Ένα κομματάκι χαρτί
σφίγγω μέσα στο χέρι
σαν παιδί
που λέει κρυφά
\μια προσευχή για
να περάσει από το σκοτεινό
μονοπάτι\
φοβισμένο
κλαίει ήσυχα
στη γωνιά του
όχι πως έτσι
θα πρεπε
αλλά ο φόβος
κρυώνει
τα μάτια θολώνουνε
και
δεν βλέπεις καθαρά
τα γράμματα
τα σύμβολα ακατανόητα
σκοτισμένος νους
ας ξημερώνει νωρίς
κι ο ύπνος
δεν έρχεται
κι ο ύπνος δεν αρκεί
ξυπνώντας τοσπίτι γεμάτο
πέτρες και λευκά σεντόνια
δεν υπάρχει πουθενά σκόνη
αυτό δεν είναι φυσιολογικό
ανοίγω την πόρτα διάπλατα'και
δεν κρυώνω
τρυπάνε το σώμα μου
κεριά λιωμένα\,
μωβ διάχυτα φώτα
τραβάω τα ρούχα πιο πάνω
ξαφνικά
όπως θυμάσαι ένα φυλαχτό ή
ένα τραγουδάκι που λέγαμε
ή μια προσευχή
μα τι πρόστυχα σκέφτεσαι
στο συρτάρι
στο συρτάρι
όλα έξω κάτω, ανάκατα
με τη μύτη χωμένη
σαν λαγωνικό
το ρούχο
το εσώρουχο
το ελάχιστο ύφασμα
τρέξε, τρέξε
υπάρχει χώρος
ακόμα για μας
κάτσε να πάω
να προφτάσω
δεν θα μας τον πιάσει κανείς
το υπόσχομαι
δεν θ αφήσω
να μας τον πιάσει,.,.,
μα τι....
τι κάνεις
εγώ εγώ σου λέω θα τρέξω εκεί
μπορώ...
μη με ξυπνάς τώρα
μη με σταματάς
σχεδόν φτάσαμε
να, πέρασα το σκοτεινό διάδρομο
χωρίς να κρατάω τα φουστάνια σου
όχι πως μεγάλωσα
ξέρω:
ο κόσμος είναι πολύ παράταιρος
ή είμαι εγώ κι εσύ γι αυτόν
δεν ξέρω σου λέω
πώς έφτασα μέχρι εδώ
και δεν με πιστεύεις....
κι άμα σε δω]
να προσπαθείς
δεν έκανα κάτι κακό
\δεν θα ξαναπώ τίποτα, να
φιλάω σταυρωτά
ούτε και σε σένα
θαπω τίποτα
δεν είδα και δεν άκουσα
αόρατες βελόνες
γύρω σου
να κάνω ένα γύρω
να τα σκορπίσω όλα
να τα φτιάξω όλα
να κάνω το απόλυτοτίποτα
αλλά κι αυτότοτίποτα
δενμπορώ αλλιώς
μόνο με σένα
απλώνω τα χέρια μου
και βαριά σκοινιά με κρατάνε πίσω
ω θε μου
δώσε μας τόπο
δώσε μας αέρα
να τα πετάξουμε από πάνω μας
εμείς, γυμνοί δεσμώτες
στιλπνά, αγάλματα
εξαίσια υποφέροντας
στο εσπερινό τους καύμα
σφίγγω μέσα στο χέρι
σαν παιδί
που λέει κρυφά
\μια προσευχή για
να περάσει από το σκοτεινό
μονοπάτι\
φοβισμένο
κλαίει ήσυχα
στη γωνιά του
όχι πως έτσι
θα πρεπε
αλλά ο φόβος
κρυώνει
τα μάτια θολώνουνε
και
δεν βλέπεις καθαρά
τα γράμματα
τα σύμβολα ακατανόητα
σκοτισμένος νους
ας ξημερώνει νωρίς
κι ο ύπνος
δεν έρχεται
κι ο ύπνος δεν αρκεί
ξυπνώντας τοσπίτι γεμάτο
πέτρες και λευκά σεντόνια
δεν υπάρχει πουθενά σκόνη
αυτό δεν είναι φυσιολογικό
ανοίγω την πόρτα διάπλατα'και
δεν κρυώνω
τρυπάνε το σώμα μου
κεριά λιωμένα\,
μωβ διάχυτα φώτα
τραβάω τα ρούχα πιο πάνω
ξαφνικά
όπως θυμάσαι ένα φυλαχτό ή
ένα τραγουδάκι που λέγαμε
ή μια προσευχή
μα τι πρόστυχα σκέφτεσαι
στο συρτάρι
στο συρτάρι
όλα έξω κάτω, ανάκατα
με τη μύτη χωμένη
σαν λαγωνικό
το ρούχο
το εσώρουχο
το ελάχιστο ύφασμα
τρέξε, τρέξε
υπάρχει χώρος
ακόμα για μας
κάτσε να πάω
να προφτάσω
δεν θα μας τον πιάσει κανείς
το υπόσχομαι
δεν θ αφήσω
να μας τον πιάσει,.,.,
μα τι....
τι κάνεις
εγώ εγώ σου λέω θα τρέξω εκεί
μπορώ...
μη με ξυπνάς τώρα
μη με σταματάς
σχεδόν φτάσαμε
να, πέρασα το σκοτεινό διάδρομο
χωρίς να κρατάω τα φουστάνια σου
όχι πως μεγάλωσα
ξέρω:
ο κόσμος είναι πολύ παράταιρος
ή είμαι εγώ κι εσύ γι αυτόν
δεν ξέρω σου λέω
πώς έφτασα μέχρι εδώ
και δεν με πιστεύεις....
κι άμα σε δω]
να προσπαθείς
δεν έκανα κάτι κακό
\δεν θα ξαναπώ τίποτα, να
φιλάω σταυρωτά
ούτε και σε σένα
θαπω τίποτα
δεν είδα και δεν άκουσα
αόρατες βελόνες
γύρω σου
να κάνω ένα γύρω
να τα σκορπίσω όλα
να τα φτιάξω όλα
να κάνω το απόλυτοτίποτα
αλλά κι αυτότοτίποτα
δενμπορώ αλλιώς
μόνο με σένα
απλώνω τα χέρια μου
και βαριά σκοινιά με κρατάνε πίσω
ω θε μου
δώσε μας τόπο
δώσε μας αέρα
να τα πετάξουμε από πάνω μας
εμείς, γυμνοί δεσμώτες
στιλπνά, αγάλματα
εξαίσια υποφέροντας
στο εσπερινό τους καύμα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου