Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2018

Επιβαίνοντες

Επιβαίνοντες στον πολλαπλά οριζόμενο χρόνο θα γυρίζω με το βλέμμα φορτωμένο τα λαμπρά σκοτεινά σημάδια του έρωτα χωρίς υποσχέσεις πια' όχι λόγια για τα λόγια ώσπου να στίψω κάθε καρπό που γεννά ο λόγος και να μείνει μόνο ο πυρήνας ν' αποθέσω μέσα σου τη νέα μου σπορά έλα και τύλιξέ με σφιχτά πέφτω νικητής μέσα σ ένα ερεβώδες σκοτεινό και θερμό πέρασμα χάνοντας και ξανακερδίζοντας το δικαίωμα ν' ανοίγεται κάθε φορά ένας καινούριος δρόμος ν' απαλλαγούμε απ' όλα τα περιττά μόνο ο πυρήνας όλη η πορεία μιαν ανάσα κι ωστόσο μακριά ατέλειωτος δρόμος κι εμείς οι επιβαίνοντες οι μοναδικοί επιζώντες στο ολοκαύτωμα που ορίζουν τα μέσα κρυμμένα άγια και μυστικά που δεν φανερώνονται στον καθένα πολλοί περάσανε τα ίδια μονοπάτια και δεν κομίσανε παρά μονάχα την ίδια τους τη ματαιότητα ξέρω πως όλα αυτά μια μέρα ξέρω από τώρα κι αυτή τη γνώση μέσα σου καταλύω την ψυχή και το αίμα στα σπλάχνα σου μεταλαβαίνοντας

Λύτρωση

Τα Σάββατα ν' ανοίγεις τις πόρτες και τα παράθυρα να καλωσορίζεις το φως με φειδώ κι αγάπη να βγαίνεις έξω να εκτίθεσαι στον κόσμο δεν αξίζει σου λέω μακριά απ΄την αρένα και πώς με κουράζουν με τις φωνές με τις πόζες ένας κόσμος καδραρισμένος πιο δίπλα παρατημένα κορμιά χιλιάδες πατημασιές και μόνο μια βροχερή μέρα για να ξεπλύνει το πλακόστρωτο μην εμπιστεύεσαι όσους υπόσχονται δίνε αυτό που έχεις αντί να περιμένεις ανεπίδοτα και ψεύτικα το αληθινό σου λέω είναι αυτό που δεν φωνάζει δεν καμώνεται δεν πολιορκεί δεν εισέρχεται με βία απλώς ρέει αργά αργά σαν μια μικρή πηγή μ ένα φυλλαράκι για τάσι μικρή είναι η πηγή αθέατη σχεδόν μα το νερό της ξεδιψάει λες και περιμένει τα χείλη σου να σκύψεις και σαν λύτρωση μέσα σου αβίαστα να χυθεί

Εύθραυστη

Και τότε σηκώθηκε κι είπε έναν μικρό μονόλογο σαν να είχε σκεφτεί και προβάρει τα λόγια καιρό πριν είπε, η στιγμή είναι εύθραυστη το ξέρεις θέλει προσοχή πολλή και δεν μπορείς αχ δεν μπορείς παρά να κυλήσεις να διαβείς μαζί της κι έτσι να περάσεις από τη μια μεριά στην άλλη γιατί η στιγμή δεν στέκεται δεν συλλογίζεται υπάρχει μόνο γιατί υπάρχουμε κι όπως περνάει περνάμε γι' αυτό σήμερα θα γελάω κι ακόμα θα έχω τη γεύση σου σαν ζωντανή ανάμνηση αναπαράγοντάς τη μέσα στο λαβύρινθο του νου πάλι και πάλι ως την επόμενη φορά πρόσεχε λοιπόν τη στιγμή σιγά και σιωπηλά είναι εύθραυστη όπως κι εμείς

παλιοί ταξιδιώτες

Ένα φιλί μόνο που πάει κι έρχεται και φεύγει ξανά το σώμα που γερνά και βαραίνει που ασφυκτιά μέσα στο ίδιο του το δέρμα ένα φιλί μπορεί να σηκώσει όλο το βάρος των περασμένων ημερών κι οι νύχτες ντύνονται φωτεινά στολισμένα παράθυρα άλλοι γυρνάνε άλλοι που δεν φτάνουν ποτέ δεν ζήτησα πολλά κι ούτε μου δόθηκαν βλέπω τώρα μέσα στα μάτια μου τη ζέστη από έναν ήλιο που δεν έχει ακόμα φτάσει αλλά ξέρω πως είσαι στο δρόμο κι ο δρόμος είναι καλή συντροφιά γλυκειά απαντοχή για τους κουρασμένους μακρινούς παλιούς ταξιδιώτες

Να μιλάς

Να μιλάς για μας να γελάς για μας να φιλάς, ν' αγαπάς να μιλάς Να γυρνάς σε μας να μη σταματάς να κυλάς, να σκορπάς να μεθάς Να πονάς για μας να 'σαι όπου πατάς να σκιρτάς σαν και μας να περνάς Να μιλάς για μας να γελάς με μας να φιλάς, ν' αγαπάς να μιλάς

Ξαναγυρίζω

Μαύρο τίποτα δεν σταματά αυτή την κάθοδο αίμα μαύρο πηχτό τελευταίες σκέψεις σπασμένες θολές όλου του κόσμου το σκοτάδι πλάκωσε το στήθος πνοή καμία όπως όταν έρχεται κανείς με ξάφνιασμα στο μεταίχμιο ζωή και μη ζωή κλειστό δεν μπορώ να βγω θέλω να γυρίσω ακόμα για λίγο ακόμα ελπίζω κι εκεί που λέω πάει αυτό ήταν αφήνομαι και στο σκοτάδι που ήρθα ξαναγυρίζω

μόνο λέξεις

Δεν μιλάμε για να μιλάμε δεν είναι η ζωή κουβέντα να γίνεται πόσα νοήματα χαμένα μέσα στον ακατάσχετο ορυμαγδό των λέξεων όμως μόνο αυτά έχουμε αν λέω τώρα σ' αγγίζω και μέσα μου κυλάει ένας ζεστός ποταμός πάει να πει πως δεν σ' έχω αν λέω το γλυκό σου στόμα με κυνηγάει σαν άηχο όνειρο σε σκοτεινά δωμάτια τότε δεν είμαι μέρος του ακόμα και στ' όνειρο επισφαλές έρχεσαι λίγο φεύγεις το πιο πολύ αδιανόητο το πόση απόσταση μπορεί να εγκαθιδρύσει το κρύο δεν το' αποδέχομαι και το πολεμώ με λέξεις που ΦΩΝΆΖΟΥΝ λέξεις που ασθμαίνουν που αισθάνονται για λογαριασμό του σώματος αυτές είναι τα αισθητήριά μου τις αποθέτω απλά για να ζεσταίνουμαι μαζί τους

σ΄αυτή τη ζωή

υπάρχει ζωή; πριν υπήρξε ποτέ' κάτι άλλο εκτός από νεφελώματα αναμειγμένα υγρά σκοτάδι και πόνο όπως ξεκινά σαν κάποιος να πετάει το νήμα κι αν καταφέρεις και το πιάσεις κάνεις το πέρασμά σου ένα δυο βήματα αδέξια στην αρχή κι έπειτα με γνώση καμία ή σοφία μόνο με τον έρωτα πασχίζει η ψυχή ν' ανέβει πιο πάνω' μια ιδέα τον έρωτα που δεν ξέρει από ιδέες η μόνη αλήθεια που ίσως νιώσει κανείς προτού γλιστρήσει με μια άφωνη έκπληξη όπως έκανε είσοδο σ' αυτή τη ζωή

νέος θεός

Είναι μια μέρα καλή βρίσκω ξανά όλα στη θέση τους απλά και ξάστερα ήλιος λαμπερός που έλειπε καιρό όμορφο χαμόγελο γλυκό πόσα απλά πράγματα πόσο απλά  ούτε μεγάλα ταξίδια ούτε ωκεανοί κι απέραντες αποστάσεις μέχρι το μικρό απίστευτο καφέ αν απ' τη γωνία ξαφνικά προβάλεις σαν μια ταινία όλα μα όλα κυλούν από κείνες τις παλιές αμερικάνικες που τα κορίτσια θροϊζοντας τα φουστάνια τους στην περασιά τους κι όλη η γειτονιά γεμίζει χρώμα και φως χείλη  γλυκά ίσα που πήρα μια γεύση ήδη, δες, χορεύω δεν περπατώ πού να σας είχα μονάχα εδώ δικά μου ίσως και να πετούσα τότε σαν νεαρός θεός στον  ουρανό

όσοι πιστοί

όσοι πιστοί προσέλθετε όσο ακόμα ο μετρονόμος χτυπάει το πικρό και το γλυκό γυρίζουν στη γλώσσα η μνήμη της γεύσης μνήματα και σημεία έξω απ' τον κύκλο σσσσσσ σκοτάδι και όνειρα ακαριαία διαπερνούν μπερδεμένα τοπία εκκωφαντικά κενά κι αναχωρητές αυτοί είναι οι δρόμοι μου κι αυτές οι αιτίες όσοι πιστοί ας πορευόμαστε εν ειρήνη και αγνοία σαν αθώοι κι ανυποψίαστοι αμνοί σαν το καθαρό νερό

Ουρανός

...κι έχοντας προσκολληθεί σταθερά σε ένα σημείο σ' ένα χρονικό αποτύπωμα που έχει σάρκα με προκαλεί κάθε μέρα' σαν ένα σταυροδρόμι απ' όπου πρέπει να περάσεις ή μία διάβαση χωρίς σηματοδότη ένα ποτάμι έρχεται σταθερά ή μάλλον η ανάμνηση μίας θάλασσας των βράχων το αψύ άγγιγμα να απλώνεσαι ' εκεί επάνω σχεδόν Δεκέμβριος όχι ότι έχει σημασία όπως ποτέ δεν είχε εξάλλου απλώς αρκετά ώριμοι πια με το βάρος της επωνυμίας είναι δύσκολο πια αν όχι και ακατόρθωτο να χλευάζεις το χρόνο στέκοντας σαν τον ακροβάτη μήτε πίσω να μπορείς να πας αλλά και πόσα βήματα απομένουν από την άβυσσο στα δύο ημισφαίρια παραμένω προσηλωμένος με τη δύναμη του πιστού που ξέρει όμως γιατί πιστεύει όχι από αδυναμία αλλά από ταύτιση βαθιά από την κατάργηση του διχασμού που φέρνει ηδονή και τελειότητα χαρά και απόγνωση περίφερε λοιπόν μ' επίγνωση και πυρετό και με μάτια που κοιτάνε βαθιά ένωσέ με απ' τα χείλη σου κατευθείαν στον πιο βαθύ ...

επικίνδυνα

ξέρεις πως διαρκώς με κάθε τρόπο μπαίνεις και γυρίζεις μέσα μου χωρίς καμία προσπάθεια κατακτάς κάθε μου ανάσα το σώμα μου δεν μου ανήκει αυτό που πιάνω δεν είναι δικό μου καταλαβαίνω ότι όλα είναι στη θέση τους βρίσκονται στο χώρο τα μέλη αυτά κινούνται τα χείλη τα δάχτυλα στο κρεσέντο και στην παύση αλλά δεν είναι δικό μου το 'χεις κάνει κατοχή και τώρα πια δεν υπάρχει και δεν νιώθω ποτέ καμία έλλειψη πώς να λείπει ό,τι φέρεις εντός τόσο που καμιά φορά δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις την αίσθηση γιατί όλα μα όλα είναι το ίδιο αισθητά κι αληθινά και μου δίνεις ω, μου δίνεις απέραντη χαρά όπως το μυαλό μου το γαμάς τόσο απόλυτα κι εξαίσια με επικίνδυνη παραφορά επικίνδυνη που είναι τόσο αληθινή

τα σπίτια το χειμώνα

κι ενώ κατεβαίνω στην αγορά βλέπω τα σπίτια να στολίζονται όλοι σαν να ετοιμάζονται για μια γιορτή αν δεν μου μιλάνε τα σπίτια δεν θα  μπορώ ν' αναγνωρίζω ούτε τους ανθρώπους το άγγιγμα που εκκρεμεί είναι στιγμές ανεπίδοτες αποτυχία αποστολής μηνύματος μαζεύουμε φόρα κάτω από τις ρίζες μας για την ώρα που θα εκτιναχθούν οι χυμοί από τα φύλλα προς το παρόν συγκεντρώνουμε βροχή και φως για να μπορούμε μετά να το πλάσουμε πάλι από την αρχή στο σκοτάδι με τη μυστική μας συνταγή που κατέχουμε καλά καλά καμωμένη δική μας πυρωμένη σιγοκαίει στην αγκαλιά σου που περιμένω

επαίτες

Οι επαίτες της Πράγας κάμπτουν το σώμα τους δεν κοιτούν στα μάτια το βλέμμα υπονοείται κι αυτό ίσως είναι πιο σκληρό κι αδέκαστο απ' τον πιο άμεμπτο κριτή κρύβουν και φανερώνουν μαζί ίσως πάλι να μην είναι παρά μια επιτηδευμένη σκηνοθεσία τα πολλαπλά προσωπεία μας τόσα και τόσα φορεμένα που δεν ξέρουμε πια αν υπάρχει κάτι αληθινό από κάτω ή χάσκει αδιαφοροποίητο και αύταρκες το απόλυτο κενό δεν δείχνουν τα πρόσωπά τους γιατί δεν έχουν μάτια το βλέμμα συγκροτείται από μνήμη προσπάθειες αγώνες νίκες και ήττες αφίξεις και απουσίες

define

Γι' αυτούς που γίνονται όλα και το καταλαβαίνετε ποτέ δεν καταλαβαίνετε ό,τι και να πω ποιος θα μ' ακούσει ποιος θ' ακούει σε πέντε σε δέκα σε δεκαπέντε πρέπει αυτό ακούγοντας συνέχεια μέσα στο κεφάλι μου σαν τα αρχαία καύκαλα' των ανασκαφών που σκάνε μύτη στο αιώνιο φως ένα αποπνικτικό μεσημέρι κι όσοι έρχονται ακάλεστοι στον ύπνο τα σπίτια ανοίγουν διάπλατα δεν ωφελεί το κλείδωμα κανέναν δεν ωφέλησε ποτέ [που είσαι, αν έχει νόημα να το λέω] σαν τα σκυλάκια που βγάζουν το κεφάλι τους χαρούμενα έξω από το παράθυρο έτσι να ζούμε αρκεί; είναι κι αυτό το σώμα που βαραίνει γαμώτο και κάμπτεται στάσου ίσια μην καμπουριάζεις πώς να λέω στα παιδιά μου γι' αυτά που δεν έκανα ούτε δάσκαλος ούτε οδηγός μου δώσανε να πλοηγήσω κι εγώ που δεν ξέρω καν τι είναι μια πυξίδα που δεν διαβάζω χάρτες που ευχάριστα μονάχα ξέρω να χάνομαι κι όσο συσσωρεύονται οι λογαριασμοί δεν θ' αυξάνει πάντοτε αυτή η πίστωση η ζωή ξεπληρώνεται με λή...

Σαν εσένα

Οι μέρες  κλείνουν σ' ένα σύννεφο γκρίζο που πέφτει βαρύ σε μια νάρκη βυθίζονται όλα στην κοιλιά της γης μόνο τα μάτια δε λένε να σταματήσουν ν' αντιφεγγίζουν το φως που θα μας φέρει πάλι μέσα σου  αν ανοιχτώ έτσι να τα καταχτήσω όλα πάλι λέω στο αναπάντεχο ξάφνιασμά σου να με δέχεσαι σαν την ακτίνα [που σχίζει το θολό τοπίο σαν το γλυκασμό  απ' τη δαγκωματιά αίφνης και το γλυκό αγκάλιασμα [που ζεσταίνει το σκοτάδι σαν την ήρεμη γραμμή των χειλιών αυτών που δεν ήρθαν μάταια σαν τον έρωτα των φαντασμένων την ανεμυαλιά των ονειροπόλων σαν εμένα  που περιμένω τη στιγμή να γίνω πάλι σαν εσένα

Αναπόληση

Να φέρουμε πίσω το καλοκαίρι παιδιάστικα να φερόμαστε' και αστεία χαμογελώντας και κλαίγοντας' την ίδια στιγμή λυτρωτικά διαμαντένια δάκρυα κύλησαν στα μάτια μου κι ήταν τόσο αβάσταχτη η νοσταλγία όλα ξαναγυρνάνε κάποτε σε φως ένας μεγάλος γυάλινος πύργος όπου μέσα του παίζουμε σε δωμάτια κλειστά απ' έξω κυλάει η ζωή με κορίτσια που γυρίζουνε από τη βόλτα τα μάτια  με τα χρόνια γίνονται βαθύτερα οι άνθρωποι βαθαίνουν πηγάδια ανοίγονται από την άλλη μεριά του ουρανού ένας ήλιος αντιφεγγίζει και μακραίνει τα βλέφαρα σκεπάζουνε του κόσμου τη σκόνη' και το δάκρυ' γίνεται μια μαύρη γραμμή λεκιασμένη στον ορίζοντα για να διαθλάται το φως όσα μάτια' τόσα ουράνια τόξα και γλυκά πικρά χαμόγελα των αγαπημένων από μακριά

Κοίταξα

Κοίταξα μέσα απ' τις κόχγες μικρές, ξεκούρδιστες χαραμάδες που αφήνουν οι μέρες του Νοέμβρη σαν έργα σύντομα, ημιτελή ή σαν κορμοί που ανοίγουν  με τα χρόνια ανάλγητα και χαίνουν κι είδα πόσο πιο όμορφο  όσο πιο κοντά το έχεις εκείνο που από μακριά θαυμάζεις και προσέχεις μια ανέμελη αφέλεια το βλέμμα παιχνιδιάρικο και το χαμόγελο γλυκό που απλόχερα σκορπίζεται αυτά κι άλλα πολλά που μόνο το σώμα με τους πόρους του αναγνωρίζει και παραδέχεται μου λείπουνε τώρα καιρό  κι όσο δεν τα 'χω είμαι ένα κάτι που ούτε σωστό το λες ούτε καλά καλά και ζωντανό μηχανικά περνώντας από το βράδυ  στο πρωί μόνο που εσύ εύκολα μπορείς  όλα αυτά να τα συντρίψεις και μέσα σου να μετουσιώσεις σε μια ηλιόλουστη θάλασσα ακύμαντη ήρεμη και γλυκιά όπως μετά τον έρωτα που προσδοκά

Πιο πολύ

το σώμα ένας κορμός πάνω του χαράζονται οι μέρες μία μία πιάσε με το χέρι σου χαρτογράφησέ με τώρα που μπορούμε διάτρεξέ με τώρα που έχουμε ένα στόμα για το νερό για το φιλί που μέσα σου σταλάζει γυναίκα όλος ο χρόνος μέσα σου καταλύεται μόνο εσύ δίνεις τη διάρκεια κι αλίμονο, το ξέρεις όλοι εμείς αδαείς με τη λατρεία του πιστού στα τρυφερά σου χείλη βρίσκεται όλη η γνώση πόσο μάταιος κι όμορφος είναι ο αγώνας στο μικρό σου δαχτυλάκι εναποτίθεται το άπειρο της λατρείας μόνο εσύ μπορείς με γλυκά χάδια και με θωπείες υπόγειες να ανασύρεις το κάθε τι που μετράει και μετριέται στο ρυθμό που δίνεις στο διαρκές και ασίγαστο γυναίκα' μέσα στον πόθο γεννημένη δείξε μου πέρα απ' τα όριά μου μίλησέ μου για τον πόθο που σε καίει κάνε μου αυτό που δίνει ζωή και το ξέρεις πως όλα τ' άλλα μάταια μόνο αυτό που σου ανήκει κάνε το δικό σου πάλι και να μου λες μέσα στη ζάλη πόσο  το θέλεις κι ακόμα πιο πολύ

το σώμα της ψυχής

και παλεύω τώρα πάλι με εικόνες και το κορμί που βγάζει κραυγές βουβές προεκτείνεται σε ύψος και βυθίζεται ως το πιο μαύρο σκοτάδι απλωμένη επάνω στα βράχια από την κορφή ως τ' ακροδάχτυλα τανύζεσαι με τον ήλιο δεν καίγεσαι μα η ουσία σου φλεγόμενη σφύζει γύρω σου μια δύναμη ζωική όχι το φοβερό αυτό το σθένος της καταστροφής ένα θέλω  μόνο που ενώνει και δημιουργεί δεν λέω ανοησίες ξέρω πολύ καλά έμαθα πια και το ξέρω πόσο το νερό έχει ανάγκη να σμίγει με το νερό γλυκό βάσανο και τιμωρία' πάρε την παραίσθησή μου' και κάνε την το δικό σου παιχνίδι στην πέτρα και στο κύμα οι αναπνοές μου είναι δικές σου στα δικά σου χέρια οι ώρες χάνονται τα λεπτά εξαφανίζονται και ούτε πόνος ούτε λύπη προσμονή ή ανάγκη καμία όλα διαλύονται διαχέονται στο πουθενά και παντού μη μου ζητάς να το λέω πόσο ανόητο να περιγράφεται ό, τι είναι έξω από χώρο ούτε ένα ούτε πολλά τι να πω για τον συγκλονισμό της ψυχής του σώματος ή του σώματος της ψυχ...

τάχθηκα

δεν έχω άλλο παρά του έρωτα το σθένος όλη μου η ύπαρξη μπορεί να διακυβεύεται αίφνης σ' ένα λουράκι στην τοξωτή καμάρα από τις μπαλαρίνες σου στο φωτεινό σου φόρεμα με χάρη και αέρα σαν σε τυλίγει όταν το χέρι μου γλυστρά στην καμπύλη της μέσης με μια παρόρμηση στη φαντασία μου όλα να τ' αφαιρείς και σαν θεά αχ, να με δέχεσαι μέσα σου εγώ να υποτάσσομαι εκούσια στο πρόσταγμα του πόθου σου γυναίκα κι ακόμα περισσότερο να μετρώ τους σφυγμούς ν' ανεβαίνουν κι όλο πιο κοντά κι όλο πιο ψηλά κι άλλο να χρειάζεται πάντοτε όμως να μη σε φτάνω το κορμί μου να τανύζεται μέχρι να σπάσει και πάλι να υπάρχει κι άλλο για να σε φτάσω όταν όλα διακυβεύονται από το χθόνιο έρεβος του σώματος που μαίνεται εγώ σκιά του τάχθηκα απλώς ν' ακολουθώ με την αφή και με το στόμα σαν νιογέννητος

Ηξερες

ήξερες πως θα γυρίσεις ήξερες πως θα 'ρθει βαριά η ώρα της επιστροφής με τα λευκά κρίνα των αποσιωπημένων αποχαιρετισμών με τον αχνό της ανάσας στη σκοτεινή αυλή ήξερες για τα κρίνα που ντύθηκαν τ' αποφόρια της πρωινής γιορτής και το μεσημέρι έστεκε στο δρόμο με την άρνηση του ακούσιου αναχωρητή με μια γραμμή στην άκρη των χειλιών που πάσχιζε να ξακρίσει ένα χαμόγελο ήξερες πως ο ακίνητος χρόνος θα νικούσε στο τέλος κάθε μάταιη αντίσταση παραλληλόγραμμες ζωές κι η φρίκη του να βλέπεις πως η γραμμή τελειώνει κι άλλο ταξίδι πια δεν έχει παρά μόνο το αντίστροφο του γυρισμού ή του αποχωρισμού και τούτοι που περιστοιχίζουνε πόσο μάταιοι επαναλαμβανόμενοι αν δεν μπορείς μαζί μου να κλειστείς σ' ένα δωμάτιο που θα ΄χω ζεστάνει από τα πριν εκούσια ν 'αρνηθείς το παράλογο που εγκυμονεί εκεί έξω πώς λες ν' αντέχεται αλλιώς αυτή η καταβύθιση στου κάθε Νοέμβρη τη γρήγορη νυχτωσιά...

Καταφύγιο

Μια μέρα ακόμα είναι ίσως πολύ η κάθε στιγμή δεν μετριέται πολύτιμη μικρή κι όμως χωράει τα πάντα όπως εμείς στο ελάχιστο που μας αναλογεί μα τι σημασία έχει αν τυλίγεσαι πάνω μου ασπίδα μου για τον χειμώνα που όμορφα θα γλυκαίνεις στα μεθυσμένα σου μάτια όλα θα διαθλώνται και θα περνάνε εύκολα οι νύχτες γρήγορα το φως θα κάνει τον κύκλο του και πάλι μέσα μας θα καταλύσει για αυτό μη σε νοιάζει αν οι δείκτες πέφτουν βαρείς στα λίγα λεπτά που το σκοτάδι λεπτό διαχέεται ετοιμάζεται ένα μαγικό σκηνικό κι η αυλαία ανοίγει για να παίξουμε αψηφώντας την κρύα νύχτα που έξω λυσσάει σαν το αγρίμι που δεν έχει σκέπη κι ούτε καμιά καταφυγή

Φάρος

Τώρα που οι ώρες λιγοστεύουν οι μέρες ληστεύουν το φως βγήκα σήμερα πρωί κι ονειρευόμουν με τα μάτια ανοιχτά πως είχε απλώσει απέναντι τα ολάνθιστα κλωνάρια της η αμυγδαλιά όμως τώρα τώρα Ορφέα θρηνείς για το πιο βαθύ σκοτάδι που βγαίνει μέσα απ' τις ψυχές των αλησμόνητων ξέρω τώρα γιατί όταν το τελευταίο φως διαλύεται σε αναρίθμητες διαβαθμίσεις της φωτιάς που όσο πάει και λιγοστεύει ξέρω γιατί το φως αυτό' ακολουθώ και πάντοτε θα το 'χω μέσα μου σαν φάρο ζωντανό μια  σύνοψη πυρακτωμένη πριν απ' το πιο αδιαπέραστο' ακίνητο σκοτάδι

Κυριακές

Μονάχος περπατούσα σαν ξένος προχωρούσα δεν γνώριζα κανένα ακόμα ούτε και μένα Σαν κύμα με παράσυρες, ζωή... Σ' ευχαριστώ που με κρατάς να μη χαθώ Σ' ευχαριστώ που θα γελάς να μην πονάς να μην πονώ Νυχτώθηκα στο δρόμο και κουβαλάω στον ώμο της μοίρας μου το ρούχο και το γινάτι που ΄χω Χειμώνες, σαν τα χρόνια μου βαρείς... Σ' ευχαριστώ που με κρατάς να μη χαθώ Σ' ευχαριστώ που θα γελάς να μην πονάς να μην πονώ Σ' ευχαριστώ... που κάθε τόσο έχω ανάγκη να σου λέω πως σ' αγαπώ...

Ευλάβεια

υπνωτισμένοι σε ομόκεντρους κύκλους γυρίζουμε γύρω από έναν εγωτικό άξονα οι μέρες φύγανε σαν πουκάμισα που φορέθηκαν φόρεσα πάνω μου όλη την οδύνη των μίζερων λίγων πώς να ανθίσει μια ζωή όταν συνθλίβεται στον συν και το πλην πρέπει ν' αποδείξω όχι δεν πρέπει ένα ανιστόρητο φαύλο σενάριο μόνο στα χέρια σου στα πολύχρωμα φορέματά σου και στ' απαλά σου χείλη ξανά θ' ανακαλύπτουμε τη δυνατότητα το γήινο και θερμό με το άγγιγμα μόνο με αυτό μπορεί να ενανθρωπιστούμε μόνο με άνευ όρων παράδοση στα υγρά περάσματα μπορεί να βρούμε ένα πέρασμα προς τα μέσα γιατί το λεύτερο είναι μέσα το ωραίο δεν είναι καμωμένο με λέξεις κορίτσια κι αγόρια στους χυμούς η ζωή μεστώνει ένα ώριμο κατακόκινο φρούτο που λαχταρώ να γευτώ στα βελούδινα χείλη μάτια μου δεσμώτης σου και λυτρωτής εισέρχομαι να μυηθώ στην κρύπτη σου ευλαβικά ερρώμενος

λέξη που δεν λέγεται

ας μην προσδεθούμε έτσι χαλαροί και ερρώμενοι ν' απογειωθούμε ο ένας στον άλλον αβίαστα παραδομένοι και ξέφρενα ανεβαίνοντας επάνω σ' ένα σύννεφο υγρές σταγόνες κι ατμοί ανάσες που καίγονται το μέσα που γίνεται σεισμός και ξεπετάγεται το πέτρωμα σκληρό ένας ολάκερος φλεγόμενος ήλιος καταλύεται οριστικά κάθε σκοτάδι όλο το κρύο οπισθοχωρεί ηττημένο γελώντας ανεβαίνουμε χωρίς φτερά μόνο με τη χαρά και την ορμή του ζεις γιατί ζω κι εγώ μαζί γεμίζοντας, θεέ μου, τη ζωική σου δύναμη που εκστατικά ακολουθώ δυνάστης και λυτρωτής μου ω, πιστεύω καταλύω στην αγάπη μένω στο ένα συντρίβοντας το τίποτα σημαίνον σώμα λέξη που δεν προφέρεται παρά μονάχα υψώνεται μαζί μου

9:30 μ.μ

εννέα και μισή γυρνώντας στο δρόμο όλα φαίνονται σαν να ρέουν η μουσική μια γλυκιά κι απροσδιόριστη ακολουθία ήχων και ρυθμού ίσως αυτή να είναι τελικά η λέξη κλειδί ρυθμός τόσο εύκολα χάνεται και με αναμονή πάλι βρίσκεται ο ρυθμός έρωτας  αντίδοτο στο παράλογο της διάρκειας της μη διάρκειας αδιάφορο μόνο όταν με την πλήρη απώλεια της αισθήσεως πληρούται κάθε αίσθηση όταν με τον εναγκαλισμό των μερών εις όλον δημιουργείται ενότητα όταν υπερβαίνοντας το μεταίχμιο πάθος υψώνεται ο άνθρωπος το θλιβερό σάρκινο προσωπείο σε ψυχή αθάνατη όταν με την υπέρβαση του εγώ φθάνω ακέραιος  σε σένα κάθε τι άλλο ή αλλιώς περιττό
στα ηδονοβλεπτικά μου καρέ στέλνω πρόσκληση και με υποσχέσεις φειδωλές ίσα να εξάπτεται το μέσα μας ως το σημείο ζέσης του βρασμού και της οδύνης της ψυχής που είναι το σώμα αυτό που είναι αφέντης και δυνάστης σκληρά τιμωρεί τις υπάκουες καρδιές πρόθυμα να δίνονται στο κάλεσμα αυτό που επιτάσσει τη μια στιγμή κάνε με δυνάστη σου την άλλη σκλάβο σου πρόθυμο και με χαρά θα εκτελώ τα τετελεσμένα των αισθήσεων με υπαινιγμούς θα κινούμαι' μέσα από ακίνητα στιγμιότυπα σκηνοθετώντας τον ίδιο τον πόθο μου ως τη στιγμή που όλα καταλύονται με ίδρωτα και πόθο υγρό αναβλύζοντας

Γλυκύτης

Στενά της Πράγας λιθόστρωτα από αναρίθμητα πατημένα βιαστικά πέλματα ή άλλων φωνακλάδων, χυδαίων που βρίζοντας κι ασχημονώντας καταπατούν και καταπατούν ο ήλιος πέφτει με φοβερήν ορμή θα έλεγα πως βάζει σημάδι με μανία μέσα στ' απογεύματος το ύστερο και μ' ένα φως άγαρμπο που δεν ξέρει το λείο το βρεμένο βότσαλο το ηλιοβασίλεμα στ' ακροθαλάσσι αυτό είναι το μέτρο μας κι όχι τ' αψιδωτά τεμένη που σκίζουν βίαια το θόλο αυτό είναι το μέτρο μας ο σμιλεμένες πέτρες κι οι λόφοι σαν γυναίκειοι κόρφοι τα χωράφια στις πλαγιές με τις ελιές στο χρώμα της ίριδας και τα βαθμηδωτά αμπέλια βήμα το βήμα θέλει να φτάνει ο άνθρωπος στο θεό λίγο λίγο να μεστώνει ο έρωτας στα χείλη όχι να σκάει σαν βόρειος παγωμένος ποταμός αλλά πού να ξέρουνε αυτά τα μεγαθήρια τι μέλι βγάζει η υπομονή και τι αποστάζει η αργή γλυκύτης όπως αυτή που τερπνά σχηματίζεται στα δύο σου μάτια μέσα

χίμαιρα

Σ' έναν τόπο άλλον ποιον που χωρίς διαζώματα άνισα επίπεδα ένα τοπίο μη τόπου δεν μπορώ να το αποτυπώσω δεν έχω δα την ιδιοφυία και με νικά η ζάλη το ακατανόητο των πραγμάτων ο φόβος των αριθμών πώς τρέχουν έτσι οι αποφάσεις ξεπερνούν τη διάνοια σταματήστε να κατέβω νομίζω πως θα καταλήξουμε στον πάτο αν ίσως αν με ήλιο με φως να μας αγγίξει λίγο λίγο παραπάνω να θερμάνει το μέσα μας να φωτίσει μάτια που κοιτάνε δίχως να βλέπουν ατενίζοντας στο τεχνητό ανυπέρβλητο ένα μικρό φωτάκι μια ζεστή γωνιά δυο κορμιά κουλουριασμένα να προφυλάγονται απ΄τη χοάνη της χίμαιρας μέρας

Όπου

Όπου κι αν σ' αφήσω θα γυρνάς σαν μια έρημη μπάντα σαν θλιμμένη μπαλάντα στα όνειρά μου σαν "θα μείνω εδώ για πάντα' Παλεύω με το χρόνο να σταθώ και πατώ στα βήματά σου επάνω γυρνάω κάθε βράδυ στη σιωπή μια θαμπή αλήθεια που δε φτάνω Όπου κι αν σ' αφήσω θα γυρνάς σαν μια έρημη μπάντα σαν θλιμμένη μπαλάντα στα όνειρά μου σαν "θα μείνω εδώ για πάντα' Δεν έχω εγώ κλειστούς λογαριασμούς άσε αυτούς και έλα εδώ κοντά μου να ψάξουμε για νέους ουρανούς φωτεινούς ν' απλώσω τα φτερά μου Όπου κι αν σ' αφήσω θα γυρνάς σαν μια έρημη μπάντα σαν θλιμμένη μπαλάντα στα όνειρά μου σαν "θα μείνω εδώ για πάντα' Όπου κι αν σ' αφήσω θα γυρνώ ταξιδεύουμε αιώνια με λιακάδα και χιόνια στην καρδιά μου σ' έχω πρώτη θέση χρόνια!

Ήλιος του Οκτώβρη

Δεν είναι τόσο ανόητο να σου ζητώ να μου κρατάς το χέρι μόνος μου έφτασα ως εδώ για να μπορέσω  μια μέρα να χαράξω ένα νοητό σημείο μια γέφυρα που να σε φέρει κοντά μου είμαι κάτι από το χρόνο σου ένα σημάδι από τα βήματά σου οι σκέψεις που κάνουμε τα παράλληλα μοναχικά βράδια άλλοι  ζούνε ζωές παράπλευρες κι ούτε νόημα ούτε σκοπός μόνο επανάληψη μια σταθερή πορεία προς το ναυάγιο του χρόνου εμείς γεννηθήκαμε μέσα απ' τον έναν ξεπήδησε ο άλλος νέος και λαμπερός σαν ήλιος του Οκτώβρη εμείς με την επίγνωση του τίποτα που μας περιβάλλει που μόνο με το σώμα έρχεται εις όλον εμείς έντιμοι δεν κοροϊδεύουμε τον καιρό γιατί φυλάμε πολύ καλά αυτό που μας μέλλεται από λίγο να το γευόμαστε σάρκα μου από τη σάρκα σου δεν μου άφησες το άρωμά σου και τώρα παραπαίω σαν κλαδί γυμνό από φύλλα στον άσκοπο αέρα που με χλευάζει γιατί  δεν ξέρω πώς να ζω παρά μόνο σαν χάντρα σ...

μείνε

ώσπου να ρθει η βροχή μείνε η καρδιά μου γυρνά σαν τρελή ανεμοδούρα κρυφά να γλιστρήσεις καθώς ετοιμάζομαι για τον ύπνο για τα νέα όνειρα ώσπου τα σπασμένα κλαδιά να γίνουνε πάλι λευκές κορδέλες στον πρωινό ουρανό μείνε να περάσει αυτή η βαριά καταβύθιση στο ακούσιο σκοτάδι γεννηθήκαμε στην αμμουδιά δυο βότσαλα στην απεραντοσύνη του νερού είμαστε υγρά τοπία σώματα που ρουφάνε το αχανές κι αναπαράγουν το ένα ξανά ενωμένο ώσπου να ξημερωθούμε σ' έναν υπήνεμο κύκλο χέρια πόδια χείλη μείνε σαν μικρό μου αξεδιάλυτο μυστήριο σαν μαρτυρικά γλυκιά ηδονή του πόνου σαν το κεντρί το γλυκό του έρωτα μείνε

Το παιδί

Το παιδί τα μακριά μαλλάκια σου περνώντας απέναντι στο δρόμο με τη διακριτική προστασία παρήγορη σκιά της μαμάς δεν ωφελούν οι συμβουλές κανέναν αν ίσως έκανα μια επίκληση στον αέναο δυνάστη το χρόνο να μείνεις παιδί ποια η χροία να μεγαλώνει κανείς να μεστώνει ν' ανθίζει και να μαραίνεται σαν τα γηραλέα ζευγάρια που δεν ξέρουν πια γιατί πατούν στα ίδια βήματα σπρώχνοντας τη μία μέρα πίσω απ' την άλλη ίδια κι απαράλλαχτα σαν σκιάχτρα στη βεράντα και τοποτηρητές της ζωής των άλλων ποιος ο λόγος παρεμβολές φυτοζωούντων ζόμπι μια οικτρή επανάληψη έως το θάνατο μείνε παιδί! ούτε βήμα παραπέρα τι θα κερδίσεις δρασκελώντας το κατώφλι του οικείου του αγαπημένου κορίτσια μου θρηνώ ώρες ώρες για σας για τα όνειρα που έμειναν όνειρα ή κακοφορμίζοντας ή λοξοδρομώντας προς το αναγκαίο το εφικτό το πρέπον ή μη ξέφτια που πέφτετε από τα κοριτσίστικα προσκεφάλια και χνούδι παιδικό δέρμα απαλό σαν  πούδρα μωρουδίστικη μισώ ό,τι παλιό πα...

Το αποκορύφωμα

Το αποκορύφωμα να μην έρχεται ποτέ μη βιάζεσαι μη θέλεις να βι-άζεσαι δίνω όλα όχι ένα, πέντε, δέκα όλα, ακούς; να μην υπομένεις ποτέ το λίγο μην αναπαύεσαι στο πολύ μονάχα όλα το μόνο μέτρο στέρεα πατώ και το λέω κι ας πενθώ τ' απομεινάρια του απόμακρου φωτός σε πείσμα του καιρού άκου εσύ, χρόνε χρόνε ανόητε που δίνεις και παίρνεις μαζί σε πείσμα σου θα ζήσω το αναπάντεχο θ' αντέχω στο κρύο θα ρουφάω μέσα μου αμέτρητες θάλασσες θα σε περιφρονώ καυλώνοντας στα χέρια της γραπώνοντας τη ζωή που μου ανήκει στους μηρούς της κι όταν αποκάμω θα πέσω σε ύπνο βαθύ και ήσυχο σαν παιδί χορτασμένο τη χαρά το παιγνίδι  - που δεν είμαι - θέλω να γυρίσει πίσω σήκω- πέσε-σήκω τι είναι πριν τι μετά; ποια είναι η σειρά δεν βλέπεις, μας κορόιδεψαν τίποτα δεν είναι τακτοποιημένο, σαν να λέμε μόνο να χαθούμε λέει σε μια λούπα τρελή στόμα με στόμα στο αεικίνητο μισή ανάσα πριν το αποκορύφωμα και πάλι στο ίδιο σημείο σώμα/σημείο

ύστερος ήλιος

Οι στιγμές του ενδιάμεσου κρυφές ελπίδες αναζητώντας το ανυπέρβλητο να μην ξεχνάς υπάρχω όπου κατοικείς εισχωρώ σαν τη σκόνη τον  δροσερό αέρα κι αν μπορώ να γίνομαι το σεντόνι και το σκέπασμα ο χώρος μου ανοικονόμητος δεν μου ανήκει δεν υπάρχει δικό μου αν μέσα στην αναμονή ο χρόνος μια αδιάλυτη ουσία δεν μοιράζεται μην προσπαθείς να τεμαχίζεις το πριν και το μετά τώρα αν μπορείς στο πλευρό μου ο χώρος είναι το σημείο να έρχεσαι να υποδέχομαι κι έτσι να μπορώ να αφαιρώ μεμιάς όλες τις φροντίδες για λίγο στην ακμή του χρόνου έτσι καλύπτεται το ενδιάμεσο κι όλα αρχίζουν πάλι και κυλούν απ' το σημείο που αναδύονται σαν μικρές νησίδες που τις σκεπάζει το νέο κύμα κι όμως ξέρεις πως κάτω εκεί η ζωή προετοιμάζεται γυμνή ν' ανέβει πάλι και λαμπρή στο πρώτο φως του ύστερου ήλιου

Εικόνες

Ένα καράβι στο βυθό που όλο μου λέει δεν μπορώ και μου μιλάει για σένα ένα καράβι ξεχασμένο που 'χει το άλμπουρο σπασμένο και ξενυχτάει για σένα Έχει μια θλίψη που γερνά από ταξίδια μακρινά και έρχεται απ΄ τα ξένα σαν τα κοχύλια τα παλιά που αγκαλιάζουν τα σκαριά που 'ναι ναυαγισμένα Και καθώς φεύγει η Κυριακή ξαναγυρνάω πάντα εκεί χλωμό, γλυκό φεγγάρι να καθρεφτίζει τη σιωπή μέσα στα μάτια που 'χα δει μια νύχτα του Φλεβάρη Ένα καράβι αληθινό που 'χει  πονέσει όπως εγώ γαλάζιο μονοπάτι φέρνει στο νου μου τις στιγμές μικρές χαρές μοναδικές στο κρύο μου κρεβάτι Αν δεν σε δω πώς θα μπορώ γυρνώντας πάλι στο κενό να κλείσω απόψε μάτι κι αν δεν σ' αγγίζω στο νερό κορμί, ψυχή μου εκεί θαρρώ θα λείπει αυτό το κάτι Αυτό το κάτι που αγαπώ να το κρατάω μυστικό στο άδειο προσκεφάλι σαν μια εικόνα που κοιτώ μοναχικά στο κινητό και ζεις μαζί μου πάλι Και καθώς φεύγει η Κυριακή ξαναγυρνάω πάντα εκεί χλωμό, γλυκό φεγγάρι να καθρεφτίζει ...

Ενεστώς

Σε θέλω σε χρόνο ενεστώτα χωρίς περιττές ευκτικές, προστακτικές χωρίς άλλους προσδιορισμούς κλίνω μόνο το σώμα στο πρώτο πρόσωπο μόνο ρήμα ακόμα ίσως και χωρίς υποκείμενο το θέλω δεν θέλει άλλη έγκλιση καμία βουτάω μέσα σ' αυτό κάθε μου βράδυ φεύγω από τον κόσμο ζω μόνο στον κήπο των φαντασιώσεων καίγονται τα δάχτυλά μου να μου τα σβήνεις μες το στόμα σου λιγότερο ζω κάθε μέρα μετά όλο και λιγότερο πες πως υπάρχουμε αλύτρωτα κορμιά πες μου πως θα ξημερώνουμε ο ένας για τον άλλο μη μου λες άνοιξε κι έλα λάθος: ανοίγεις και είσαι κι ό,τι είσαι γίνομαι κι ό,τι δίνεσαι το ενδύομαι εγώ που δεν αντέχω άλλο ρούχο παρά το διάχυτο εγώ σου από τ' ακροδάχτυλα ως τις ρίζες των μαλλιών εκεί σιμα στη μυτίτσα του αυχένα τίποτα περιττό τίποτα όλα απαραίτητα όλα σε έγκλιση οριστική

Το σπίτι

Το σπίτι αυτό που το χει η μοίρα του να μένει αδειανό δεν είναι άδειο ούτε κενό δεν θέλω να πάω αλλού γιατί είν' εδώ μόνο εδώ ό,τι αγαπώ δεν έχει ψέμα μισές αλήθειες ούτε θυμό η αγάπη είναι παντού με συντροφεύει απ' το πρωί μέχρι να πάω να κοιμηθώ το σπίτι μου απλό σαν το νερό που σε αγκαλιάζει όπως εγώ χωράει μόνο την αγάπη κι ό,τι δικό σου το ποθώ ζει με τον έρωτα τον ήλιο τη βροχή αλλάζει όμορφα στις εποχές όπως εσύ κι εγώ το σπίτι μου είναι τα ρούχα σου τα αφημένα εκεί κι εδώ είναι η γλυκιά σου μυρωδιά που τόσο λαχταρώ είναι ο ήλιος κι ο αέρας όλα όσα μετά πάντοτε νοσταλγώ είναι οι υγρές οι αναμνήσεις το αρμυρό το δέρμα το χρώμα το ζεστό το σπίτι είναι η αλήθεια σου όλα εσύ που λείπεις κι είσαι εδώ

Συγχώρεσα

Συγχώρεσα κι αγάπησα εμένα και τώρα σ' άλλες θάλασσες τραβώ αγάπη μου δεν πήγες στα χαμένα ζωή, που σε λησμόνησα καιρό Έρχεται κάποτε η ώρα κι όλα ξαναγυρνάνε στου καιρού τη σκόνη την αλήθεια και τη μπόρα κι όλη η ζωή αρχίζει κάπου αλλού δίχως αναβολή πάρε με τώρα πάμε στην αλητεία τ' ουρανού μαζί με τα φεγγάρια του χειμώνα παιδιά καραβοκύρη ταπεινού Συγχώρεσα κι αγάπησα εμένα και τώρα σ' άλλες θάλασσες τραβώ αγάπη μου δεν πήγες στα χαμένα ζωή, που σε λησμόνησα καιρό Κι ύστερα στο ταξίδι σαν διψάσεις θα ναι πηγή  το σώμα και νερό που σου 'φερα στα χείλη να βυζάξεις όπως το πρώτο γάλα το μωρό κι αν πέσουμε σε ξέρα και στο κύμα μη με αφήσεις μόνο να χαθώ κράτα εσύ γερά στο πρώτο βήμα κι εγώ μέσα σου απλά θα βυθιστώ Συγχώρεσα κι αγάπησα εμένα και τώρα σ' άλλες θάλασσες τραβώ αγάπη μου δεν πήγες στα χαμένα ζωή, που σε λησμόνησα καιρό

μισό είδωλο

Το αλλότριο σώμα όταν αποκόπτεται δεν είναι δικό μου δεν το θέλω έτσι ξένο μου φαίνεται και φορτικό χωρίς το άλλο μου μισό αν δεν γίνεται ένα δεν είναι κανένα αν δεν μοιράζεται αν δεν ενώνεται απλώς το κουβαλά κανείς και τότε μα την αλήθεια βαραίνει γίνεται βάρος και πλαδαρός βρόχος καταποντίζεται μέσα στην ίδια του την ύλη όταν δύο δεν υπάρχει τίποτα περιττό όλα δένουν συντονίζονται ναι, θα το πω έτσι πεζά αλλιώτικα δεν γίνεται τα σώματα ποθούν διάδρομοι γίνονται και των ψυχών οι γέφυρες δυο ψυχές δεν υπάρχουν για να γαμιούνται αλλά για να υπάρχουν

γλυκό πικρό

Αλλάζω με τάξη και σειρά τις μέρες  σαν πουκάμισα πλυμένα ένα για κάθε μου φορά με αδειανά μανίκια κρεμασμένα Δευτέρα το μαύρο με πουά που μου 'φερες στο σπίτι κάποια μέρα και τ' άλλα που φυλάω καθαρά σαν να φοράω επάνω μου εσένα μα όταν με μιας απαλλαγώ απ' όλα όσα με σφίγγγουν μαζεμένα κορμί μου, μόνο εσένα θα φορώ τα πιο ακριβά δικά σου καμωμένα κι έτσι μες το ημίφωτο απαλό με στόματα και χέρια ενωμένα θα σμίγουμε στον έρωτα θεό και θα 'ναι όλα απ' αγάπη καμωμένα κι αυτό ένα τραγούδι είναι μικρό σαν τις στιγμές μας άγουρο κεράσι που άωρα του κόβουν τον καρπό και μέσ τη γλύκα η πίκρα έχει περάσει

Απόσταση ασφαλείας

Απόσταση ασφαλείας από την αναχώρηση του αποκαλόκαιρου με τη γεύση βανίλια παγωτό στον ουρανίσκο από τα αποφέγγαρα λιμνάζοντα στις ακμαίες νεροποντές τα ξέφτια του Αυγούστου στην αντανάκλαση ένα φως που παραπαίει κι όμως μέσα του αυτό το καλοκαίρι δεν πενθεί δεν νοσταλγεί μόνο συλλέγει προσεκτικά και μεθοδικά τοποθετώντας στο τραπεζάκι τα άδεια κουτάκια των ενδιάμεσων στιγμών για να αντέχει το σώμα που κάμπτεται το σώμα που απλώνεται κατακρατώντας φιλί νερό και αλκοόλ ονειρεύεται τις νέες σκοτεινές επάλξεις βραδινά πρόωρα γέννας τρυφερής τρυφερά τα αγγίγματα από δω και στο εξής που μετρώνται με το πέρασμα στο βαθύ βραδινό το χέρι σου στο χέρι μου επιτακτικά δοσμένο όσο ποτέ άλλοτε αυτό δεν είναι υπόσχεση το φωτεινό σου σημείο έχει τη μυρωδιά της ζωντανής σάρκας που ενώνεται σε αιώνια ψυχή

Γυναίκα στο κράσπεδο

Γυναίκα στο κράσπεδο δεν καταλήγουν όλα όπως ξεκινούν ήταν στην αρχή καλά μια ωραία μέρα έγινε λυγμός και πόνος τον βλέπω στο βλέμμα σου βουβό κι απορημένο που δεν ήθελες τίποτε άλλο παρά μια ήσυχη βόλτα Κυριακάτικη στη θάλασσα (καταραμένες Κυριακές) ας μην παραπονιόμαστε κάποιοι δεν θα φτάσουν ποτέ κάποια παιδιά θα κρατούν ένα άλλο χέρι και με πόση χαρά θ' αφήνουν το σώμα να δέχεται το υγρό το χάδι γι' αυτό  ας αφήσουμε τη μέρα και μαζί της να προχωρήσουμε η θάλασσα είναι κοντά μα κάποτε ο καιρός κόβεται σπάει και θρυμματίζεται με πάταγο και δεν ξαναπατάς ποτέ το πόδι σου  στ' άγριο βότσαλο ας βουτήξουμε  σώμα με σώμα κι άσε με  προστατευτικά' να κλείσω το στήθος σου στις παλάμες μου να φυλάξω για πάντα τους γλυκούς καρπούς του όψιμου καλοκαιριού μας Από το 1972. Προσέξτε τη μουσική την αισθητική και τον Bowieκό εν γένει τρόπο. Mέσα στην χαζοχαρουμενιά των 70's και την...

Το γυάλινο κλουβί

Ακολουθήστε με τρυφερές κοφτερές μου σκέψεις γυρίζοντας ολοένα σαν θηρία μέσα σ' ένα γυάλινο κλουβί εκτεθειμένες στο άβολο φως του ύστερου καλοκαιριού μέχρι που θα πέσει η πρώτη βροχή κι η άμμος θα σμιλευτεί σε λάσπη τα ρυάκια θα φτάνουν  ψηλά από τα βουνά μέχρι τα πιο χθαμαλά  υπόγεια ευτυχώς γι' αυτό θέλω να είμαι ψηλά να μην παρασυρθώ να μην παρασυρθείς από αυτή τη νεροσυρμή λίγο πριν  σβηστεί η ποθητή γραμμή από το swimsuit αλλά ας είναι θα φορέσεις πάλι τα μακρινά φορέματα διατηρώντας όλη  την απόχρωση του καλοκαιριού ας κλείσει όλες τις πύλες του ο καλός καιρός ας μαζευτούν οι ομπρέλες και τα βράχια να μείνουν να κοιτούν τη μολυβένια θάλασσα καθώς οι περαστικοί θα σφίγγουν πάνω τους το φθινοπωρινό πανωφόρι γιατί μέσα μου κρατάω τα ζεστά φιλιά κι ανασκάπτοντας  τα βρίσκω όλα ανέπαφα ό,τι είπα δεν είναι παρά η αλήθεια πως κάθε για κάθε μία ξεχωριστή φορά μπορώ να υφα...

If

Αν θέλω να κλάψω λίγο είναι για το φως που γλυκά σβήνει είναι που φοβάμαι μην ξεχαστώ σαν καλοκαιρινά σανδάλια με την άμμο στα δάχτυλα είναι που περπατώ και νιώθω διάφανος αστικά τοπία που λιώνουν στο απόβραδο και τα μπετά λευκότερα ένα μεγάλο νησί γυμνό στο βραδινό προσκλητήριο οι νεώτεροι μόνο συνεχίζουν να στροβιλίζονται στα μεταίχμια των εποχών ανίδεοι, λαμπεροί πώς άλλωστε θα γινόταν κατάρα πρέπει να διαθλώνται όλα μέσα μου να διυλίζομαι να είναι ο καθρέφτης του καθενός που καίει μέσα μου σαν θερινός πυρετός αν κλάψω λίγο ήσυχα και σιωπηλά είναι που νιώθω  κάτω απ' το δέρμα μου το αχ και το χαίρε του ενδιάμεσου που μου δόθηκε σαν ευθύνη να κουβαλώ στο γύρισμα των εποχών Respect...

δάχτυλα

γυναίκα στο νερό με τις θηλές σου να τρυπούν εκκωφαντικά το λαμπρό φως του μεσημεριού κύμα το κύμα έρχομαι όλο και πιο κοντά σου κλείνοντας στον κύκλο της αγάπης όλη τη βαθύτερη επιθυμία γιατί δεν είναι μόνο μια στιγμιαία έκλαμψη ή μια βουτιά στο μέσα υπέροχο κάνουμε έναν δικό μας κόσμο φτιαγμένο από έρωτα και αρμυρό νερό άνοιξε τα χέρια σου αγκαλιάζοντας όλη τη θάλασσα σε μια δρασκελιά σαν τον εξερευνητή ακολουθώ πιστά τις φυσαλίδες κι εμπνέομαι στη ρότα σου λίγο ακόμα λίγο ανέμελο καλοκαίρι ζητούσα κι εσύ με χόρταινες πλουσιοπάροχα σε καιρούς μίζερους πώς γίνεται κανείς να τα έχει όλα πόσο φοβάμαι μη θυμώσουν οι θεοί κι οι δαίμονες από την τόση χαρά που αβίαστα ρέει απ' τα μουλιασμένα μου δάχτυλα Με τον μαυλιστικά λικνιστικό ήχο ενός απ΄τους jazz masters της  Blue Note...

Όταν

Όταν απλά κι αναπάντεχα αβίαστα' είναι τόσο φυσικό να ξυπνώ πλάι σου και σαν το νερό το σώμα σου να ζητώ όταν με οδηγό ένα απλό θέλω έτσι να βρίσκεσαι ποθητά κι ανεξιχνίαστα χωρίς καμία άλλη διεργασία παρά με την αφή σαν την κίνηση ν' απλώνεις και να κόβεις ένα γλυκό φρούτο να μένουνε περισσότερο αυτές οι λιγωτικές διαυγείς στιγμές ένα καλοκαιρινό απόγευμα που δεν υπάρχει λογική κι εξήγηση ό,τι οδηγεί από μόνο του μικρά διαλείμματα όχι όταν αναζητώντας το άρωμα στα σεντόνια στο νου περιπλέκεται αγαπημένη ακαταστασία τι να το κάνω όλα να μένουν στη θέση τους άοσμα λευκαντικές μέρες χωρίς την αρμύρα του πριν την εύοσμη αποπλάνηση το ήρεμο μετά όταν όλα αυτά θα είναι πάλι δικά μας δεν θα γυρεύω σχήματα ούτε θ' αναζητώ στα περιγράμματα των αληθειών μη λήθη μου δείξε μου μη μ' αφήνεις να λέω κάνε με πράξη μην μ' αφήνεις να λιμνάζω στη σκέψη όταν είσαι δεν χρειάζεται άλλο τίποτα πια

Χαρούμενες θλιμμένες

Χαρούμενες θλιμμένες γιορτές όλα κάποτε καταλήγουν στη σωστή τους θέση έχοντας αποσβέσει την ανταπόδοση του χρόνου απλώς συμβαίνει όταν βρίσκεσαι στο κέντρο κι αλίμονο δεν αντιλαμβάνεσαι όλην αυτή τη διεργασία την απίστευτη δίνη των πραγμάτων που ωθούν προς το ένα αναπάντεχα το μοναδικό αποτέλεσμα απλώς ζεις το σενάριο και στο σενάριο γράφεις το σενάριο όντας ήρωας και συγγραφέας μέρες γιορτής χαρούμενες θλιμμένες πώς γίνεται γίνεται τα κομμάτια όλα ενώνονται δεν μπορεί διαφορετικά κι έτσι οι γιορτές περνάνε κι έτσι η διάρκεια είναι μια αντανάκλαση σαν να βουτάς μέσα σου στο πηγάδι που σκάβεις λίγο λίγο μια ζωή η μνήμη είναι η μόνη ζωή και το απτό του έρωτα άγγιγμα είναι η μόνη χαραμάδα που ανοίγει μεταξύ αρχής και τέλους γι΄αυτό τραγουδάμε χαρούμενα θλιμμένα στις γιορτές γιορτάζουμε και πενθούμε και στο ενδιάμεσο χανόμαστε στον έρωτα

Η αγάπη

Οι ομπρέλες θα κλείσουν τα ώριμα φρούτα θα μαραίνονται στο χώμα αλλά εμένα η αγάπη μου ξαναγυρνά ακόμα ο αέρας θα κοπάσει ταινίες εποχής παλιά σινεμαδάκια - στους ώμους ζακετάκια - κι εμένα η αγάπη μου χορεύει σαν τα στάχια οι ταξιδιώτες θα γυρίσουν το χαλάκι της εισόδου στη θέση του και πάλι και μένα η αγάπη μου θα μου γελά στο προσκεφάλι στο σπίτι πια δεν θα χει την άμμο που φέρναμε στα μάτια το αλάτι μα εμένα η αγάπη μου θα χει να φέρνει κάτι και το σταφύλι το γλυκό τα ράκη του θ' αφήνει τα στερνά τραγούδια στις σπηλιές με τα καζάνια εμένα η αγάπη μου με στόλισε κοράλια ο κόσμος στο μπαλκόνι του με το φεγγάρι πια δεν θα μιλάει εμένα η αγάπη μου όλο γλυκά φιλιά θα μου κερνάει οι μέρες θα περάσουνε οι εποχές κυκλωτερό χορό θα στήνουν χέρι χέρι κι εγώ θα λέω αγάπη μου έλα να κάνουμε άλλο ένα καλοκαίρι

Κύμα

Ζω με επιμονή σ' αυτό το αυγουστιάτικο ενδιάμεσο ίνα κριθώ και ομολογήσω κάτω από το κοφτερό τόξο των ματιών σου και μήτε ποταμός να ριγήσει το σώμα μήτε δέντρο να κουρνιάσει η ψυχή αυτό τον αύγουστο κλείνω τα φύλλα κι ατενίζω μέσα βαθιά ώσπου η μέρα πάλι να ξορκίσει όλο τον φόβο μέτρησα ώρες πολλές που δεν απάντησα κανέναν κι ένα ξερό κρύο τύλιξε την καρδιά μου πρόωρα φρούτα του καλοκαιριού που ξεραίνονται στον ανήλεο φως αν ήξερες αλλά ξέρεις κι ίσως αυτή η γνώση να χιμάει κατά πάνω σαν σαλεμένος νοτιάς να σηκώνει το φουστάνι σου κι επίμονα να ζητά ένα πέρασμα ακριβό αν δεν το ξαναβρω θα μείνω για πάντα στην όχθη σαν σπασμένο κοχύλι στο κύμα παραδέρνοντας

Χαρά

τι καλά που είναι πόση χαρά στα μικρά πράγματα παίζοντας με την πλαστική μπάλα βόλτα με τον μπαμπά στο στάδιο δεν πειράζει κι αν είναι λίγο στα παιδικά ματάκια όμορφα, γελαστά υπέροχα διαλείμματα μια μπαλίτσα τόση δα απ' το περίπτερο να και μια λαχτάρα για παιχνίδι ένας καλός γλυκός λόγος απ' τον μπαμπά και να! πώς γίνεται η βόλτα πανηγύρι ούτε φανταχτερά ούτε πολλά ούτε απ' τα καλύτερα ας είναι απ' τα φτηνά δεν θέλει πολλά σου λέω η χαρά συγγνώμη αν στη ορμή μου πάνω άφησα έναν λεκέ να 'χεις μωρό μου ψήγματα επάνω σου μικρά η ανάμνηση του ρούχου στις ίνες του θα χει να λέει κάτι από μένα στα κρυφά και μιαν υπόσχεση απλή για την υπέροχη που έρχετα στιγμή που ξεχειλίζει η χαρά!

Polaroid

don't wanna go anywhere μόνο στον κλοιό του κορμιού σου να δεθώ υποδόρoια με έλκεις το νιώθω πως επικίνδυνα ρίχνομαι μέσα σου δεν είναι τόπος άλλος μια κλωστή που δένει διαδρομές γνωστές σπίτι λεωφόρος δουλειά στάδιο σούπερ βραδινό επεισόδιο η ζωή αλλού διαφεύγει διαρκώς όσο θυμάμαι ενεργοποίηση απενεργοποίηση είναι καλό δεν είναι ας στεκόταν λίγο στάσιμος ο πλάνητας χρόνος ο καιρός ένα συνεχές παλίρροια άμπωτις πού θα σε βγάλει ας στεκόταν για λίγο να ζήσουμε λίγα κλικ σαν πολαρόιντ που κάποτε' θα μας ανακαλύπτουν την αφόρητη κοινοτοπία μου αφιερώνω σε όσα αύριο θα ναι ήδη χθες

λίγο λίγο

γλυκό μου μελισσάκι πόσο όμορφα με βασανίζεις κεντάς τρυγώντας το νέκταρ κι όλα τα πέταλα ανθίζουν για σένα όλα γυρίζουν τους μίσχους των για να είναι στο δικό σου κύκλο το πέρασμά σου αφήνοντας την απτή σου ουσία έπειτα τα έπιπλα τα ρούχα το φως κι οι σκιές σάμπως να ρηχαίνουν όλα τυλίγοντας σ' ένα  ουδέτερο νήμα δουλειά σπίτι αθλητικά καλάθι με ψώνια ανοίγω συχνά όπως είναι ομολογημένο τα συρτάρια μου αναζητώντας κάτι από αυτή  τη φευγαλέα έκτη αίσθηση μορφή χειρονομίες χέρια αδρά χέρια απαλά μικρά μου χέρια θα γίνω μια μικρή κλωστή στα δάχτυλά σου να με παίζεις κι εκεί που δεν  το καταλαβαίνει κανείς στον κόρφο σου να με κρύβεις έτσι θα ζω ήσυχα κι ευτυχισμένα με τη γλυκιά οσμή  της σάρκας σου που λίγο λίγο όπως μου δίνεται το λοιπό  πρέπει  πίσω απ' τα μάτια μου κάθε βραδιά να το αυγατίζω

Κατ' αρχήν

Ό,τι μου αρνείσαι αυτό και μόνο θέλω ό,τι δεν πρέπει είναι αυτό που ζητώ όλα τα απαγορευμένα γυρίζουν γύρω από τη μέση σου κι εγώ πίσω σου κλείνοντας τα χέρια σε κλοιό όχι προστασίας ή τέτοιες μπούρδες αλλά σε κατάφαση του θέλω του είσαι δική μου πρωτόγονα και κτητικά αυτές όλες οι αντωνυμίες που πολιτικώς ορθώς πρέπει να αποφεύγουμε αλλά, η αλήθεια είναι πως θέλω να σε πάρω θέλω να γίνεσαι δική μου κάθε φορά που ξαγρυπνώ ή τα μάτια μου ανοίγω θέλω να γεμίζεις με φως και να καταυγάζεις στο φως τον έρωτα που μέσα σου πάντοτε έχεις σαν έναν λαμπρό εκτυφλωτικό πυρήνα το ένα η αρχή

Το νερό

Νερό θαλασσινό απομεσήμερο απτό και διάφανο να τυλίξω γύρω σου τα χέρια μου να κυλάω μέσα σου μια αγκαλιά κυψέλη προστασίας με γλυκιά επιθυμία που όσο το θέλει τόσο πιο ωραίο γίνεται να περιμένει γύρισε πίσω στο νερό άφησέ το να σ' αγκαλιάζει ελεύθερη και ρέουσα γύρω γύρω στο κορμί στον συννεφιασμένο ουρανό οι κόκκινες θηλές να κεντούν στο γαλάζιο πόσο θέλω αυτό που θέλω να το βλέπων να το γεύομαι λίγο λίγο έτσι ώστε' να μην έχω ποτέ αρκετό να μην το χορταίνω είναι πράγματα που καμιά φορά ό,τι είναι λεύτερο σαν ένα υγρό τοπίο που τόσο ωραία λες να σε βλέπω μόνο κι αυτό μου φτάνει για να γεμίζω νύχτες ολόκληρες έχοντας ακόμα στα μήλα των χεριών μου  την αφή σου και να τα νιώθεις ακόμα επάνω σου πόσο ωραίο δώρο πόσο με γεμίζει αυτή η αίσθηση πόσο τ' αγαπώ αυτό που αγγίζω κι αυτό που στη σκέψη μου υγρά μεθυστικά αναδεύεται να σ' είχα εκεί να κολυμπάς κι εγώ ένας λάτρης παρατηρητής κάθε σου κίνηση αχόρταγα ν' απ...

Το κορίτσι με το καρέ

Κορίτσι με καρέ το βήμα δύσκολο κι αβέβαιο πόσο ντρέπομαι το βλέμμα σου ν' αντικρίσω η αγάπη της μαμάς θα είναι πάντα εκεί - κι όταν δεν θα 'ναι; - να σε στηρίζει αν μπορούσα αν ήμουν σύννεφο στα χέρια να σε σηκώσω να δεις τον κόσμο με τις δικές σου μικρές δυνάμεις χωρίς να σε κρατά κανείς μόνη σου, έτσι, μαγικά το αβέβαιο βήμα σου τ' αθώα σου μάτια πόσο με κάνουν και ντρέπομαι για όλη την ασχήμια του δύσκολου, απάνθρωπου, εκεί έξω εσύ που πρέπει να ζεις με αγάπη μόνο πήρα τα ψώνια μου βγήκα στο δρόμο κάτι με έκανε να περιμένω να σε δω ξανά να βγαίνεις απ' την πόρτα να διασχίζεις το πλακόστρωτο με τα βλαισά σου ποδαράκια σιγά σιγά και πηδηχτά σαν νεοσσός κύκνος που δεν μπορεί σε  τόπο ασύμμετρο να βρει το πάτημά του αλλά σ' αυτό είναι που βρίσκω την τόση χάρη κι ομορφιά και μόνο με χαράς δάκρυα ζεστά να σ' αγκαλιάσω να σου χαρίσω (αν μπορούσα) της θάλασσας ένα αστεράκι μαγικό μέρα και νύχτα να σε φυλά από το κάθε τι ...

Το μέλι (εις έτη πολλά)

Πώς είναι δυνατόν δυο, πέντε, δέκα λόγια και πάλι λόγια πώς να σου  αποθέσω όλα τα λατρευτικά μου σύνεργα επίθετα, επιρρήματα όταν είσαι η προστακτική μου το γλαφυρό σου γέλιο ρίξε επάνω μου με ορμή και με ζήλο διάθεση και θέρμη ανάταξε την ψυχή μου ω εσύ που μαρτυρείς μέσα στον κόσμο για την αγάπη για τον έρωτα τα πιο υψηλά τα πιο γλυκά και δουλεμένα να σε γιορτάσω μια φορά και πέντε, δέκα ποτέ ποτέ να μην πεις ότι χορτάσαμε κι αποστάσαμε κάλλιο να τρέξω σε σένα ώσπου η καρδιά μου να σπάσει να εξαυλωθεί σαν άστρο και σκόνη να εκραγώ μια φορά μέσα σου κι εκεί οι δυνάμεις μου να με εγκαταλείψουν οριστικά μάρτυρά μου στα χέρια μου να σωθείς κι από μένα νερό κι αλάτι ένα κορμί και στάρι ψωμί γλυκό από μέσα σου το μέλι το ακριβό χρόνια πολλά που το γεννάς κι εγώ που όλο χαρά θα το τρυγώ

Διαρκές

Θα τριφτώ επάνω στο ρούχο σαν το σκύλο να κατευνάσω την κρυμμένη βουβή ανάσα βρίσκοντας ικανοποίηση στο ελάχιστο που είναι τόπος στιγμή κίνηση υπόμνηση όταν σε αγγίζει γίνεται ένα με το σώμα σου αποτυπώνει τη μυρωδιά σου στις ίνες του τις συνήθειές σου ως και τις κινήσεις στον τρόπο που εφαρμόζει σε κάθε καμπύλη στο πέλμα σου στα δάκτυλά σου ω πόση επιθυμία εγκλωβίζει η συνήθεια της αποτύπωσης ως ένα εκμαγείο θεσπέσιων χειλιών που άλλοτε γεύονταν άπληστα της ηδονές της κάθε μέρας κι όσο κι αν ξυπνά το αποτύπωμα τις μνήμες του σώματος ζωντανές άλλο τόσο το αποζητά το αληθινό αγκάλιασμα το εφήμερο που γίνεται διαρκές

Συρμοί

Το τρένο δεν περνά πια το ποτάμι χάνεται στα έγκατα ξερή γη που πονά φεύγουν οι ράγες ξοπίσω μου σαν κυνηγημένα σκυλιά πλατφόρμες που αδειάζουν κορμιά που γεμίζουν οι αποσκευές στοιβάζονται μία πάνω στην άλλη ταλαίπωρες αχθοφόρες ψυχές φαλτσάροντας σε ρυθμό κατατονικό ήμουν μόνος μέσα στον κόσμο σαν σε κακό όνειρο που λες κάπου θα τελειώσει κι όλο μια λούπα εφιαλτική τυφλή όλοι οι αγαπημένοι ξεμακραίνουν φεύγουν όλοι , με χαρά και προσμονή κι ακόμα στις ράγες ν '  ακουστεί το παρήγορο σύριγμα του απόβραδου διερχόμενου συρμού

After moments

Και μόνο που Υποψιάζομαι κάπου Την ύπαρξή σου Τον τρόπο που κινείσαι Και Αναδεύεις τον αέρα Κάτι μέσα   μου Και πάνω μου Κινητοποιείται Το κορμί Που τόσο τέλεια Κουμπώνει στο δικό σου Να παραμένω τμήμα σου Αναπόσπαστο κομμάτι Έτσι ώστε Να μην ξεχωρίζει πια κανείς Τα διαφορετικά μέλη Να γίνουν ένα αμάλγαμα και άνδρας Και γυναίκα   Και κάτι Πολύ πιο πέρα Και μετά από αυτό Ω πόσο το κορμί μου Ποθώ να χαθεί Μέσα σου Και με φωνές και με σιωπές Και με άγριες κραυγές Με χαρά και πόνο Μ’ επιθυμία και μανία Να τυλιχτούμε Σαν σκιές Γύρω γύρω Να γιορτάζω το σώμα σου Όλα να τα βλέπω Καθαρά Αποτυπωμένα Στα δικά μου μάτια Να συμβαίνουν σε μένα Να είμαι θύτης και θύμα Ενεργός Και παραδομένος Και ν’ αφεθώ ν’ αφεθώ Άγια και Καταραμένη στιγμή Της αθανασίας Που διαρκείς τόσο λίγο Και μας   μαυλίζεις έτσι Χαρίζοντάς μας Ένα θεϊκό φωτοστέφανο Που χαμογελά Σαν γλυκύς καρπός Επάνω μας ...