Εσπερινός
εγέρθητι το σώμα
ακόμα καίοντας
τα μεσημεριανά φύλλα
νιοστός νόστος
τα βράχια κοφτερά ξόρκια
καιροφυλαχτούν
παραδέρνουμε
ζώντας
μεταξύ εννιά το βράδυ
οχτώ το πρωί
ακόμα στέκει
το λαμπρό πορφυρό αντανακλώντας
βγαίνω και τινάζω
τα βραδινά παραμιλητά μας
το δωμάτιο βαπτίστηκε
στο άρωμα
κρεμάω ψηλά
τα φωτεινά σου σήματα
διπλώνω ευλαβικά
κάθε ίνα που σε περιβάλλει
ως περιβάλλει κάθε νεύρο μου
οι ψίθυροι κι οι φωνές σου
σηματωροί του πάθους σου
δίνω μία
και σε φτάνω, γυναίκα
κι άλλη μία
ανεβαίνεις πιο ψηλά
άσε με
σε αυτό τον μάταιο αγώνα μου
η χάρη σου
οδηγεί το χέρι μου
τη γλώσσα
το σημείο επαφής
φύομαι ολοσχερής
μέσα σου
αποκάμνω και εγείρομαι
χάνω την ανάσα μου
χάνω έναν μικρό χτύπο
πόσο κοντά
αν πέθαινα
θα ήταν από τον περίσσιο πόθο
που πληρώνεται και πάντα χρωστά
μα, γι αυτό ακριβώς
επάνω στα στήθη σου
ξανά μεστώνοντας
με το αίμα στα χείλη σου
αποτελειώνεις με
και χωρίς θέληση καμιά
τίποτα άλλο
μόνο να έρχεσαι
και αύριο
και κάθε αύριο
το αδύνατο εφικτό
το θέλω μία πληγή στο δέρμα
μια πληγή είμαι κι εγώ
που όλο ανοίγει
κι όλο στα χέρια σου
γλυκαίνει
ας πάμε έξω
ψηλά να δούμε τη ζωή
να σε φιλήσω στην κορφή
δεν καταλαβαίνουν
οι λιγόκαρδοι
μα δεν με νοιάζει
ο καιρός μου είναι εδώ
κι εγώ θα τον βαστάξω
σαν το νήπιο που
κολλώντας στο βυζί
σπαρταράει η ζωή
μέσα στο στόμα
και τους γλυκύτερους χυμούς
θα σου τους δίνω όπως εχθές
μία εγώ
και μια στα χείλη σου
έτσι, για να το απογλυκαναλατίσουμε λίγο...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου