Περιμένοντας
τη μία μέρα
που διαδέχεται την άλλη
λες, ζεις και δε ζεις
περιφερόμενο κέλυφος
άθυρμα στο κύμα και το μελτέμι
θα περάσει
κι αυτό το ηλιοστάσιο
οι άνεμοι θα σαρώσουνε
ως και τον βράχο
ώσπου να μπορούμε
να πέφτουμε
κατευθείαν
στο μεγάλο επίφοβο πέλαγος
είναι κι αυτός ο βυθός
ώρες ώρες
σε τραβά
ανεπαίσθητα βουλιάζεις
με εμπιστοσύνη
σε γητεύει
αυτή η γαλήνη
κι η σιγή εκεί κάτω
μακριά για πάντα
απ' το θόρυβο
των μάταιων ανθρώπων
των μάταιων κι αναίτιων λόγων
προσβολές, αστόχαστα πεταμένα
φτηνά λόγια
δήθεν, ύφος
το ασήκωτο βάρος
του τίποτα που
κουβαλάμε εκόντες άκοντες
δεν το γεύτηκα στ' αλήθεια
αυτό το δείπνο
δεν πέρασε καμία γεύση
μέσα απ' το στόμα μου
η μνήμη της γεύσης
έχει σταματήσει
στα δικά σου χείλη
τα χέρια νιώθουν
ό,τι είναι δικό σου
τα πατήματα
ακολουθούν ακριβώς
τα γυμνά σου πέλματα
σκεπάζομαι
κι ας μην κρυώνω
με το σεντόνι σου
δεν είναι η πρωινή δροσιά
είναι η υγρή μνήμη
κηλίδες από σένα και μένα
έπλυνα όλα τα χθεσινά φιλιά
κι όμως το αποτύπωμα μένει
εδώ μέσα χαραγμένο
αγγίζω το σώμα μου
όταν σου μιλώ
και αγγίζω εσένα
να ζεις
και να ονειρεύεσαι εκούσια
ένας ύπνος
λυτρωτής
χωρίς τίποτα
ένα σώμα κενό
ριγμένο χάμου
στα θεμέλια του κόσμου
που σαν πει χαμογελώ
μια μέγγενη σφίγγει στο κεφάλι
αποστραγγίζοντας
κάθε χαρούμενη σκέψη
αύριο
που θα ξημερωθούμε
σαν θέλει ο θεός που λένε
θέλω πάλι
να περάσω και να δω
τα δικά σου πράγματα που
είναι δικά μου
θα κάνω όσο θόρυβο μπορέσω
και θα χαράξω στην άσφαλτο
στριγγλίζοντας τα λάστιχα
μια μαύρη γραμμή
να ενώνει
εσένα κι εμένα
όπως κάνουν τα παιδιά
θορυβώντας με
τα ποδήλατα στην εξοχή
για να προσέξει η αγαπημένη
πόσα χαζά
κι όμως αληθινά
μπορούν για κείνη μόνο
τη μία μέρα
που διαδέχεται την άλλη
λες, ζεις και δε ζεις
περιφερόμενο κέλυφος
άθυρμα στο κύμα και το μελτέμι
θα περάσει
κι αυτό το ηλιοστάσιο
οι άνεμοι θα σαρώσουνε
ως και τον βράχο
ώσπου να μπορούμε
να πέφτουμε
κατευθείαν
στο μεγάλο επίφοβο πέλαγος
είναι κι αυτός ο βυθός
ώρες ώρες
σε τραβά
ανεπαίσθητα βουλιάζεις
με εμπιστοσύνη
σε γητεύει
αυτή η γαλήνη
κι η σιγή εκεί κάτω
μακριά για πάντα
απ' το θόρυβο
των μάταιων ανθρώπων
των μάταιων κι αναίτιων λόγων
προσβολές, αστόχαστα πεταμένα
φτηνά λόγια
δήθεν, ύφος
το ασήκωτο βάρος
του τίποτα που
κουβαλάμε εκόντες άκοντες
δεν το γεύτηκα στ' αλήθεια
αυτό το δείπνο
δεν πέρασε καμία γεύση
μέσα απ' το στόμα μου
η μνήμη της γεύσης
έχει σταματήσει
στα δικά σου χείλη
τα χέρια νιώθουν
ό,τι είναι δικό σου
τα πατήματα
ακολουθούν ακριβώς
τα γυμνά σου πέλματα
σκεπάζομαι
κι ας μην κρυώνω
με το σεντόνι σου
δεν είναι η πρωινή δροσιά
είναι η υγρή μνήμη
κηλίδες από σένα και μένα
έπλυνα όλα τα χθεσινά φιλιά
κι όμως το αποτύπωμα μένει
εδώ μέσα χαραγμένο
αγγίζω το σώμα μου
όταν σου μιλώ
και αγγίζω εσένα
να ζεις
και να ονειρεύεσαι εκούσια
ένας ύπνος
λυτρωτής
χωρίς τίποτα
ένα σώμα κενό
ριγμένο χάμου
στα θεμέλια του κόσμου
που σαν πει χαμογελώ
μια μέγγενη σφίγγει στο κεφάλι
αποστραγγίζοντας
κάθε χαρούμενη σκέψη
αύριο
που θα ξημερωθούμε
σαν θέλει ο θεός που λένε
θέλω πάλι
να περάσω και να δω
τα δικά σου πράγματα που
είναι δικά μου
θα κάνω όσο θόρυβο μπορέσω
και θα χαράξω στην άσφαλτο
στριγγλίζοντας τα λάστιχα
μια μαύρη γραμμή
να ενώνει
εσένα κι εμένα
όπως κάνουν τα παιδιά
θορυβώντας με
τα ποδήλατα στην εξοχή
για να προσέξει η αγαπημένη
πόσα χαζά
κι όμως αληθινά
μπορούν για κείνη μόνο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου