Ασελγώ
επάνω σε σκιές επίμαχες
στους γκρεμούς αφήνω αναστεναγμούς
οδύρεται η καρδιά μου
στον άφευκτα ασφυκτικό διαχωρισμό
περιφέροντας
τα λαμπρά μου αμαρτήματα
ου τόπος το σώμα
όταν αποχωρίζεται
το μισό της ψυχής και σαρκός
εκ τούτου διωκόμενο
καταλήγω να κρύβομαι
πίσω απ' το πιο φανερό
καραδοκώντας
μια μικρή ανταμοιβή
τις ώρες των παθών
βρέθηκα πάλι
σ' αυτό το μισερό διάμεσο
μη γνωρίζοντας καλά καλά
προς τα πού το έρεβος
και πού ο ορίζοντας φαιδρύνεται
να πάω, λέω
κατά τη θάλασσα
οι άνθρωποι εκεί
θα είναι ανάλαφροι
θα κινούνται διάφανα
όλα ένα απείκασμα
χωρίς βάρος
χωρίς τοπίο
και των ευχών αντίλαλος
κλείσε την πόρτα
να μην δω
μην προλάβω να τρέξω
πριν καταλάβω
πριν το φως
ουδέτερο και άγευστο
έρθει να διαυγάσει
τις μνήμες μας
δεν θα μιλήσω σε άνθρωπο
να διατηρήσω
την κάθε συλλαβή
που επιδαψίλευες
με τα χέρια
με το στόμα
να κοινωνήσω ξανά
απ τη σχισμή των βράχων
το ιερό νερό
και τ' άγιο μύρο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου