Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2019

νέα

τι θα πει το ακροτελεύτειο το υστερνό θα πει τώρα δεν μιλάμε για προσώρας ες αύριον κι επανιδείν όταν έρχεται το πλήρωμα συμπληρώνοντας τα ένσημα και με χωρίς πολλές πολλές διατυπώσεις βγήκα στο κρύο να νιώσω πάνω μου τον άνεμο να ξυλιάζουν τα χέρια βαθιά χωμένα στις τσέπες προχωρώντας άγνωστος μετ' αγνώστων πάντοτε προχωρώντας κι ούτε τουλάχιστον κάποια μικρή ελαχιστότατη γνώση για τις συνέπειες του ταξιδιού με μοναδικό σκοπό αυτό το προχωρώντας τουλάχιστον κάποτε ίσως ειπωθεί  από κάποια χείλη πως όλος αυτός ο δρόμος ο ελάχιστος δεν πορεύθηκε δίχως κανέναν λόγο όπως τα φύλλα δεν συντρίβονται επί ματαίω εν αγνοία τους προοιωνίζοντας μια νέα άνοιξη

Αγάπη

τα λόγια είναι φυλλώματα πυκνά ή αραιά διαθλώντας το φως είναι οδοδείκτες σε οροσειρές και χαντάκια άλλοτε αρκούν' άλλοτε περισσεύουν οι ευχές είναι λεπτά κελύφη απροσδιόριστων γεννήσεων να τις πάρεις μαζί σου να τις έχεις για βάρος ή παρηγοριά μανάδες με στέρφες αγκαλιές λησμονημένοι σκοποί που ακόμα ωστόσο αχνοφέγγουν στων καιρών την παράταιρη συγκομιδή δεν κάνει μέρες που είναι να λέμε κι έναν καλόβουλο λόγο Παναγιά, στο πιο μικρό και ταπεινό ξωκλήσι υπάρχει ό,τι πιο όμορφο κι αληθινό θυμάμαι με το κερί και με το λάδι ζυμωμένες οι αναμνήσεις αυτές κρατάω το παιδί πάρτε εσείς απ' τα υπόλοιπα σκορπίσματα και συνταιριάστε με κατά πως θέλετε σαν τον μικρό ανυπεράσπιστο Χριστό τον μετανάστη των αιώνων αγαπήστε άνευ όρων αν τολμάτε

ηχώ

τα λόγια είναι ηχώ η μνήμη τους έρχεσαι πολύ πριν να 'σαι εδώ μέχρι που η αφή να υποκαταστήσει όλες τις ατελέστερες προγενέστερες μορφές σου όπως τις έχω εικάσει στο ιδιωτικό μου εύρος που χωρά δυο δάχτυλα πόσο αδύναμοι είμαστε σφηνωμένοι μέσα σε μια σχισμή του χρόνου αξιώνοντας διάρκεια αφελώς αν η καρδιά μου κάνει φάλτσο σ' έναν χτύπο όσο διαχέεσαι κι εγώ μαζί μια ανατριχίλα στο σώμα θα σημαίνει πως κάπου ξυστά αγγίξαμε ένα φάσμα του άχρονου έστω και χωρίς γνώση και καλύτερα μάλιστα έτσι τι ωφελεί να ξέρεις αν βαθιά το παλιό σώμα δεν γνωρίζει χωρίς να μοιράζεται ποτέ αυτή την αλήθεια ας είναι όμως ας ανάβουν τα φώτα έξω και γύρω γύρω απ΄τα παράθυρα πλεχτά στεφάνια εδώ να κλείσουμε τα μάτια μεταλαμβάνοντας νερό και αίμα Σιχαίνομαι τα χριστουγεννιάτικα tunes, αλλά αυτή η γυναίκα τα κάνει όλα ξεχωριστά...

γυναίκα χωρίς μνήμη

γυναίκα χωρίς μνήμη το πρόσωπο είναι μνήμη τι κι αν δεν ονοματίζονται τα πράγματα όλα αποτυπώνονται σε κάθε νεύμα σε κάθε ανεπαίσθητο ρίγος τι κι αν άλλαξε η συνθήκη εγώ σε αναγνωρίζω και δεν χρειάζομαι πολλές διαπιστεύσεις είσαι το νερό που θα μουσκέψει τα χέρια μου καθώς αγγίζω τον πρωινό ήλιο είσαι η ευλογία του να χαράζω μία γραμμή ίσια στη θάλασσα απ΄το παράθυρό μου είσαι η μνήμη του σώματος που στηρίζεται στα κάγκελα η ανάμνηση στους γευστικούς κάλυκες τα βήματα βαριά στην ανηφόρα απόγευμα με τον ήλιο ακόμα ψηλά βλέπεις δεν υπήρξε κάτι που να έμεινε εκτός μνήμης ας μη μιλάς εγώ σ' ακούω ας μη γνωρίζεις σε καταλαβαίνω ας πλανάσαι σ' ακολουθώ σίγουρος ότι όλα βρίσκονται μέσα σου

περιμένουμε

ήταν καλός ο καιρός χαίρονταν οι μέρες μαζί τους όλοι έφερναν από κάτι σαν σε κοινή γιορτή "ποτέ ξανά μόνος κανείς" σαν να ήταν το κρυφό τους μόττο με βόλτες στη λιακάδα που τώρα την αναζητάς και στο ακρογιάλι με γυμνά τα πόδια τότε που δεν μετρούσαν  σε μια σε δύο άλλη μία τώρα εκείνες τις φωτεινές αναμνήσεις τις κρατούν σφιχτά κάτω απ' το μαξιλάρι μην τυχόν και λησμονήσουν πως υπήρξαν καλύτερα άλλοτε προσπαθούν να συμμαζέψουν τα θραύσματα των πρωινών ονείρων στο μεσοδιάστημα βαδίζοντας με μάτια μισόκλειστα ν' ανοίξεις το παράθυρο να κυλήσει το νερό να μπλέκεται η γάτα στα πόδια σου αυτοί δεν σε αναγνωρίζουν γιατί δεν σε ξέρουν όσο κι αν κοιτάζουν βλέπουν ένα μαύρο πηγάδι που δεν ξεδίψασε κανείς ας περάσουν όλοι ας περάσουν όλα στον πρωινό κρύο αέρα όλα ας αποκτήσουν την πρότερη υπόστασή των για τις γιορτές για τις δύο τρεις ώρες του Σαββάτου που περιμένουμε

στολισμοί

ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τις γιορτές όχι από σνομπισμό όχι κάτι τέτοιο αλλά να πώς να το πω απλώνεις και παίρνεις ένα μήλο και νιώθεις το χυμό και τη ζάχαρη στα δάχτυλα και το στόμα δε λες: τώρα θα πιάσω ένα μήλο και τα συναφή μπλέκεις τα δάχτυλα και στέκεσαι κοιτάζοντας  τη σιωπή που είναι αγάπη ίσως γι' αυτό' ίσως επειδή πιο πολύ απ' όλα  απολάμβανε  αυτές τις σιωπές που σαν μήλα μεστά έστεκαν κατακόκκινες σχεδόν σ' ένα παράλογο σκηνικό - γιατί δεν είναι παράλογο το κομμένο μήλο αλλά το τραπέζι -  κι έλεγαν το πιο εύγλωττο σ' αγαπώ αυτά κυρίως του αρέσανε τελικά και στις γιορτές παρ' όλα αυτά καλά περνούσε έτσι όπως χάζευε απ' τα παράθυρα τα πολύχρωμα λαμπιόνια και τα στεφάνια που πάντα  τα στολίζανε έξω λες και  δεν τους αφορούσαν λες και ήταν όλα για να τα βλέπει εκείνος

άλλος

Μέσα στον καθένα μας υπάρχει ο άλλος γνωρίζει αυτά που εμείς αγνοούμε είναι συνήθως διακριτικός όμως, ενίοτε κάνει απρόσμενα την εμφάνισή του εκεί που  δεν τον περιμένεις είναι ο γνωστός μας άγνωστος που τελικά δεν διαφέρει και πολύ απ' αυτό που σκόπιμα αρνούμαστε να βλέπουμε στον καθρέφτη όλοι μας τον απορρίπτουμε όμως σαν παράσιτο που ενδημεί μας κάνει καλό αποτελεί αυτή τη χλωρίδα μέσα στην οποία συντηρείται η αδρανής ουσία που ονομάζουμε ψυχή

οι φωτιές του Δεκέμβρη

στον ύπνο μου γλιστράω στο πιο γλυκό κενό και φωτεινές ηλιαχτίδες διαπερνούν χίλιες μου σκέψεις δεν τις χρειάζομαι αυτές τις λέξεις δεν τις χρειάζομαι που αγαπώ και με μια κούραση ν' απλώνει στο κορμί μου που δεν ξεδίψασες σ' αμέτρητες πηγές παραφυλάν οι ίσκιοι κάτω απ' το κελί μου κι οι μουσικές που ηχούν παράταιρες παλιές ως το σκοτωμένο μου λιβάδι θ' ανοίγω στα χαλάσματα κορφές κι από την κρυψώνα του Γενάρη θα στέλνω απάνω αμέτρητες φωτιές Υπέροχοι!!!

Ένα

Ανοίγω το σακάκι να διαπεράσει το χρόνο μου η νύχτα τα σκοτάδια που έρχονται από μακριά κάτω απ' τις μέρες σας κυλάνε ποτάμια ορμητικά υπόγεια ρεύματα λειαίνουν τις ψευδαισθήσεις των ξένων που λυμαίνονται το κάθε μέσα χαμογελάω στα κρυφά για τις μικρές ανταμοιβές που περιμένουν τα ομορφότερα λιβάδια που ετοιμάζονται στις ομίχλες κι ένα κορμί που φλέγεται από τον ήλιο που 'χει μέσα του φυλάξει όσο να πεις είναι μεγάλο πράγμα απέναντι στο τίποτα που ασχημονεί με ψέμα διαχωρίζοντας να αντιτάσσεις  το σμίξιμο με μια ανάσα χέρια ενωμένα απ΄το ποτέ στο ένα

Οι φίλοι

Οι φίλοι είναι οι αόρατες ασπίδες το αντίθετο του περιττού ό,τι δεν χρειάζεται να ειπωθεί ή να περιγραφεί οι φίλοι δεν στέκουν μπροστά σαν ξερόκλαδα που κρύβουνε το φως είναι κορμοί γεροί να πιαστείς ριζώνουνε κι ευδοκιμούν και στις πιο άγονες  καρδιές οι μέρες δεν βαραίνουν ούτε κι απολείπονται αν χρειαστεί θα χαμηλώσουν κι αν πάλι τα πράγματα το ζητάνε θα ψηλώσουν χωρίς έπαρση όχι παραπάνω απ' όσο φτάνει το μπόι του καθενός από μας οι φίλοι γίνονται πρόσφυγες και μετανάστες εξόριστοι μέσα στα άνυδρα πεδία των μαχών που μαίνονται οι πόλεις τους καλοδέχονται και τα σπίτια χαίρονται από την παρουσία τους δεν κραυγάζουν είτε χαρά είτε λύπη νεύουν κι είναι αίφνης όλα κατανοητά στη ζωής τις αμέτρητες δυσερμήνευτες χίμαιρες

Να σωπαίνεις

Ψάχνω  το σπασμένο παιχνίδι το στρατιωτάκι που του λείπουνε τα χέρια το σκισμένο τετράδιο τις πίσω σελίδες των σχολικών βιβλίων πόσα αφήσαμε στο μεταίχμιο της μνήμης και της λήθης κι όσο πιο μακρινοί  οι απόηχοι τόσο πιο αληθινές οι μνήμες όμως γιατί γιατί θυμάμαι πάντα μ' επιμονή την άλλη μέρα την επόμενη μέρα μέρα ηλιόλουστη μ ένα φως που καίει οι δρόμοι βρεγμένοι χωρίς βροχή κάποιοι με τις μάνικες τα είδα όλα πίσω απ' το τζάμι του αυτοκινήτου Πατησίων γωνία και Κοδριγκτώνος νόμιζαν, οι ανόητοι, πως βρέχοντας την άσφαλτο ξεπλένεται η μνήμη και ξεθωριάζει σαν κάτι καρό πουκάμισα παλιοκαιρίτικα έκτοτε η εικόνα αυτή έγινε μέσα μου η εικόνα ενός παιδιού που πριν καλά καλά σηκώσει το δάχτυλο στον ήλιο έμαθε τι σημαίνει να γνωρίζεις και να σωπαίνεις

ζουζούνι

και να το ξέρεις όλοι υπήρξαμε κάποτε το κορίτσι με τα λυτά μαλλιά το παιδί που παίζει στην πλατεία σχολειό το απόγευμα πόσα χρόνια χωράνε συμπιεσμένα μέσα σε μία kodak με τις θαμπές αντανακλάσεις των πρώτων χειμερινών φώτων πού ν΄' αναζητήσεις στη θάλασσα ίσως στις εθνικές οδούς τα βράδια στα χαρακώματα των σεντονιών στις γυμνές μας ρυτίδες δεν θέλω να μου δείχνεις ό,τι βλέπω με το σώμα γυρίζουμε διαρκώς σ' ένα γαϊτανάκι πιθανοτήτων τι υπήρξε τι θα μπορούσε τώρα σηκώνομαι πια χαράματα κ' αγωνιώ για την κάθε καινούρια μέρα και τα χέρια μου κρέμονται άγαρμπα στο κρεβάτι σαν νεογέννητου λαφιού στραβά κανιά και δεν έχω παρά να ζω θυμούμενος ή να θυμάμαι ζώντας καταναλώνοντας τις ζωές άλλων σε κρησφύγετα φανταστικά μέχρι που οι φωνές των παιδιών μας επαναφέρουν - γιατί έτσι πάντα γίνεται - σε τόπο εδώ σε τόπο αλλού άλλων που δεν γνωρίζω κι έχω μια τρυφερή ανησυχία για σένα που δεν τολμώ να ομολογήσω μήπως διασαλεύσω κι αυτή την εύθραυ...

εφ απαξ

Αν έπρεπε να κερδίσουμε άλλη μια γαμημένη μέρα θα τρέχαμε έξω πετώντας τα ρούχα δεξιά κι αριστερά πετώντας τα παπούτσια θα ξαπλώναμε στον ήλιο βλέποντας κατά πρόσωπο θα γευόμασταν τις πρώτες στάλες ή βλέποντας από μια μακρινή κορφή όλα τα ασήμαντα τόσο ψηλά που να μη φτάνει παρά μια μικρή ηχώ από τον θόρυβο της μέρας θα γινόμασταν ασήμαντοι και δεν θα υπήρχε έγνοια θα έρεα επάνω σου θα γινόταν ένα σώμα να είναι ένα και όχι μείον, διά, παρονομαστής θα έπαυε η γλώσσα να κυριαρχεί το νόημα θα ήτανε στα χέρια στα δάχτυλα στα χείλη αν το ζήτημα επίκειτο ως επείγον προσώρας ας συγυριστούμε μαζεύοντας τα νεκρά κύτταρα τινάζοντας τα σεντόνια και πίνοντας καφέδες σε ανακυκλώσιμα υλικά των μιας χρήσεως των εφ' άπαξ

dark rainfal

So very few things so very few things are real I ve been feeling that I ve been feeling for every human ever what if I become a little more intense a little breakheart for every one for every one I know life is confusing it's getting harder as you try trying to gel along with all this foolish crap but I m still holding on its getting colder its getting older a living thing but I m still hoping to get along oh come embrace me you wicked scream under my bones halucinations still come across me an intense fear keeps me up at nigths that I might get self destructed before you come along evety drop tears me apart its raining dust and darkness as you close your eyes falling into sleep falling under this steep cliff love's over pain come as a relief and comfor me oh my dark rainfal

Spielen

wir spielen als kindern die zeit ist unbeschriebt und alles wissen das es ist kein mehr kein mehr als diese nacht und unbedingt Ich will kommen zuruck deine augen als spielst du diesem melodische worte zeigen die strasse das Ich mus gehen weg 

ακατάλληλα

κι όλο γύρω απ' το ίδιο φωτεινό σημαδάκι τριγυρνώ σαν μέλισσα που πάει τυφλωμένη ίσα επάνω στο φως κι ας ξέρει κι ας μην ξέρει πως ίσως αυτός να είναι ο χαμός της όμως παντού με αρρωστημένη εμμονή θα δω δυο χείλη θα είναι τα δικά σου θα δω μάτια να κοιτούν εταστικά θα δω εσένα και σαν τον παραχαράκτη όλο την ίδια ιστορία σκαλίζω λες και κάτω από τα γράμματα όταν σβήνω το φως θα ψηλαφίζω το δικό σου στόμα λες και αγγίζω το σώμα μου με τα δικά σου χέρια επικίνδυνες εμμονές ολότελα δικές μου κι άλλος κανείς δεν έχει θέση εδώ στο σχήμα που περιμένει για να γεμίσει το κορμί σου

ένα τραγούδι

θέλω να γράψω ένα τραγούδι που να ταιριάζει στα χείλη σου σαν φιλί να μην χρειάζεται τίποτε άλλο παρά μόνο τον εαυτό του θέλω να υπάρχουμε αυτάρκεις και μεθυσμένοι ελαφρώς να βρίσκουμε μόνο το δρόμο απ' το ένα κορμί στο άλλο θέλω να βραδιάσει νωρίς για να  έρθεις ν' αναδυθείς μέσα απ' το διανυκτερεύον κέλυφος των ξεχασμένων καλοκαιρινών σκιών θέλω να σ' επινοήσω και ν' αποτύχω οικτρά αναπαριστώντας το πάθος μου σε άπειρες κενές δηλώσεις θέλω να οριοθετήσεις το θέλω σου και να βρεθώ και πάλι παγιδευμένος στο υγρό το βλέμμα ώσπου να μ' αφομοιώσεις ολότελα δικό σου να μην υπάρχω αλλιώς ούτε να μπορώ ούτε και να θέλω

Ενιαία

χάνομαι συχνά σε όνειρα παράξενα και καταπιάνομαι μέσα στον ύπνο να τα εξηγώ πώς εξαπατά έτσι το βάθος της συνείδησης ή ό,τι είναι αυτό που κάνει την επιθυμία ένα πέταγμα μια στιγμιαία αναλαμπή οι τόποι εναλλάσσονται λες ή μήπως όλοι ένα γύρο γύρω από το ίδιο κέντρο σταθερά καρφωμένοι στην ακτίνα που διαγράφει η μοίρα κι όλα αυτά το ξέρεις πως μόνο στον έρωτα καταλύονται διακυβεύονται διαρκώς από την αρχή ήταν σαν να σε βλέπω με καινούρια μάτια ανανεωμένος ενθουσιασμός που μες το στήθος μου ενοικεί αλλά και πάλι σαν να μην έχει περάσει ο ελάχιστος καιρός είναι μυστήριο το πώς διαχέεται η κάθε εντύπωση με την αίσθηση ή τη σκέψη της  ή την υπόνοιά της χωρίς χρόνο χωρίς όρια σαν μία αδιάσπαστη κι ενιαία ύπαρξη

Το παιδί

Ένα παιδί που λαχταρά που χάνεται στη σκέψη και στα όνειρα μια στιγμιαία αναλαμπή η σταγόνα που κρέμεται από τα χείλη το πρώτο ξύπνημα δεν είμαστε αθώοι στ' αλήθεια γι' αυτό ζηλεύω τα ανυπόκριτα χαμόγελα δυο γουλιές νερό μαζί με φρέσκο ψωμί πράγματα που είναι πια μόνο στη φαντασία όπως παιδιά  ανεβαίναμε την ανηφόρα στις κακοτράχαλες νεροσυρμές τώρα όλα αυτά περιστοιχίζονται από μίαν αχλύ μυστηρίου αδιόρατα μάτια παραφυλάνε τις ζωές μας τα πουλιά δεν ξέρουν πια πώς να χτίζουνε φωλιές ούτε και τα παιδιά να τις χαλούνε γαμώτο μου έσπασε το κινητό πώς θα θυμάμαι τώρα τα πρόσωπα και τα πράγματα που αγαπώ αν δεν τα κρατώ επισφαλή στην εφεδρική μου μνήμη μου είπες δεν έμαθες ποτέ απ΄εξω το νούμερό μου ας ήτανε να μπορούσα να περπατώ μέσα στη θάλασσα κι όλα ανοιχτά να πηγαίνω κι όλο έναν ορίζοντα να προσπερνώ έπειτα άλλον ένα ώσπου ένα αμάλγμα να γίνω με το μισοσκόταδο στο προσκεφάλι σου

Να δίνω

Κοίτα λίγο κατά την ακτή ίσως να διακρίνεις τα ρεύματα που διαχέονται μέσα μου δεν μπαίνω στα βαθιά γιατί φοβάμαι ότι θα με παρασύρει το ίδιο μου το αίμα σε μία καταστροφή τόσο ολοκληρωτική σαν τον κύκλο που κλείνει μέσα όλες τις θανατερές ακτίνες που από μια απόσταση δίνουν ζωή από κοντά η αγάπη γίνεται κόλαση καταστρέφει τα κύτταρά μας ας φοράμε έναν μανδύα προστασίας μία σύσπαση εδώ μία εκεί μπορεί να μαρτυρούν' αδυναμία δεν ήμουν αρκετά σοφός όπως νόμιζα ότι έτσι γενήθηκα πήρε λίγο παραπάνω χρόνο να καταλάβω και να συγχωρώ  αυτό που μου λένε πως είναι ο εαυτός πίστεψέ με δεν γνωρίζω περισσότερα ποτέ δεν ήξερα ίσως μαζί σου να υπάρχει μια ευκαιρία όχι να πετάξω από πάνω όλη την κούραση αυτό είναι δύσκολο πολύ αλλά να μπορώ να αγαπώ πια χωρίς καμία ανταμοιβή παρά μονάχα να υπάρχω πια γιατί  μπορώ να δίνω

βροχερό

μιλούσαν για ταξίδια ήταν ωραία να θυμούνται και ν' αναπολούν αλλά οι ανέμελες μέρες χάθηκαν μέσα στην παραζάλη κι οι ώρες χτυπούν κούφιες ένα ανελέητο σφυροκόπημα μέρα και νύχτα μόνο η γάτα φαίνεται να μην νοιάζεται αν πέρασε η μία ή κάποια άλλη μέρα κι ούτε αδημονεί οι αναμνήσεις προσπερνούν ο γενέθλιος κύκλος έρχεται και στενεύει σαν ρούχο που πια δεν μπορεί να φορεθεί ας ήταν το αγαπημένο σου τώρα στενεύουν κι οι μέρες κι η διαδοχή των εποχών μοιάζει με χίμαιρα  ας μιλούν οι άλλοι για ταξίδια θα προετοιμάζω τον μικρό χώρο που μας αναλογεί ενόσω η θάλασσα κάτω θα σκουραίνει θα χάνεται στα μαύρα σύννεφα τι με νοιάζει έχω να ετοιμάσω ένα λιτό δείπνο που δεν θα 'ναι ποτέ καλό να στρώσω τα καθαρά σεντόνια που είναι πια παλιά σαν τις μέρες μας να περάσω τις καινούριες χορδές για να βρούμε ξανά τις παλιές μελωδίες δεν γίνεται μαζί με το χρόνο έρχεται κι η νοσταλγία για πράγματα που κανέναν ...

είναι παιδί

είναι παιδί ένα τρυφερό παιδί που κοιτάζει βαθιά ένα κορίτσι που βλέπει μέσα του ένα αθώο παιδί δεν ξέρει πως οι άνθρωποι σκληραίνουν οι γραμμές τους γίνονται τραχιές τα στόματα στεγνώνουν τα χείλη πικραίνονται το κορίτσι είναι το νερό το απαλό χνούδι από τους πρώτους σπόρους που θα καρπίσουν έχει μέσα του μόνο καλοκαίρι δεν λυπάται όταν βρέχει γιατί ξέρει μόνο να ονειρεύεται κλείνει τα μάτια και χάνεται σε όμορφα όνειρα καλό μου κορίτσι πώς μου σπαράζεις την καρδιά πώς γίνεται να σ' αγαπώ έξω απ' τον χρόνο γιατί να πρέπει να ξέρω τώρα πια πως θα σε βρίσκω μόνο αν κοιτάξω βαθιά μέσα σ' αυτά τα μάτια αν με αφήσουνε να δω επάνω στο μάγουλό σου το απαλό για λίγο να μπορούσα ν' αγγίξω τα χείλη σιγά και με φόβο να μην διαλύσω σαν ξένος εισβολέας μια στιγμή τόσο ακέραιας πληρότητας μέσα στον ίδιο της τον κατοπτρισμό καλύτερα από 'δω από μιαν απόσταση να σε παρατηρώ και να γεμίζω την καρδιά μου με θλίψη και αγάπη' σ...

θα ξαναβρίσκονται

και να που ξαφνικά όλα γίνονται απαραίτητα παρατηρήσιμα χρειώδη πιάνεις τον εαυτό σου να κάνει σκέψεις καλά πού ήμουν γιατί δεν το 'βλεπα και να που βλέπεις και να που καταλαβαίνεις μια μέρα ξεκινά όπως όλες οι άλλες' κι όλα είναι διαφορετικά αλλιώτικα στο βλέμμα ένα κρυστάλλινο φίλτρο κι όλα καθαρίζουνε απλά, πολύ απλά' αυτά που δίνουν τους ορισμούς να λες κάτι κι εγώ να το ακολουθώ να προλαβαίνω πριν τελειώσεις κάτι να γνωρίζω ξανά όσα ήδη ήταν γνωστά και να που καταρρίπτονται όλα τα εμπόδια αρκεί μα δεν μπορώ να το εκφράσω κοίτα είναι μια αίσθηση παραπάνω μια βεβαιότητα που γίνεται τόσο απλή αλήθεια δεν χωρεί σε καμία απόδειξη πώς να το πω είναι ένα κατευναστικό ήσυχο ζεστό και ανυπόκριτο ναι μέσα σε όλα τα όχι ένα, απόλυτα φυσικό έρχομαι μέσα σε όλα τα φεύγω η ανάσα μου που ήρεμα και ρυθμικά ρέει επάνω σου τα δυνατά σου δάχτυλα και τα νοτισμένα μάτια το θρόισμα του φουστανιού κι όλα όσα θα ξαναβρούμε ανεβαίνοντας ξυπόλητη ...

να δούμε

κονταίνουν οι μέρες κοντύναμε κι εμείς ολοένα και πιο κάτω πόσο πιο κάτω μέχρι να μην υπάρχει πια επίπεδο παρά μόνο μία μαύρη άβυσσος που καταπίνει τη μια ζωή πίσω από την άλλη' ξυπνώντας από εφιάλτες αλλά μετά από λίγο πάλι ξέροντας πως είσαι ακόμα μέσα σ' έναν μεγαλύτερο χρειάζονται  πολλά βιβλία για να καταναλώνονται να μη μένει στιγμή ελεύθερη σκέψη μη δεσμευμένη μνήμη πώς γίνεται όλοι αυτοι΄ πώς τα καταφέρανε αναρωτιέμαι ή είναι μόνο υποκρισία όλα καλά που λένε και δεν βαριέσαι αλλά βαριέσαι κι όπου και να πας το ίδιο όνειρο ασθματικά σε ακολουθεί ή κι εσύ το ακολουθείς κι όπως στις ταινίες πέφτεις στις λάσπες τρέχοντας και.... αν δεν σηκωθείς πια τι γίνεται μου λες όταν χωρίς άλλη δύναμη και θέληση παραμείνεις πεσμένος κάτω και πιο κάτω πού είναι αυτοί που σηκώνονται γιατί μας φλόμωσαν στο ψέμα αν κολλήσεις εκεί κάτω πάει κόλλησες ποιον κοροϊδεύουν κοίτα με τι θα δεις μη με κοιτάς δεν έχω πια την παλιά μου όψη άλλαξε ...

κοιμητήριο

στο κοιμητήριο πρόσωπα που σε κοιτούν άλλοτε σοβαρά άλλοτε από στιγμές χαράς μ' ένα ποτήρι στο χέρι πρόσωπα που ξεμακραίνουν λειαίνονται από τον αέρα τη βροχή τη σκόνη του χρόνου προβάλλονται ιδανικά στη σκηνή σαν να περίμεναν από πάντα αυτή την περίσταση για να δηλώσουνε ανεξίτηλα την ύπαρξή τους και κει ψηλά στο βάθος όπου τα βήματα λιγοστεύουν κι οι περαστικοί  βιαστικά θα περάσουν μια γυναίκα κρυμμένη πίσω απ' το μαρμάρινο καντηλέρι προβάλλοντας αλλόκοτα σαν να περιμένει υπομονετικά να την ανακαλύψεις κοιτάζοντας παράταιρα κατά τον τοίχο δεν κρύβεται μα ούτε και φανερώνεται έκφραση απόμακρη, σοβαρή αινιγματικό βλέμμα που μακραίνει σε μιαν άγνωστη προοπτική ή μήπως στραμμένη προς το τέλος που τόσο μοιάζει μακρινό και άφιλο κι όμως τόσο κοντά σχεδόν ορατό αποτυπωμένο σ' αυτό το βλέμμα ίσως γι αυτό αυτή η φωτογραφία να μην πρέπει τόσο φανερά να εκτίθεται σ' εμάς τους αδαείς προσώρας

αόρατος

στη μέση αυτού που μαίνεται χωρίς στίγμα αν έχει βρει κατεύθυνση δείξε μου πες μου άλλοι εδώ άλλοι πιο πέρα αντίθετα στο ορισμένο ζω γεννήθηκα με μια έλλειψη ενός κάποιου ενθουσιασμού μιας αίσθησης  σκοπού ή συνέχειας βρε αδερφέ ντε και καλά θέλεις να μου προσάψεις τα δικά σου ας είναι δεν θ' ασχοληθώ' γιατί δεν δύναμαι ούτε ποτέ ηδυνήθην ας πορευθούμε λοιπόν αόριστοι και αόρατοι έως ότου καταλυθεί αυτό το σύμπλεγμα ουσιών στα εξ ων συνετέθη κι όμως αντί για μία καθαρτήρια βροχή να πάλι,  που ξεσηκώνονται μέσα μου τα αυγουστιάτικα βράδια της αναμονής και λέω περιμένω αφουγκράζομαι και κρύβομαι εδώ αόριστος και αόρατος μέχρι ξανά να ενώσω το χαμένο μου σώμα σε κάτι απτό και ορατό που ν' αναγνωρίζω

αόριστος

ένα ερεβώδες ζεστό μεσημέρι με κατεβασμένα τα στόρια και ιδρωμένα αποτυπώματα στο παρκέ ούτε παιδιά να παίζουν ούτε φωνές κύματα πνιχτά σε λίγο θα βαραίνουν τα πιο πηχτά σκοτάδια η ψυχή που λαχταρά ν' αποκοιμηθεί κάτω από έναν πλάτανο να χτίζει για την  επόμενη άνοιξη φωλιές να τις βρούνε τα ξεχασμένα χελιδόνια ίσως αναμασώντας ολοένα τις υποσχέσεις καλοκαιριών που πέρασαν χωρίς ίχνη ούτε νεύμα ούτε και φωνή πασχίζοντας να παραμείνεις μέσα στο όνειρο σ' αυτό το μεταίχμιο που δεν ορίζεις κι όλα τα ορίζεις ένας τιτάνας ή μια απόκοσμη σιγή που κατοικεί μέσα τώρα τα σπίτια νυχτώνουν νωρίς γυρνάς το κλειδί ξανά και ξανά κι όλα είναι ορθάνοιχτα τρέχω να προλάβω λίγο από το δανεικό φως που μου αναλογεί διασχίζοντας το ενδιάμεσο του κόσμου που δεν νοιάζεται δεν σε ξέρει κανείς δεν υποπτεύεται κανείς όλα υπόκεινται στον αόριστο γ' πρόσωπο Σε πείσμα του καλού χειμώνα και του χρόνου που καραδοκεί

Γυναίκα με πούρο

Γυναίκα με το πούρο στο περβάζι αναπολώ τη ζωή σου σαν τολύπες καπνού αδιάφορα αφήνοντας απ' το παράθυρό σου περνούνε οι ώρες μου πουκάμισα που σιδερώνονται για της μέρες μία μία πουκάμισα για τους νεκρούς τι απομένει στο ενδιάμεσο ένα φιλί ένας στεναγμός δρόμοι που στενεύουνε σαν τα παλιά πανωφόρια γελοία κρέμονται πάνωθέ μας καθώς γυρνάμε το πρωί σαν σκέλεθρα ακρωτηριασμένες ώρες ούτε ύπνος ούτε λήθη άγγιξέ με θεέ μου δεν νιώθω το νερό περνάει από μέσα μου κι όχι τ' αντίθετο μείνε ακόμα λίγο δεν πρόλαβα ν' αποταμιεύσω τη γεύση του αποκαμωμένου έρωτα κι έμεινα στη μέση του δρόμου οδηγώντας τυφλά εκεί που το φως διαχέεται και συλλαμβάνεται μονάχα από τρελούς κι από του κόσμου τους απέλπιδες γυναίκα με το πούρο σ' αγαπώ σιωπηρά, γιατί σε ξέρω χωρίς να σε γνωρίζω

αντηχεί

αν δεν σκέφτομαι μουσική είμαι μια εικόνα θολή που περιφέρεται από μέρα σε μέρα μία απ' αυτές θ' αποφασίσω να περάσω τις χορδές στο παλιό σκάφος κι έτσι καλά θα ηχεί καλύτερα από παρατημένα ξύλα δίπλα στο παράθυρο μια απ' αυτές τις μέρες θα σταθώ στον τοίχο και θα τραγουδήσω παράξενα θα ηχεί η φωνή μου καθώς θα επιστρέφει σε μένα μόνο μην έχοντας πια πού αλλού να ταξιδεύει φθινοπωρινό πρελούδιο

δεν το λες

ενώ αδιάφορα περνούν όσα είναι τι υπήρξε και τι όχι στους παρατατικούς απλώνουμε ξέγνοιαστα τα πόδια και με σκέψη καμία ξέχασα να κοιτάζω ακόμα και τα βραδινά φώτα τώρα βαραίνω πια νωρίς μη με σηκώνεις έχω ν' απλώσω κάποιες ξεχασμένες μου λέξεις τώρα που φυσά τα βράδια εκείνον τον μακρινό αέρα που δεν το λες και λησμονιά μα ούτε κι ευχαρίστηση απλώς σαν να κυλά από πάνω ένα ρεύμα ακανόνιστο που άλλοι ορίζουνε κι εσύ ένα σώμα σ' οριζόντια αδράνεια αναμονής

μια βροχή

σε πρόωρες χειμέριες νάρκες εγκλωβισμένοι βλέμματα τριγύρω στη βεράντα με θέα τη θάλασσα και δεν έβλεπα τίποτα τα φώτα δεν τα νιώθω άνοιξαν οι πύλες και τρέχω να κρυφτώ κάτω από ένα σωρό υπομνήσεις στον ύπνο μου έρχονται όλα αυτά απαιτητικά κι επίμονα τουλάχιστον μίαξαφνικήβροχή κάτι να πετάξουμε λίγο παραπέρα ούτε καν εφηβικά όνειρα δεν βλέπω να ξεμυτίζουνε χαμένα μέσα σε άπειρα παράλληλα σύμπαντα άσχετων σχέσεων ναι νομίζω πως όπως λέγαμε παλιά μια βροχή θα μας σώσει ή πάλι ακόμα πιο βαθιά θα μας παραχώσει

σε συνέχεια

διάφοροι ανυπόφοροι κι αδιάφοροι χοντροί με μαγικές συνταγές κάνε τούτο κάνε εκείνο κι αν λέω αν ξεχνούσα ξαφνικά όλου του κόσμου τη γραμματική αν δεν ήταν να κυνηγούμε πάντα το ορθόν κι άτακτα ορνιθοσκαλίσματα κατά πως μου κατέβαιναν στη γκλάβα μου έριχνα βότσαλα στη λίμνη με κούφιους αναστεναγμούς και βέλη που δεν βρίσκουνε ποτέ το στόχο προπαντός αυτό να μην χάνεις ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ και δεν είναι τρόςπος δεν είναι τρόπος να κρυφτείς απ'το καταραμένο εγώ που καιροφυλακτώντας περιμένει να σου πει α, στην έφερα ζήσε την ψευδαίσθηση ζήσε το λίγο το ποτέ το πουθενά θεέ μου ρίξε με τώρα σε βροχές και σκοτεινές κόγχες μέχρι να έρθει η ώρα να σμίξουμε και πάλι σε συνέχεια

Αναπολώντας

θα μας λείψουν οι δεντροστοιχίες στη δημοσιά το πέταγμα των γλάρων αντικατοπτρισμοί  λησμονημένων ακρογιαλιών κάτω από τα χλωμά φώτα των πρώτων απόβραδων μακραίνοντας το φως θα γλιστρά μέσα απ΄ τη χαραμάδα των πρόωρων αναμνήσεων θα μας λείψουν οι γκρίζοι κίονες και οι μάσκες οι κορυφές που δεν πατήσαμε τα όψιμα σταφύλια που ακροθιγώς γευτήκαμε κρεβάτια με τα σεντόνια πεταμένα ένα γύρω τα πράγματα δίχως καμία σειρά άτακτες φυγές πριν οι καρποί μεστώσουν με σκιές να κλυδωνίζονται κάτω από υπόφωτα μπαρ οι ταξιδιώτες που ξεμείνανε στο τελευταίο δρομολόγιο προσπαθώντας να αναβάλουν την αναχώρηση κάποιοι αναζητώντας έναν πιο μόνιμο τρόπο φυγής τ' αμύγδαλα στο βάζο και τα βράδια χωρίς βιάση ανέμελα ήταν τα βράδια εκείνα ήδη περασμένων μεσονυχτίων αναπολώντας  

Πειραιώς

Δεν έχω   χρόνια Δεκατίες αναμονής Με τα τσιγάρα κάτω ένα σωρό Και το μολύβι να κατακάθεται αμείλικτα ένας σωρός από άτακτες φράσεις Δεν έχω σιωπές Έχω κραυγές Κρυμμένες μέσα σε καταιγίδες [που δεν ξέσπασαν ποτέ Ούτε λίγα ούτε πολλά\ Το ένα με το άλλο Στοιβάζονται τα χρόνια Σαν σκοινιά βαριά Στην προβλήτα Για να κάθουνται επάνω αφηρημένοι γλάροι ν' ατενίζουνε το αδύνατο του καιρού’ μέσα στο λιγοστό τους κεφάλι κι έπειτα έρχονται και παίρνουν τη στροφή βαριά σαν κουρασμένοι γίγαντες τα φέρρυ ξεβράζοντας εφήμερες αναμνήσεις άνοιξε το ραδιόφωνο θέλω ν’ ακούω τραγούδιθα για εκδρομές που δεν έγιναν ακόμα ενώ επιστρέφουμε ελαφριοί σαν ίσκιοι αντανακλάσεις ακροθαλασσιάς με τα βαριά φορτία Κυριακή στην Πειραιώς

βραδινό κολύμπι

είδαμε πάλι τον ουρανό ν' αντανακλά στίλβουσες πέτρες ανόητο παγωμένο φεγγάρι δεν μου λέει τίποτα εκτός μόνο όταν αντανακλά στο νερό δίπλα σου βυθίζομαι ευχαρίστως σ' αυτό το προκλητικό έρεβος το φως αυτό το ασημένιο να τρυπούν οι ρώγες μετά κάπως φοβήθηκα κι ένα σύγκρυο με τύλιξε θεέ μου αυτή είναι η στιγμή που αποθηκεύω και το ξέρω αλλά για να ζω δεν πρέπει να το ξέρω κι έτσι ίσως αν με τραβούσες στα βαθιά αν χάνοντας τον προσανατολισμό με τρόμο γλυκό θα βυθιζόμασταν στην ασημένια παγωμένη λάμψη στο αποκορύφωμα του Αυγούστου απόκρυφα και σκοτεινά δέος του έρωτα παντοδύναμο σκοτάδι

Από εδώ

Να πετάξουμε τα κλινοσκεπάσματα αυτός ο Αύγουστος τραβάει στον ανήφορο γυναίκες που λιάζονται γυναίκες που λιάζουν τη σοδειά για το χειμώνα στον ήλιο έχω μια ενθύμηση από παιδί να απλώνεται η κόκκινη σπορά ή τα καπνά τσιτσιρίζοντας να ξεραίνονται αρμαθιές φύλλα μυρωδάτα τώρα στις αυλές περιμένουμε πια τον γυρολόγο του χαμένου Αυγούστου Προσκύνημα στην Παναγία κι ανηφόρι ξέπνοο για το μοναστήρι ξενύχτι της Παναγιάς στα κελιά και βλασφημίες η ζωή που δεν κρατιέται η ζωή που ξοδεύεται ασυλλόγιστα στην επόμενη στροφή στα χαλασμένα χρόνια στην αδηφάγα γκρίνια και την ανώφελη βαβούρα του όχλου να πετάξουμε μαζί με τα κλινοσκεπάσματα στη βραδινή αύρα μιας αυγουστιάτικης νύχτας από εδώ έως το ποτέ

άνεμος καυτός

δεν είναι κανείς εδώ το σπίτι με περιβάλλει σαν τείχος προστασίας σαν μια διαχωριστική γραμμή εγώ και οι άλλοι ζω σ' αυτή  τη γκρίζα ζώνη εδώ και χρόνια λίγα πράγματα με αγγίζουν γιατρέ μου μήπως υποδύομαι τον ίδιο μου τον εαυτό όλα είναι η αναζήτηση του νοήματος η βολική απραξία της μη ζωής ας γίνει πάλι η εγγύτητα  ο κανόνας μας δεν βολοδέρνουμε  χωρίς πυξίδα και χάρτη όλες οι διαδρομές κάποτε έρχονται  και ξεκαθαρίζουνε στο μυαλό  και στις μέρες  που μοιραζόμαστε κάνε ένα  μικρό τατουάζ στον αστράγαλο και πορεύσου με αυτοπεποίθηση' στον έρωτα μια μικρή υπόμνηση στιγμιαίας αθανασίας για να φιλώ και ν' αγαπώ\ όπου πατάς και βρίσκεσαι πέρασε πάλι σαν άνεμος καυτός και σάρωσέ με επειγόντως 

Βότσαλα

Δεν θέλω πια άλλες φωτιές πλημμύρες, λαίλαπες τυφώνες, καύσωνες, ληστείες, καταιγίδες εσύ είσαι μόνο η δική μου επικαιρότητα και δεν μ' αγγίζουνε σεισμοί και ολετήρες ας κάνουν τώρα τα κουμάντα οι τσατσάδες τους τυφλές κι ανάξιες κυριλέ πλειοψηφίες πριν προσπεράσει ο καιρός να επιδιδόμεθα σε λάγνες, άσεμνες και καύλειες χημείες λυπάμαι αλλά δεν με αγγίζουν τα συνάφια σας δεν 'πα να πήγατε στου σύμπαντου την άκρη εγώ μονάχα εδώ μαζί σου θα λικνίζομαι και για τους άλλους δεν θα χύσω ούτε ένα δάκρυ απ' τις θηλές μαλάζω της ζωής το κίνητρο και σαν κορύβαντας γύρω σου θα χορεύω και ας μου κάνουνε τη χάρη να μ' αφήσουνε με λίγα βότσαλα τον κόσμο να ερμηνεύω

στη θάλασσα

στους δρόμους οι φάροι στέκουνε σαν θλιμμένα κωδωνοστάσια περαστικοί ψελλίζοντας προσευχές ή βλαστήμιες θα οδηγήσω  κατά τον ήλιο και με διπλά γυαλιά θ' αφομοιώσω το σκοτάδι που θα έρχεται ή μάλλον θ' αφομοιωθώ απ' αυτό λησμονημένα ξωκλήσια στους γυμνούς λόφους τα δέντρα ακούνε τα δέντρα ραγίζουνε οι καρδιές που διψούν σκάνε σαν το χώμα άλλοι  παίρνουνε πόζες ανόητα στέκοντας απέναντι στο φως που αναριγά μια ιδέα από μακρινούς ίσκιους στο δέρμα κι έπειτα η προετοιμασία μια ζωή προετοιμασία για τον δρόμο της επιστροφής που είναι πάντοτε πιο σύντομος

στον βράχο

Γυναίκα  με το δοξάρι  το κοφτερό σου βλέμμα όλες μαζί οι επιθυμίες θα λυτρωθούν σκάζοντας το κύμα θα ελευθερώσει όλους τους επίδοξους τους απέπλιδες και τους μοιραίους θα απορούμε μετά πώς πέρασαν τόσοι καιροί από τότε που ριχτήκαμε σ' αυτό τον όλεθρο πώς βγήκαμε πληγωμένοι αλλά και νικητές το σώμα αναδύεται και πάλι μέσα από σκοτεινούς βράχους κάτω απ' την επιφάνεια όλα κυλάνε ήρεμα στον δικό τους χρόνο κι εμείς πάνω στο κύμα παλεύουμε ας αφεθούμε τελικά στο  υγρό το φως αγκαλιάζοντας όλα θα τα βρούμε στα πόδια μας γυμνά και λαμπερά σαν τις πέτρες που  χρόνια τώρα τις γυάλιζε τ' αλμυρό το κύμα

Κόκκινο και μαύρο

Γυναίκα στο πλακόστρωτο στα νερά με πόδια γυμνά ραίνοντας την ευλογία ο γλυκός πειρασμός στα έγκατα που καίνε και διψούν κι άλλο ν' ανοίγουν πηγάδια ν' αναβλύζει από παντού στα μαλλιά και στα χείλη στο περίγραμμα του προσώπου κάθομαι και παρατηρώ τα χείλη που γεμίζουν πόθο θέλω να καταγράφω πώς ρέεις κάθε σου σταγόνα επάνω μου ξεχύνεται ορμητικά σε καλπασμό ξέφρενο όπως κάποτε κάτω απ' το αέρινο ρούχο χαϊδεύοντας τους αστραγάλους κλείσε τα μάτια και θ' ανεβώ μέσα ψηλά θ΄σκάψω στο βράχο να ξεπηδήσουνε πίδακες για να σε χορτάσω αχ κι είναι βάσανο γλυκιά δοκιμασία ο πόθος για τον πόθο σου αγάπησέ με σ' έναν άγριο χορό να ξεχυθώ σαν θάλασσα κι άλλη μια ακόμα να σου χρωστώ

αποκαλόκαιρο

όταν θα έχουν φύγει οι τελευταίο εκδρομείς με τα μπαγκάζια φορτωμένα και την ίδια ζάλη που κατατρώει την ψυχή όταν θα πεθαίνουν τα τζιτζίκια απ' τον μεστό τον έρωτα ίχνη ξερά αφήνοντας στο διψασμένο χώμα τα κοντινά αστέρια θα ξεμακραίνουν σαν τα υγρά φώτα υπνωτισμένων καραβιών τα βραδινά μπάνια με γυμνές πατούσες στα ξεχασμένα βότσαλα όταν θα πέφτουνε τα πρώτα φύλλα παραδομένα στην κούραση του αποκαλόκαιρου και το κορμί θα σκιάζει το φευγαλέο πρόωρο σύννεφο ξέρεις πως θ' αναζητήσω το χέρι σου στέρεο και θεληματικό να χαράξει επάνω στο αλάτι το ιδρωμένο σινιάλο της προσδοκίας να μπορώ να λέω δικό μου

μαίνεται

Καταποντισμένοι μέσα στον ίδιο τον πόθο μας κι όλο να περνά ο καιρός ούτε γρήγορα ούτε αργά σαν να χει κολλήσει το τώρα σε έναν βρόχο εφιαλτικό η νύχτα γεννά τυφλά παιδιά ένας υπόκωφος άνεμος ξύπνα από τον λήθαργο το τέλμα της λαγνείας οριοθετώντας τις αισθήσεις ένα σώμα που σπαράσσεται ούτε η θάλασσα δεν έχει τελειωμό το πήγαινε έλα με το κύμα με τους καιρούς να κυοφορούν ατσάλι κεραυνούς  μια σιγή εκρηκτική αγγίζω και δεν σε βρίσκω εκεί σκάβω ολοένα και βαθύτερα στα υγρά θεμέλια να βρω τις απαρχές άγγιξε σφιχτά και θεληματικά  κάνε δικό σου αυτόν τον ορυμαγδό που μέσα μου μαίνεται πριν εντός του με ίλιγγο ανεξέλεγκτο παραδοθώ

εκτίω (1)

εκτίω τον έρωτα σε ισόποσες δόσεις διά βίου ενεστώς και ανέστιος κάτω από την επιφάνεια εκεί όπου το κύμα δεν μαίνεται ένας βυθός σιωπής ή στα παράθυρα μη βρίσκοντας εύκολα πια τα πειστήρια της ύπαρξης εκτίω τον ερειπωμένο χρόνο τον άνισο αγώνα ενάντια σε κάθε πείσμα βλέπω ήδη πίσω απ΄το θαμπό μεσημέρι την πορεία των φύλλων προς την πτώση προσωρινά διάκεινται ευνοϊκά οι εποχές όλα υφίστανται τις ίδιες διεργασίες αγαπώ τη φθορά το  υπόλοιπο που λιγοστεύει τα μάτια που βουλιάζουν στις κόγχες τους τα νοτισμένα βότσαλα που λαμπυρίζουνε στη δύση εκτίω τον έρωτα ως έρωτας ακέραιος ακραιφνής αμέριμνος και μόνιμα εκκρεμής Απόψε, φίλοι, ένα φλασμπάκ, σαν να έρχεται κατευθείαν από τα 70's των παιδικών μας αναμνήσεων. Κακώς, θεωρείται ηλικία ανωριμότητας. Τι πιο ώριμο απ΄την αυτάρκεια της αγνής παιδικής καρδιάς;

ektio

ektio ton erota mou dia viou ekmysthreuomenos osa pote den tha einai profanh ekkremo mesa sthn antifash mou prosvlepontas se mia akairh epivevaiosh mhn koitate pou den gnorizo oute ta pio vasika den xreiazontai polla  s' ayth thn poinh mono na vythizesai katakoryfa apo kairoy eis kairon sthn pio gymnh  lytrotikh ki apolyth thlipsh

θα αφεθώ

Αν γνωριζόμασταν τυχαία σήμερα δυο περαστικοί που συναντήθηκαν αλλά, το σταματώ.... αν όλα είναι χάος δεν υπάρχει το τυχαίο υπάρχει μόνο το αναπόδραστο υπάρχει αυτό που θα συμβεί έτσι είναι από καιρό σχεδιασμένο κι εμείς μόνο δεν το γνωρίζουμε με έναν τρόπο χαίρομαι που δοκιμάζομαι στο κάθε όριο χαίρομαι που έρχεται η ώρα που η λύπη με χορταίνει η καρδιά βαραίνει είναι σωματικά πράγματα απτά μετρούσα αργούς χτύπους κάτι μέσα μου σερνότανε αργά, προμηνύοντας το σεισμό που ξέσπασε τίποτα, λέω δεν μας βρίσκει απροετοίμαστους ξέρουμε πως όλα θα συμβούν ωστόσο να που αιφνιδιαστικά μια εντύπωση αλλάζει τα δεδομένα πώς αλλιώς να ερμηνεύσω ότι μέσα στην παλάμη μου ένιωσα να κρατώ το χέρι σου όχι όπως την πρώτη φορά αλλά σαν πρώτη φορά σαν το αχνό το πρώτο φως που διαλύει την ανησυχία της μαύρης νύχτας σαν το παιδί που γεύεται πρώτη φορά γλυκό σταφύλι σαν δυο χείλη που πρωτοφιληθήκανε ξέρω θα πεις υπερβολές τίποτα άλλο δεν θα πω μ...

celebrate

έλα για μια φορά ακόμα να δούμε τα βραδινά φώτα' δεν θα είναι εδώ για πάντα τι τρομερή συνείδηση ανοίκεια λέξη' παγερή και αγέρωχη δεν θα ατενίζουμε πάντα αυτό τον γαλακτώδη μαυλιστή ουρανό με τ' ανάερα σύννεφα να πετούν σαν ξεχασμένα ίχνη ίχνη στη σκόνη' και στον αέρα ίχνη από μένα από τον καθένα δεν θα είναι έτσι για πάντα με ψευδαίσθησες διαρκείας μ' όρθρους κι εσπερινούς και προσευχές σιωπηρές με λυγμούς κρατημένους κι αναστενάγματα στα σκοτεινά δεν θα είναι όλα ετούτα τα γνωστά και τα άγνωστα με χαρές και συφορές γυρίσματα πόθων και ξενυχτίσματα αγωνίας και μήτε σκέψη' μήτε ανάμνηση' μόνο σκόρπια βότσαλα και ρότες μακρινές ' σε ταξίδια που θα συνεχίζονται χωρίς να το ξέρεις καν

βαριά χαρτιά

Έπεσαν βαριά χαρτιά στο τραπέζι επάνω θεέ μου, να πεθάνω ή να σηκωθώ σαν την καταιγίδα πια δεν έχω ελπίδα κι όλο περιμένω σαν το ναυαγό

Κινεζάκι

το αγέλαστο Κινεζάκι παρατηρεί είμαι εγώ που βλέπω με τα μικρά ματάκια του ούτε βλέφαρο δεν κουνάει ούτε αδημονία ούτε να τρέξει στο γρασίδι μόνο μία αμυδρή καχυποψία μια επιφύλαξη αν ασκηθείς από μικρός στην παρατήρηση θα έρθει μία μέρα που οι προσπάθειες θ' ανταμειφθούν το τίμημα: λιγότερη ζωή η εσοδεία: αμέτρητες δυνατότητες θεωρητικά διότι στην πράξη το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς γι' αυτό τρέξε ανέκφραστο μικρό Κινεζάκι τώρα κι άσε για μετά τον απολογισμό

καταλύω

μην ξεχνάς προσπαθώντας να ξεγελάσεις το απύθμενο χάος ρεμβάζοντας μέσα σε όνειρα που δεν έχουνε γεύση και οσμή και δεν αρκούν ν' αναταράξουνε τι νιώθεις τι σκέφτεσαι απλωμένη καθώς είσαι στο σκληρό σου στρώμα εγώ εδώ αναζητώντας ένα αποκύημα κάτι από αυτά που απομένουνε ενθύμια στα συρτάρια μας θυμάμαι πάντα με την ίδια ένταση τη στιγμή που θα δεχτείς καταφεύγω στις οικείες φαντασιώσεις για να καλύψω την απόσταση κι όλο εδώ καταλήγεις η μία σου τιράντα κατεβασμένη πόσο μ' αρέσει που σ 'έχω μυστικό μου αρχείο μόνο σ' εμένα για μένα κι ας είσαι παντού σ' εμένα θα χαμογελάσεις ανεξίτηλα φιλιά ανεξίτηλα αγγίγματα θ απλώσω επάνω στην εικόνα σου όλο μου το σθένος στα χείλη σου να κρέμονται λεπτές σταγόνες δεν  μπορώ να μη σκορπίζομαι για σένα σ' όλο το κορμί που θα λατρέψω και τώρα και κάθε τώρα γυμνή στον ήλιο σαν λευκό μικρό σύννεφο στ απαλά σου χείλη καταλύω

ύπνος

ήταν γλυκό και τρυφερό το φιλί έπεσα κι απόκαμα στο στήθος σου βυθιζόμουν νομίζω πως μπορούσα ν' αποκοιμηθώ στην αγκαλιά σου αλλά αυτό πια δεν γίνεται μόνοι γυρνάμε μόνοι πέφτουμε στο ενδιάμεσο ψηλαφίζουμε  το δέρμα της ζωής κι ενώ  βυθιζόμουν ήτανε τόσο ωραία σαν να πέφτεις και να πέφτεις σε ένα άχρονο κενό πόσα θέλω ν' αλλάξω πόσα δεν μπορώ ν' αλλάξω τι έμαθα  τι γνωρίζω μόνο στο ρυθμό της αναπνοής σου μπορώ να βρω μικρές φωτεινές εκρήξεις μέσα σου γεννιέται κάθε φορά όση αλήθεια μπορώ να υποφέρω μετά τα μάτια κλείνω βαριά και με ανάσα ήρεμη μωρού αφήνομαι μ' εμπιστοσύνη στην άβυσσο  που με ερά Απόψε, φόρος τιμής, σε ένα μεγάλο και σεμνό πρωτοπόρο, που όπως κάθε πρωτοπόρος άνοιξε νέους μουσικούς δρόμους με πολλούς επιγόνους.  Γιάννης Σπάθας, στο πάνθεο της ροκ    

ο κειμενογράφος

η μέρα διαλύεται μέσα στην πνιγηρή της άρνηση ανακυκλώνοντας σκόνη, σκέψεις και ιστορίες ο κειμενογράφος στέκεται αναλογιζόμενος όλα όσα θα πρέπει ν΄αφομοιώσει θα έλεγα εάν ήμουν ένας επαγγελματίας όμως αυτό που εντέλει αφομοιώνουμε κι είναι το πιο ισχυρό απ' όλα είναι τα γυμνά πορτρέτα των ημιδιάφανων γυναικών κι όλο το μυστήριο ενσωματώνεται στην κυριολεξία σε κορμιά κι είναι η ομορφιά τους η αλήθεια που περιφέρουν μ ελάχιστη κάλυψη γιατί άλλωστε όλα είναι τόσο φανερά αποκαλυμμένα μέσα από ένα τίποτα μίζεροι άνθρωποι άνθρωποι κακοί στριμμένα γερόντια προς της ώρας σας και χοντρόφατσες σκατόφατσες κι αρουραίοι κάντε στην άκρη γυναίκες περνούν δονούν τον αέρα υπάρχοντας ερωτικά σημαίνοντας ακροβατώντας στο ανεκπλήρωτο και την πλήρωση που διψούν και δροσίζονται που φλέγονται και φλογίζουνε ο κειμενογράφος πέθανε ποιος τώρα θ' απαθανατίζει ως το τέλος όλη αυτή την έξαψη καθημερινά κι απλά όλα συμβαίνουνε στην πλατεία στον ...

σταγόνες

και έρχεται  κατά κύματα μέσα στη νύχτα δεν ξέρεις εάν είναι όνειρο ή αλήθεια κι η νύχτα αλλάζει μεταμορφώνεται άλλοτε μέσα στην επιθυμία άλλοτε σ' ένα χάος απρόβλεπτο πού είσαι έχω ανάγκη να τα βάλω όλα στη δική σου σειρά να συνταχθώ μέσα στην αταξία σου με τα χείλη να βρω ξανά τον δρόμο χτυπιόμαστε πέρα δώθε σε τεθλασμένες υπομονή το φως είναι πιο κοντά τόσο  που σε καίει υπομονή θα καώ και θα ρθω μαζί σου θα κυλάω επάνω σου σταγόνες ιδρώτα αλμύρα του κορμιού και στιλπνότης της επιθυμίας έρχομαι μαζί σου κόλλησέ με επάνω σου σαν βρεγμένο ρούχο μ επιθυμία ποτισμένο κ υγρή προσμονή