κι έκανε τόσο κρύο
δεν είχα που να ζεστάνω
τα χέρια μου
ακόμα κι αν έκλεινα τα μάτια
κάτι αδιόρατα ψυχρό
με τύλιγε
ο δρόμος έρημος
από νωρίς
οι άνθρωποι που δεν ξέρω
ξεστρώνουν το κρεβάτι τους
χωρίς την πολυτέλεια
για ένα φιλί
άνθρωποι τυχεροί
ασύγγνωστα
έφυγα νωρίτερα απ' τη δουλειά
σ΄ όλο το δρόμο
σε αναζητούσα
πάλευα για σένα
δεν ήταν αρκετή η διαδρομή
στην επιστροφή
ένα παγωμένο ποτάμι
κυλάει στην Κηφισίας
τάραξα τις σοκολάτες
το ψυγείο είναι γεμάτο ψίχουλα
η μνήμη ένα
κρύο πιάτο
το χθεσινό φαγητό σκεπασμένο
φύλαξέ το μου
αύριο θα πεινάσουμε
αύριο πώς θα ζεσταίνω τη μεριά σου
κλείσε μια θέση
πώς θα πάω τώρα να κοιμηθώ
πώς θα σηκωθώ αύριο
θα βγεις στο δρόμο
και θα έχει περάσει ήδη
μισή μέρα
ποιος αποφασίζει και γιατί
γιατί δεν με ρώτησε κανείς
δεν μου φτάνουν εκατό σκεπάσματα
πες μου πως
θα έρχεσαι ξανά
δώσε μου έναν ορισμό
περιχαράκωσέ με
μίλα μου σιγά και δυνατά
μη μου ζητάς συγγνώμη
κανείς δε φταίει
μόνο εγώ που
δεν σταμάτησα έξ' από την πόρτα μου
αυτό το μένος
ύπουλος μήνας
εκεί που λες πάμε θάλασσα
εκεί καίγονται ξεχασμένοι χειμώνες
πάψε, πάψε
ό,τι και να πεις ανοησία
ανόητε, αγάπησέ με
με όλη σου τη θέρμη
κάψε για μένα
όλα όσα μου φυλάς με λατρεία
σκίσε τα ρούχα
δες με στο πρόσωπο
όπως ποτέ πριν
κι έλα νικητής
και τροπαιοφόρος
στον κήπο μου
εγώ θ' ανθίσω
μόνο για σένα
ανόητη χελώνα
ξύπνα από τη νάρκη σου
δεν είχα που να ζεστάνω
τα χέρια μου
ακόμα κι αν έκλεινα τα μάτια
κάτι αδιόρατα ψυχρό
με τύλιγε
ο δρόμος έρημος
από νωρίς
οι άνθρωποι που δεν ξέρω
ξεστρώνουν το κρεβάτι τους
χωρίς την πολυτέλεια
για ένα φιλί
άνθρωποι τυχεροί
ασύγγνωστα
έφυγα νωρίτερα απ' τη δουλειά
σ΄ όλο το δρόμο
σε αναζητούσα
πάλευα για σένα
δεν ήταν αρκετή η διαδρομή
στην επιστροφή
ένα παγωμένο ποτάμι
κυλάει στην Κηφισίας
τάραξα τις σοκολάτες
το ψυγείο είναι γεμάτο ψίχουλα
η μνήμη ένα
κρύο πιάτο
το χθεσινό φαγητό σκεπασμένο
φύλαξέ το μου
αύριο θα πεινάσουμε
αύριο πώς θα ζεσταίνω τη μεριά σου
κλείσε μια θέση
πώς θα πάω τώρα να κοιμηθώ
πώς θα σηκωθώ αύριο
θα βγεις στο δρόμο
και θα έχει περάσει ήδη
μισή μέρα
ποιος αποφασίζει και γιατί
γιατί δεν με ρώτησε κανείς
δεν μου φτάνουν εκατό σκεπάσματα
πες μου πως
θα έρχεσαι ξανά
δώσε μου έναν ορισμό
περιχαράκωσέ με
μίλα μου σιγά και δυνατά
μη μου ζητάς συγγνώμη
κανείς δε φταίει
μόνο εγώ που
δεν σταμάτησα έξ' από την πόρτα μου
αυτό το μένος
ύπουλος μήνας
εκεί που λες πάμε θάλασσα
εκεί καίγονται ξεχασμένοι χειμώνες
πάψε, πάψε
ό,τι και να πεις ανοησία
ανόητε, αγάπησέ με
με όλη σου τη θέρμη
κάψε για μένα
όλα όσα μου φυλάς με λατρεία
σκίσε τα ρούχα
δες με στο πρόσωπο
όπως ποτέ πριν
κι έλα νικητής
και τροπαιοφόρος
στον κήπο μου
εγώ θ' ανθίσω
μόνο για σένα
ανόητη χελώνα
ξύπνα από τη νάρκη σου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου