Δύο
θα σε δω ξανά
στο παρά πέντε
και θα κυλάω
θα μετράω
θα γυρνάω εδώ κάτω
πήρες το δρόμο
και πήγαινες
και πήγαινες
λες και ο δρόμος
δεν θα σ' ακολουθούσε
έκρυψες το πρόσωπό σου
πίσω απ' τα γυαλιά
αλλά και πάλι
όλα ήταν εκεί
τα πιάτα
στο νεροχύτη
τα βήματα
με πόδια γυμνά
όλα εδώ σε φέρνουν
η ώρα ενιάμιση
και τα φώτα
στο δρόμο
περιμένω
να σε δω
ν΄ ανεβαίνεις
όπως τα άλλα βράδια
το θρόισμα
απ' το φουστάνι σου
ένα δροσερό αεράκι
που σκορπάς
το σπίτι
σε καλοδέχεται
δεν ήτανε απ' την αρχή
δικό μου
είχε κάτι
από την αύρα σου
τ' αναγνώρισα
μέσα σου
δεκαπέντε μέρες
το φως
και το σκοτάδι
δικά μας όλα
να σε ψηλαφίζω
να με αγγίζεις
πράγματα που
κάνουν οι άνθρωποι
ζώντας, αγαπώντας
δεν ξέρω τι άλλο
να περιμένω
τα μάζεψα όλα
σαν να άδειασε
κι από άρωμα
κι από προσμονή
δεκαπέντε απλές
ήσυχες μέρες
ήρεμες
μέσα στο πάθος τους
καταλαγιάζοντας
αίσθηση
με ορμή
πρόσωπο με πρόσωπο
απόψε
θα κοιμηθώ
βαριά
υπνωτισμένα
ξέρω πως
θα σηκωθώ
το βράδυ αργά
αναζητώντας
στο σαλόνι
στην είσοδο
τα πέδιλά σου
και θα φορώ
τα ρούχα σου
όχι, δεν είναι εμμονή
ή όπως λένε,
διαστροφή
ούτε και προσπαθώ
μάταια
να γίνω εσύ
μόνο που
θέλω
να σε φέρω πάλι
κάπως επάνω μου
κάπως να εισχωρήσεις
στο δέρμα μου
δεκαπέντε
είχα ένα σώμα
είχα λίγο ξεχαστεί
ξέχασα να μετράω
και τώρα
η καινούρια μέρα
έρχεται αμείλικτα
να ξαναζήσουμε
σαν να μην υπάρχει χρόνος
ούτε διακοπές
ούτε τόσοι δρόμοι
τόσος κόσμος
ούτε τίποτα άλλο
εκεί έξω
εδώ μέσα
και παντού
δεν αναγνωρίζω
τίποτε άλλο
παρά μόνο
εμείς
θα σε δω ξανά
στο παρά πέντε
και θα κυλάω
θα μετράω
θα γυρνάω εδώ κάτω
πήρες το δρόμο
και πήγαινες
και πήγαινες
λες και ο δρόμος
δεν θα σ' ακολουθούσε
έκρυψες το πρόσωπό σου
πίσω απ' τα γυαλιά
αλλά και πάλι
όλα ήταν εκεί
τα πιάτα
στο νεροχύτη
τα βήματα
με πόδια γυμνά
όλα εδώ σε φέρνουν
η ώρα ενιάμιση
και τα φώτα
στο δρόμο
περιμένω
να σε δω
ν΄ ανεβαίνεις
όπως τα άλλα βράδια
το θρόισμα
απ' το φουστάνι σου
ένα δροσερό αεράκι
που σκορπάς
το σπίτι
σε καλοδέχεται
δεν ήτανε απ' την αρχή
δικό μου
είχε κάτι
από την αύρα σου
τ' αναγνώρισα
μέσα σου
δεκαπέντε μέρες
το φως
και το σκοτάδι
δικά μας όλα
να σε ψηλαφίζω
να με αγγίζεις
πράγματα που
κάνουν οι άνθρωποι
ζώντας, αγαπώντας
δεν ξέρω τι άλλο
να περιμένω
τα μάζεψα όλα
σαν να άδειασε
κι από άρωμα
κι από προσμονή
δεκαπέντε απλές
ήσυχες μέρες
ήρεμες
μέσα στο πάθος τους
καταλαγιάζοντας
αίσθηση
με ορμή
πρόσωπο με πρόσωπο
απόψε
θα κοιμηθώ
βαριά
υπνωτισμένα
ξέρω πως
θα σηκωθώ
το βράδυ αργά
αναζητώντας
στο σαλόνι
στην είσοδο
τα πέδιλά σου
και θα φορώ
τα ρούχα σου
όχι, δεν είναι εμμονή
ή όπως λένε,
διαστροφή
ούτε και προσπαθώ
μάταια
να γίνω εσύ
μόνο που
θέλω
να σε φέρω πάλι
κάπως επάνω μου
κάπως να εισχωρήσεις
στο δέρμα μου
δεκαπέντε
είχα ένα σώμα
είχα λίγο ξεχαστεί
ξέχασα να μετράω
και τώρα
η καινούρια μέρα
έρχεται αμείλικτα
να ξαναζήσουμε
σαν να μην υπάρχει χρόνος
ούτε διακοπές
ούτε τόσοι δρόμοι
τόσος κόσμος
ούτε τίποτα άλλο
εκεί έξω
εδώ μέσα
και παντού
δεν αναγνωρίζω
τίποτε άλλο
παρά μόνο
εμείς
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου