Θα κυλιστώ πάλι
επάνω στις πιο κοφτερές σιωπές
που μόνος μου
με επιμέλεια προετοίμασα
περιφέροντας το άδειο κέλυφος
για άλλη μια φορά
περνώντας τα αυτοκίνητα
οι βραδινοί συνδαιτημόνες
που ετοιμάζουν το τραπέζι
κανείς δεν θα με προσκαλέσει
θα είναι μια πικρή
ανυπόφορη πανσέληνος
ένα καρκίνωμα
που όσο το ξεριζώνεις
όλο και φυτρώνει
δηλητήριο της μέρας
ό,τι καλύτερο έζησα ποτέ
να ποτιστεί με τα απόνερα
οι νιοστοί κόποι
τα νιοστά βάρη
πώς θα τα σηκώνω θεε μου
πώς θα μπορώ
να έχω μια όμορφη γωνιά σε'
έναν ήσυχο κήπο
δεν ζήτησα κάτι άλλο
μόνο τη δύναμη
να σηκώσω τη ζωή μου
χωρίς να περιφέρω ένα
άρρωστο έμπυο
κάτω από τη σφριγηλή έξαψη
των στιγμών που πασχίζω
αποταμιεύοντας το ελάχιστο
με αυτό χτίζω
το πιο γερό προγεφύρωμα
κι η σαθρή επιφάνεια
χλευάζει την κάθε μου
προσπάθεια
και να πρέπει συνάμα
να δείχνεις το δρόμο
ενώ διψάς να λες
άσε θα ξαποστάσουμε πιο κάτω
έφευγε η μέρα
η μέρα πάγωνε την ψυχή
τα παιδιά γυρίζοντας
από το απογευματινό παιχνίδι
στην απαντοχή των ίδιων πραγμάτων
τι έκανα 'τι δεν έκανα
όταν
μετά από
πέντε έξι χρόνια
κοίτα,
σαν να περάσανε κιόλας
αν αντέξει αυτό το κορμί
στα γυαλιά
και τα καρφιά
αν δεν φτάσει στο τέρμα
χωρίς φως, όσφρηση, γεύση
μα τι λες
τι λες
ποιος σου έμαθε να παλεύεις;
ποιος σου έμαθε
να δίνεις τα πάντα
δεν ξέρω
το είχα από πάντα
είναι μάλλον
αυτό που λένε
η μοίρα των καλών
και ήσυχων ανθρώπων
να ξοδεύουν κάθε μόριο ζωής
εξαντλημένοι πολύ πριν το τέρμα
είναι η συνείδηση του κάματου΄
και η φωτιά του πόθου
που σπρώχνει μπροστά
θαρρετά
ένα ξάστερο δειλινό
θα έχουμε πολλά τέτοια
ολόδικά μας
θα δεις
στο υπόσχομαι
θα τα φέρω '
όλα εδώ
για να παίζεις
με τα πόδια σου
αρκεί μόνο
να συνεχίζεις να παίζεις
κι εγώ να δέχομαι
έτσι απλά
το μικρό σου λάκτισμα
με ανείπωτη χαρά
επάνω στις πιο κοφτερές σιωπές
που μόνος μου
με επιμέλεια προετοίμασα
περιφέροντας το άδειο κέλυφος
για άλλη μια φορά
περνώντας τα αυτοκίνητα
οι βραδινοί συνδαιτημόνες
που ετοιμάζουν το τραπέζι
κανείς δεν θα με προσκαλέσει
θα είναι μια πικρή
ανυπόφορη πανσέληνος
ένα καρκίνωμα
που όσο το ξεριζώνεις
όλο και φυτρώνει
δηλητήριο της μέρας
ό,τι καλύτερο έζησα ποτέ
να ποτιστεί με τα απόνερα
οι νιοστοί κόποι
τα νιοστά βάρη
πώς θα τα σηκώνω θεε μου
πώς θα μπορώ
να έχω μια όμορφη γωνιά σε'
έναν ήσυχο κήπο
δεν ζήτησα κάτι άλλο
μόνο τη δύναμη
να σηκώσω τη ζωή μου
χωρίς να περιφέρω ένα
άρρωστο έμπυο
κάτω από τη σφριγηλή έξαψη
των στιγμών που πασχίζω
αποταμιεύοντας το ελάχιστο
με αυτό χτίζω
το πιο γερό προγεφύρωμα
κι η σαθρή επιφάνεια
χλευάζει την κάθε μου
προσπάθεια
και να πρέπει συνάμα
να δείχνεις το δρόμο
ενώ διψάς να λες
άσε θα ξαποστάσουμε πιο κάτω
έφευγε η μέρα
η μέρα πάγωνε την ψυχή
τα παιδιά γυρίζοντας
από το απογευματινό παιχνίδι
στην απαντοχή των ίδιων πραγμάτων
τι έκανα 'τι δεν έκανα
όταν
μετά από
πέντε έξι χρόνια
κοίτα,
σαν να περάσανε κιόλας
αν αντέξει αυτό το κορμί
στα γυαλιά
και τα καρφιά
αν δεν φτάσει στο τέρμα
χωρίς φως, όσφρηση, γεύση
μα τι λες
τι λες
ποιος σου έμαθε να παλεύεις;
ποιος σου έμαθε
να δίνεις τα πάντα
δεν ξέρω
το είχα από πάντα
είναι μάλλον
αυτό που λένε
η μοίρα των καλών
και ήσυχων ανθρώπων
να ξοδεύουν κάθε μόριο ζωής
εξαντλημένοι πολύ πριν το τέρμα
είναι η συνείδηση του κάματου΄
και η φωτιά του πόθου
που σπρώχνει μπροστά
θαρρετά
ένα ξάστερο δειλινό
θα έχουμε πολλά τέτοια
ολόδικά μας
θα δεις
στο υπόσχομαι
θα τα φέρω '
όλα εδώ
για να παίζεις
με τα πόδια σου
αρκεί μόνο
να συνεχίζεις να παίζεις
κι εγώ να δέχομαι
έτσι απλά
το μικρό σου λάκτισμα
με ανείπωτη χαρά
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου