όσο κι αν
φτάσω μακριά
μη μου ζητάς
δεν εξηγούνται όλα
μου είχες πει
και άλλοτε
τι είναι αυτό
που φοβόμαστε
όλα να ήτανε
πιο εύκολα
να ήμουν καλύτερα
χωρίς γνώση
μόνο τα βασικά
να μην υπάρχει ο χρόνος
και φροντίδες πέρα
απ' τ αναγκαία
πολυτέλειες
να λες και να ξαναλές
δεν μπορώ
αυτό, εκείνο
να είχα
δυο δυνατά χέρια
και μια καρδιά
ίσα για μένα
τότε, όμως
δεν θα μου μιλούσες
δεν θα με ήξερες καν
και τώρα να
που γυροφέρνω
αρπάζοντας κάθε μια άκρη
απ το μαντήλι σου
ανεμίζοντας ανέμελα απογεύματα
δεν υπήρξα ποτέ ανέμελος
και το ξέρεις
δείχνοντάς μου
τα καλύτερα χρόνια
κλείνουν σιγά σιγά
μικρές ατραπούς
για να δραπετεύουν
τα παιδιά
ήθελα μόνο
να βγω έξω να παίζω
δεν κατάλαβα, βλέπεις
πώς πέρασα τη ζωή μου
περιμένοντας μια ωραία μέρα
με ήλιο
να βγω στην πλατεία
κάποτε ο κόσμος
ήταν απέραντος
μετά ήρθανε θάλασσες
φορέσαμε τα καινούρια μας ρούχα
κάνοντας βόλτες σε παράταιρα χρόνια
ήθελα μόνο να βγω
να παίξω
δεν κατάλαβα
πώς πέρασε η ώρα
δεν κατάλαβα πως
ήτανε πια καιρός
μέχρι που
κοίταξα ένα πρωί
στον καθρέφτη
και είδα πια
με τα δικά σου μάτια
έναν άνθρωπο που
αστόχαστα μεγάλωνε
χωρίς καν να το ξέρει
έκανε βήματα μετέωρα
και, ως εκ θαύματος
πάντα την τελευταία στιγμή
σώζονταν
και μου άπλωσες λέει
το χέρι
με χάιδευες
κάτω από το λαιμό
που είχε πια κρεμάσει κάπως
είδα ένα περίγραμμα γνώριμο
μα και νέο
καθησύχασα
γιατί έκανες τη γνωστή
γκριμάτσα σου
αυτή ήταν η
ανταμοιβή μου
το πιστεύεις ή όχι
μια ζωή
όχι πια αναμονή
κι ας ανακυκλώνομαι
αν με αντέχεις
θα κάνω τους κύκλους μου
μ' ένα σου νεύμα
θα γίνομαι ακαριαία
δικός σου
να ό,τι ποθώ
έχει μόνο εσένα
τις ρυτίδες στα μάτια
που γελάνε
ερωτικά
λάγνα επάνω μου ακουμπάνε
κι εγώ πια ναυαγός
εκούσια στο βυθό τους
φτάσω μακριά
μη μου ζητάς
δεν εξηγούνται όλα
μου είχες πει
και άλλοτε
τι είναι αυτό
που φοβόμαστε
όλα να ήτανε
πιο εύκολα
να ήμουν καλύτερα
χωρίς γνώση
μόνο τα βασικά
να μην υπάρχει ο χρόνος
και φροντίδες πέρα
απ' τ αναγκαία
πολυτέλειες
να λες και να ξαναλές
δεν μπορώ
αυτό, εκείνο
να είχα
δυο δυνατά χέρια
και μια καρδιά
ίσα για μένα
τότε, όμως
δεν θα μου μιλούσες
δεν θα με ήξερες καν
και τώρα να
που γυροφέρνω
αρπάζοντας κάθε μια άκρη
απ το μαντήλι σου
ανεμίζοντας ανέμελα απογεύματα
δεν υπήρξα ποτέ ανέμελος
και το ξέρεις
δείχνοντάς μου
τα καλύτερα χρόνια
κλείνουν σιγά σιγά
μικρές ατραπούς
για να δραπετεύουν
τα παιδιά
ήθελα μόνο
να βγω έξω να παίζω
δεν κατάλαβα, βλέπεις
πώς πέρασα τη ζωή μου
περιμένοντας μια ωραία μέρα
με ήλιο
να βγω στην πλατεία
κάποτε ο κόσμος
ήταν απέραντος
μετά ήρθανε θάλασσες
φορέσαμε τα καινούρια μας ρούχα
κάνοντας βόλτες σε παράταιρα χρόνια
ήθελα μόνο να βγω
να παίξω
δεν κατάλαβα
πώς πέρασε η ώρα
δεν κατάλαβα πως
ήτανε πια καιρός
μέχρι που
κοίταξα ένα πρωί
στον καθρέφτη
και είδα πια
με τα δικά σου μάτια
έναν άνθρωπο που
αστόχαστα μεγάλωνε
χωρίς καν να το ξέρει
έκανε βήματα μετέωρα
και, ως εκ θαύματος
πάντα την τελευταία στιγμή
σώζονταν
και μου άπλωσες λέει
το χέρι
με χάιδευες
κάτω από το λαιμό
που είχε πια κρεμάσει κάπως
είδα ένα περίγραμμα γνώριμο
μα και νέο
καθησύχασα
γιατί έκανες τη γνωστή
γκριμάτσα σου
αυτή ήταν η
ανταμοιβή μου
το πιστεύεις ή όχι
μια ζωή
όχι πια αναμονή
κι ας ανακυκλώνομαι
αν με αντέχεις
θα κάνω τους κύκλους μου
μ' ένα σου νεύμα
θα γίνομαι ακαριαία
δικός σου
να ό,τι ποθώ
έχει μόνο εσένα
τις ρυτίδες στα μάτια
που γελάνε
ερωτικά
λάγνα επάνω μου ακουμπάνε
κι εγώ πια ναυαγός
εκούσια στο βυθό τους
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου