ν' ανεβαίνουμε στο προσήλιο όργασμα ένας υγρός ζεστός αιθέρας κυλάει ανάμεσά μας αυτό το λευκό να το 'χω εγώ εδώ κι όμορφα όλα να τα κρεμάω επάνω μου μόνο το κραγιόν στα χείλη έλα το λευκό σου φόρεμα θα ναι ο καμβάς επάνω του θα στάξω το αίμα από τα χείλη και μια γραμμή γαλάζια το ταξίδι

Ελιξήριο

Ισορροπώντας σ ένα μεταίχμιο από το φως στο περιδέραιο σκοτάδι θα σηκώνεσαι πάλι Σάββατο με κρύο και ψιλόβροχο θα παίρνεις το δρόμο για το λόφο μ' έναν καφέ ζεστό κοιτάζοντας από ψηλά στα νότια αναμοχλεύοντας τις μακριές αυγουστιάτικες νύχτες ο χρόνος ξεκλέβεται κλέβεται κλέβει κι εξαπατά έλα έστω και για λίγο θα είναι και πάλι αναγκαίο μα κι ευπρόσδεκτο σαν τις αλλοτινές μας εποχές που γυρίζουν σαν κι εμάς που  κρατάμε στο πρόσωπο κάτι αδιόρατα επίκαιρο κι επίπονο μια αναλαμπή θυμάμαι τόσο καθαρά τις παιδικές φωτογραφίες όλα μου είναι τρομαχτικά οικεία  και κοντινά μαθαίνοντας  να επιβιώνεις στο σκοτάδι που ενσκύπτει με το απαλό σου χέρι στο στέρνο μου διαρκώς παρούσα τόσο που συγχωνεύονται οι στιγμές και τα όρια μ έχεις κάνει να υπερβώ το χρόνο το λέμε ως σχόλιο κοινό μα μέσα μου βαθιά πιστεύω ό,τι σε κίνηση θέτεις ό,τι αφήνεις ύστερο ό,τι κατακτάς όλα με διατηρούν στην επιφάνεια αναλλοίωτο κι αλώβητο θεε μου, τι ύβρις...

Πρόσφορο

Εκμυστηρευτές ερωτοφύλακες ιερό σώμα αποτυπωμένο στο σεντόνι περικλείνοντας στις ζάρες πόθο και πόνο παίρνοντας σε ίσα μερίδια διατηρώντας την ισορροπία θνητού και αθάνατου σφυροκοπώντας σαν σφυγμός σε έξαρση τα νεύρα τεντώνονας σε ένα έπακρο αχαλίνωτα αβίαστα καλπάζοντας με ιαχές όχι δεν υπάρχουν υποτελείς θελημένα αφήνεσαι σε υποτάσσω ψευδώς ενώ πολύ καλά γνωρίζουμε πως τυφλά υποταγμένος ασπάζομαι τ' ακροδάχτυλα ίσα μερίδια πόθος και έλεος στο χαμόγελο και τη γραμμή των χειλιών βλέπω το βαθύτερο ένα το σκοτάδι που δίνει φως κι όλο σπουδάζοντας όλο περισσότερο είναι αυτό το ένα που παραδέχεσαι ιερό τέμενος λατρευτική μου πύλη αποτίνω σε σένα όλη μου την πίστη και τ' αλμυρό το πρόσφορο

Παραλήρημα

κορμί μου για ταξίδι αφορμή μου κρατώ επάνω μου κολλάω σε όλους του τοίχους σαν φτηνός μανιακός serial θα θελα να προβάλλεσαι στο ταβάνι μα και πάλι όπου είμαι κατοπτρίζεσαι μέσα μου ούτως ή άλλως να παίξω με το διάδημα να παίξεις όλες μου τις δυνάμεις ποντάρω στα δάχτυλά σου κανόνισέ τα όλα όπως ξέρεις ξυπνώ αχάραγα και ψάχνω να βρω τ' απομεινάρια μια μέρας που δεν σ είχα στο κινητό εικόνα ένα εικόνα δύο θα το πετάξω κάτω δεν γίνεται αναλώνεται σε εικόνες και στιγμιότυπα ναι, εγώ που είμαι καλός σ' αυτό όλα να τ' αποτυπώνω μ΄αυτό ξεκινώντας και τελειώνοντας τη μέρα λέω πως δεν μπορεί είναι άρρωστο, το θέλω ζωντανή παντού εδώ και τώρα και συνέχεια και με γλυκά καμώματα να μ' έχεις τελειωμένο δικό σου σε βλέπω και νιώθω γλυκά να παραλύω παραδομένος εκούσια και με τη θέλησή μου όλη στα δικά σου χέρια πώς με κάνεις να βρίσκω και να χάνω όλα πώς βγάζεις το μέσα  μου έξω όλο φωτεινό και ρευστό λάμπον έξω στον κόσμο θέλ...

Τίποτα

Γάμησέ το χρόνο που δεν προλαβαίνει γάμησέ το τον καιρό που μια κοντεύει και μία μακραίνει γάμησέ με γίνε το τέλος και το πρώτο βήμα το όριο και το πιο πέρα θέλω μαζί σου να σπάσω κάθε περιθώριο να περπατήσω γυμνός στο δρόμο να σ έχω επάνω μου και τίποτα να μη με νοιάζει ω ναι ας φύγουμε ας ξεφύγουμε είναι τόσο απλό να είσαι παράφορα ο έρωτας έχει τον τρόπο του τόσο εύκολα και φυσικά καταργώντας κάθε σκέψη κάθε έννοια και ορισμό έλα ορμητικά και κατάλυσέ με πιστεύω αυτό είναι θεός μάρτυς μου αυτό το σώμα ο κώδικας αυτό το αίμα ό,τι μετουσιώνεται γλυκιά μαστίχα το πιο σπάνιο ποτό εύγεστή μου μη μου μιλάς μόνο ευωδίασε γύρω μου και μέσα μου άλλο δεν χρειάζομαι πια τιοποτα! Ο μέσος όρος ηλικίας του κοινού.. .

Ιχθύς

Το κρυφό και φανερό μου όταν θα κυλήσουν τα νερά στα κράσπεδα και τα βαριά σύννεφα μαύρα θα καλύπτουν το φως θα είμαι πιο καλά από ποτέ που θα είσαι στα χέρια μου κουλουριασμένη και τεντώνοντας κάθε μυ λίκνισμα δεξι λικνισμα αριστερό γοργά ξυπόλητη στο πάτωμα πάρε την πετσέτα πάρε τον πόθο μου πάρε το θεό μου κάνε αυτό που είναι το πιο ωραίο καιαπλόκιόμωςτόσοπολύπλοκο σκάει το κύμα στο βράχο και μανιάζει καισυμωρόμουκαλπάζειςστοναφρό κρατάω και μου φεύγει από τα χέρια το τιμόνι[' πώς τιθασεύεις τους σορόκους σκάνε μεορμή 'παλεύω να κρατηθώ επάνω καισηκωνουμαι και πέφτω κάνε μου κάνε έρωτά μου έλα και θέσπισε μέσα μου κάθε βουλή κι επιθυμία το δάχτυλο με βουλιμία στο στόμα γλυκιά μαστίχα τόσο γλυκιά καιπιπεράτη δεν΄εχω γεύση άλληστο στόμα μέλη μουσφιχτά ορίστε με μέσα στο μανικό σας νόμο δεν έχω, σουλέω, πέρα απ' αυτό άλλον κανένα π[ιο αληθινό το γαμημένο που αγαπώ την άλλημέρα στους ιχθύς ολημερίς κι οληνυχτίς!

Αυλή

στην αυλή  θα θυμηθούμε ξανά τις νύχτες και τ' απογεύματα μετά τα μαθήματα  λίγο πιο κοντά να καθήσουμε στο σκοτάδι να πιούμε ακόμα ένα ακόμα λίγο πριν να πρέπει ν' ακουμπήσω δειλά και με προφύλαξη το χέρι η καρδιά μου να αναστατώνεται  απ' αυτό  το μόνο άγγγιμα να λέμε για μας για όσα θέλουμε πολύ να ζήσουμε μα βάλε άλλο ένα δεν πειράζει θα πάω σπίτι θα μαι μόνος και θα θυμάμαι αυτά τα μάτια μες στο σκοτάδι το φως απ' τα κεριά να κρατώ ένα λεμόνι το σκυλί  να κουλουριάζεται κάτω απ' τα πόδια μας στο τραπέζι να σ' αγαπώ και να μη φτάνω λίγο ακόμα και να μακραίνεις Παρασκευές που περίμενα από νωρίς να ρθει τ' απόγευμα να τρέξω για να προλάβω λίγο ακόμα χρόνο να κλέψουμε σαν τα άγουρα λεμόνια το νυχτολούλουδο και την ελιά είμαι κι εγώ ένα αλλο δέντρο ποτέ δεν έφυγα  απ' την αυλή κι απ το παράθυρο άμα τ' ανοίξεις θα δεις πως στέκομαι στην πολυθρόνα και σου μιλάω ...

Αποψιμυθιώνω

Σήμερα κρατώ ένα τριαντάφυλλο μικρό το στήθος σου κι απ' τη θηλή του το άρωμα κρατώ τη γεύση την υφή του στα ακροδάχτυλα σε ξαναβρίσκω έφηβη και δροσερή  - για μένα πάντα έτσι θα είσαι - τόσο απαλό και κοριτσίστικο τόσο διάφανο και στρογυλλό μπορώ ξανά και να σε πλάσω μέσα στη χούφτα μου να γείρω επάνω σου και ν' αφεθώ σαν το παιδί πόσο που είναι ποθητό να 'ρχεσαι πίσω στην πηγή αρχή των όλων, γυναίκα, όνειρο γλυκό παρηγοριά κι επιθυμία γλυκιά μου τρέλλα, προσμονή κι ανατριχίλα ρεύμα διαχέεις μέσα μου μα και ρευστή γαλήνη γυναίκα, στο στήθος σου απαλή καταφυγή κορίτσι, πόρνη και αγία μόνο μου εσύ πιστεύω γυμνή απ' όλα τα ψιμύθια κοντά σου θέλω έτσι να ζω και μέσα σου ξαναγυρνώ να βρω του κόσμου την αλήθεια

Σώμα

Το σώμα είναι γυναίκα όλα τ' άλλα αδύναμες καρικατούρες η στροφή του κορμού το αιθέριο λίκνισμα το μισάνοιχτο στόμα και το βλέμμα αιχμηρό με μια υπόσχεση πληρωμένη  και ανεκπλήρωτη εργαστήριο ζωντανών φαντασιώσεων όλα είναι δυνατά όλα γίνονται απτά στα χέρια σου κι αδημονούντα μια δύναμη μυστήρια που ξεκινά και καταλήγει μέσα  κρυφά φανερώνεται κάθε λίγο πότε από δω πότε από κει σκευή του πόθου του έρωτα αρματωσιά τα σίδερα λυγίζουνε κι όλα υποκύπτουν για να περάσετε όμορφα πόδια ντυμένα με κοχύλια πολύχρωμα θρόισμα φουστανιού που ανασηκώνεται στο πέρασμα αρώματα λεπτά λιγωτικά από χαμηλά που αναδύονται χέρια που δουλεύουνε στα έργα της ανάγκης και στα έργα της χαράς ω πάλι σ εσάς όλη την ουσία εμπιστεύομαι να τη μεταλλάξετε σε ασυγκράτητους σπασμούς κι αθανασία

Αντανάκλαση ΙΙ

Μερικές φορές αντί να παραδοθώ στην αργία και τη σχόλη κάθομαι και θυμάμαι όλους τους απόντες μάλλον αυτοπροσκαλούμενος μεταξύ τους και την μακάρια σιωπή αναμοχλεύοντας βλέπεις η μνήμη είναι κομμάτια που αναπάντεχα ανασυντίθενται και νέα αίφνης εμφανίζονται ως παλαιά κι άλλα που λες πως έχουν ματαγίνει κάτι ακίνητα πυκνά από σκέψη απογεύματα σε ζεστά μάρμαρα με τις ακτίνες να τρυπώνουν κάτω απ΄τις γρίλιες ανάρμοστα κινούμενος γυμνός και αφελής χωρίς ήχο ούτε τραγούδι μόνο του τέτιγγα το μονότονα καθησυχαστικό του ξύσιμο άδεια  η ανηφόρα άδειο το βουνό ο ιχνηλάτης μνήμονας αναπάντεχα μονοπάτια ανακαλύπτει ταχτοποιώντας όμορφα ένα λεπτό μπλουζάκι στο συρτάρι από αυτά που φοράς όταν αργά μεσάνυχτα τα φώτα μακρινά στο υγρά σου μάτια ρευστά αντιφεγγίζουν

Η αντανάκλαση

μπροστά στον καθρέφτη προβάρω τα ρούχα σου ένα ένα θέλω να φορώ, τα μαλλιά σου θέλω να ταιριάζω, το άρωμά σου να αναπαράγω και μία ταινία άγρια άνθια στον αστράγαλο κι όλο να βλέπω στο είδωλο και να ζαλίζομαι κι όλο να πιάνω το λεπτό το ύφασμα και να τανύζομαι κι απ' το γλυκό σου αναστεναγμό όλα απ' την αρχή πάνω σου να ταιριάζουνε στου απόλυτου την οδύνη τόσο που να τρομάζει κανείς πως θα χαθεί τόσο ωραία το εγώ μέσα σε μια γλυκά μεθυστική κι εθιστική αντανάκλαση

χείλη μεστά

τα μεστά πορφυρά χείλη τα έχω εδώ απαλά με αγγίζουνε κάθε βράδυ και γλυκά τα θωπεύω με λόγια ζεστά κι ερωτικά θυμιάματα καίοντας λάδι καυτό η σάρκα μου υποφέρει γλυκά καίγομαι και  παραληρώ αχ είναι τόσο κοντά μου σχεδόν τα νιώθω απαλά κι έπειτα ν΄απλώνονται επάνω μου παντού άγγιξέμε, κράτησέμε κάνεμε δικό σου το ξέρεις πώς ξέρεις πόσο το ποθώ' κάθε βράδυ έρχεσαι κοντά δεν έχεις φύγει ποτέ τόσο που δεν ξέρω πια να ξεχωρίζω το είναι από το θέλω κι όλο τρελαίνομαι σ' αυτόν τον κύκλο μ' αρέσει να θέλω υποφέροντας και να υποφέρω θέλοντας κι όλο έρχεσαι κι όλο μετράω επάνω μου να το το στόμα το πορφυρό μου στέμμα το πιο γλυκό μου φτιαγμένο από σύννεφο απαλό κι αποθυμιά ατέλειωτη

σπίτι στην ακτή

Το σπίτι στην ακτή τα παράθυρα ανοικτά ολάνοιχτα στον κόλπο κι ένα κορίτσι στο περβάζι με το φρούτο στα χείλη το όψιμο ζαχαρωμένο πετώντας φλούδες στους γλάρους από τα χείλη οι σταγόνες δροσερά κι ένα αεράκι να εισχωρεί απαλά κι ανεπαισθήτως φουσκώνοντας το στήθος με υποσχέσεις φιλιά που θα έρθουν το σπίτι αυτό βλέπει στο βάθος και κατοικείται από αόρατα σχήματα ίσως και να μην είναι ψυχή ίσως μέσα του να πάλλεται κάτι δικό μου και δικό σου να κατεβαίνουμε τα σκαλιά το απόβραδο να γυρίζεις να με κοιτάς καθώς φορά τη μάσκα και λικνιζόμενη περαιώνεσαι στο ακύμαντο ξάφνου είμαι εγώ στο παράθυρο και βλέπω εμένα που σε βλέπω κρατώντας σημειώσεις προσεκτικά μην τυχόν με την άμμο σκορπίσει το όραμα μιας μέρας που αφήνει τη θέση της στο ίδιο της το περίγραμμα που ζω με αυτό

Εποχές

Εποχές γυναίκες που αλλάζουν ρούχο σχήμα και φερσίματα πριν προλάβει να περάσει το καλοκαίρι θ' ακολουθούμε στη σκοτεινή γραμμή της σελήνης πόσο ανόητα ξεχνάμε διαγράφοντας κύκλους περπατώντας επάνω σε καυτή άσφαλτο μέχρι την ακτή εισπνοή εκπνοή σαν αγώνισμα επιβίωσης δεν μου αρκεί στο γυρισμό πεθύμησα που ανεβαίναμε γεμίζοντας άμμο τα σεντόνια αλατισμένα μέλη περνώντας με τη γλώσσα την περιφέρεια των λείων πόθων όλα είναι ενθύμηση σάλιο, πέτρα και ιδρώτας το μωρό το βρέφος που βυζαίνει ο έρωτας το πάλεμα η κλίνη κατεβασμένα ρολλά και το απόβραδο που έρχεται στο ζεστό υπνοδωμάτιο όλα είναι ελαφρά σαν αέρινη μνήμη αιωρούμενη και όλα γίνονται απτά μόνο μέσα από τα χέρια σου μαλάζοντας τον κορμό τα φύλλα υγρά βγάζοντας μέσα ρίζες εισχωρώντας όλο και πιο βαθιά στην πηγή καιρός της άνθισης και των καρπών όλα στα χέρια σου όμορφα καμωμένα και σωστά