Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2022

ψωνια

Μου αρέσει να ψωνίζω μεταχειρισμένα βιβλία απ' του Benoit έτσι για μια δεύτερη ευκαιρία στην ανάγνωση για μια δεύτερη ευκαιρία στον αναγνώστη μερικές φορές αν είμαι τυχερός βρίσκω στο εσώφυλλο κάποια παλιά αφιέρωση εντάξει όχι πολύ παλιά αλλά για κάποιον κάποτε κάτι σήμαινε τώρα στα χέρια μου ξεσκονίζονται οι αναμνήσεις των ποτέ μην πετάτε διαβασμένα βιβλία ούτε στο ράφι να τακτοποιείτε δώστε τους άλλη μια ευκαιρία κάποια χέρια περιμένουν ν αγγίξουν τα κουρασμένα φύλλα τα ξεθωριασμένα τυπογραφικά και τα βιβλία γερνάνε οι αναγνώσεις γερνάνε έτσι κι εγώ υποθέτω πωςκάποτεμπορεισεδεκαδεκαπέντετριαντασαρανταχρονια σε κάποια ξένα χέρια θα ξεπέσω και μ' αρέσει να βαυκαλίζομαι πιστεύοντας πως κάποιοι θα λένε κάποτε ρε για δες ετούτος δω κάτι Κυ-ψέλλιζε τότε αμην και εις τους αιώνας 

Τοπιοσυντομοξερασμα

 Των Χριστουγέννωνε οι ευχές μου φέρνουνε ναυτία ταρανδάκια κι αγγελάκια  με κάνουν και ξερνάω γλυκειά Κρουέλα, πόσο μου είσαι οικεία ω Φρικαντέλα, πόσο σ' αγαπάω!

αιτιολογια

αναγκαιότητα με κάνει και μιλώ αναγκαιότητα με κάνει και σωπαίνω πλήθος δικαιολογίες γελοίες ευσχημοσύνες μεγαλώνεις μαθαίνοντας να απέχεις συνειδητά ως μία έσχατη γραμμή άμυνας και ζώνη προστασίας η περιουσία μου είναι εδώ δεν την κρύβω ούτε και την πουλάω με αυτά τα λίγα θα πορευτούμε ή δεν θα πορευτούμε καθόλου βαρέθηκα πια  να αιτιολογώ η απολογία μου είναι εδώ κοπιάστε όσοι πιστοί όσοι έχετε μείνει όσοι έχετε αντέξει χωρίς μνησικακία λέγεται αυτό ουδείς υποχρεούται ουδείς κι ο δρόμος ολοένα δυσκολεύει βάζω ουίσκι αφήνω ένα φως αναμμένο αφήνω τα ρούχα  όμορφα διπλωμένα μην μας βρει κανένα κακό κι έχουμε τα χάλια μας επενδύω σε αυτό και πέφτω βαριά εκκρεμής βραδυφλεγής σαν κάτι ξεχασμένους όλμους που υπνώττουν με κίνδυνο κάποια στιγμή να διαλύσουν το σκηνικό

Πριν

είμαι ένας ενδιάμεσος σταθμός μίασύντομηστάση πριντομακρυταξίδιπουθαρθεικαποτε είμαι μια αναμονή μια υποσχετική που σπάει πριν την εκπλήρωση εκεί είμαι ένα παρολίγον πριν τη νύχτα που θα τραβήξει μακριά πριν τα θολά φώτα το ξημέρωμα πριν τους πρωινούς τίτλους στα παρασκήνια στα ρολλά που ανοίγουνε στα μάτια που σέρνονται βαριά πριν καν το καταλάβεις στο θολό τζάμι πέντεπαρατέταρτο προσπερνώντας αδιάφορα τοπία καφές στην καντίνα υπνωτισμένες αφίξεις αίθουσα αναχωρήσεων πριν

ημι

 Μου αρέσουν τα ημιτελή τα ανολοκλήρωτα αυτά που δεν μπόρεσαν να αρθρωθούν αυτοτελώς έχω απέραντη κατανόηση για σένα αδερφέ, αδερφή μου που είδες μπροστά σου την αρχή αλλά δεν τα κατάφερες στη συνέχεια όχι για την απενοχοποίηση του πράγματος άλλο όσοι εσκεμμένα τα παράτησαν στη μέση λέω για όσους πώς να το θέσω δεν είχαν πρόθεση καλή ή κακή απλώς μέσα στο συγκεχυμένο τίποτα είδανε μια οδό να ανοίγεται ξεκίνησαν μόχθησαν απέτυχαν αυτούς καλώ στο δείπνο μου τους είπανε άλλοτε και "ελάσσονες" είμαστε άπαιχτοι στους ευφημισμούς μόνο που ξεχνάμε πως και οι ελάσσονες κλίμακες ήσανε δρόμοι  που άλλοτε ευτύχησαν στο αριστούργημα κι άλλοτε άφησαν μιαν ηχώ εκκρεμή για τους επόμενους

thunderstorm

ο γυρισμός είναι πάντα δύσκολος ενίοτε επικίνδυνος μια στραβοτιμονιά εδώ μια κακοτοπιά εκεί ένα "δεν είναι όπως πριν" και όλα ανατρέπονται είναι δύσκολο να χτίζεις με επιστροφή πιο καλή η αναμονή εν' όψει μετά με κακοφορτωμένες αποσκευές κι ούτε μιλιά στον δρόμο μόνο σκοτεινιά που πολλαπλασιάζεται κι ένας ανείπωτος φόβος δυο δάκρυα που κυλάν βουβά και μια αγκαλιά που μέσα της σφραγίζει το θα είμαι πάντα εδώ

καρδινάλιοι

Εσάς νεκροί καρδινάλιοι συλλογίζομαι έτσι που μακάρια απλώνετε την αρίδα σας στην παγερή σκιά της Dom πού να ξέρατε πως μία μέρα θα γινόσαστε θέαμα για τις σέλφιδες των αδηφάγων τουριστών που όλα ζητούν να εγκιβωτίσουν στο κινητό τους δεν βλέπουν   οι ανόητοι τον δικό σας εγκιβωτισμό στην πέτρα του άχρονου και μετά μάνα εσένα σκέφτομαι δεν μου χες πει πως θα ναι δύσκολα θα ναι πολύ δύσκολα και θα χει τίμημα βαρύ δεν ήμουν προετοιμασμένος ευτυχώς που στα ταξίδια μου είχα την τύχη να συσσωρεύω πάνω μου τη σκόνη του κόσμου τις σιωπές των τρένων τα γέλια των καπηλειών και μετά ν' αναμασάω  το πικρό χόρτο της ανάμνησης πριν πέσω για να κοιμηθώ που όλο και πιο δύσκολα μπορώ πια να ξεκινάω όλο και πιο βαριά  τα βήματα όλο και μεγαλύτερη συνήθεια η σιωπή γι' αυτό καλή υπόμνηση είναι η όψη σας μακάριοι καρδινάλιοι πως κάποτε οι δρόμοι τελειώνουν τα εισιτήρια λήγουν τα πρόσωπα λιγοστεύουν και τα ταξίδια ολοκληρώνονται

lying

I m gonna lie down now I m gonna sit my ass and watch the sun until he dies if I 've blown up everything I m gonna snap out  I m gonna come around now just warm my bones lie down in peace then hope we come around some day

εξασκηση

Εξασκούμαι συστηματικά στην τέχνη της αορατότητας τρώω, πότε μια οξεία από δω πότε μια απόστροφο από κει αφήνω μισή παρένθεση ανοικτή και σιγά σιγά οι λέξεις δραπετεύουν με εγκαταλείπουν πανικόβλητες  με την τόση ξαφνική ελευθερία δεν ξέρω αν είναι ανακούφιση να μην υπάρχουν πια λέξεις ή να μην υπάρχει κάτι να λεχθεί έτσι συνεχίζω τακτικά τις ασκήσεις μου  με πολύ καλά αποτελέσματα ώσπου μία μέρα δεν θα υπάρχω ούτε καν ως λέξη γιατί θα έχω καταργηθεί γιατί κανείς δεν θα με χρησιμοποιεί κάτι σαν νεκρή γλώσσα ας πούμε εν τω μεταξύ εναποθέτω πάνω μου το βάρος μιας εικονικής ευφορίας και προσπαθώ με ζήλο να βρίσκω μικρές ουλές και να τις ανασκάπτω με μανία γεμίζω το σώμα μου με ψεύτικες υποσχέσεις σαν χαζά τατουάζ και πορεύομαι για όσο θα βγω ωστόσο κάποια μέρα θα γλιστρήσω  έξω από τα περιθώρια δεν θα είμαι  ούτε καν μια υποσημείωση και κανείς δεν θα το αντιληφθεί θα δεις

Περιπλάνηση

κι αν δεν είναι κανείς εκεί για ν' ακούσει κι αν δεν υπάρχουν πια λέξεις παρά μόνο κάτι άδεια κουτιά χωρίς περιεχόμενο κι αν δεν υπάρχει κάτι να ειπωθεί σαν να ξεθώριασαν ξαφνικά όλα τα νοήματα άσε με λές βλακείες δεν ξέρεις και δεν μπορείς να ξέρεις ούτε και γω γνωρίζω τι με τραβάει κάτω δεν μπορώ ν' ανασάνω δεν υπάρχει αρκετός αέρας ο κόσμος στένεψε αφόρητα δεν ξέρεις τι είναι΄ να μην έχεις πού να πας δεν ξέρεις τι είναι να μην υπάρχει τίποτε να περιγράψεις δεν θέλω να μιλήσω δεν ξέρω πώς γίνεται και καταναλώνεις τον αέρα για να αρθρώνεις εκατό χιλιάδες ανοησίες το λεπτό πόση σπατάλη  πόσο χάσιμο χρόνου πόση αηδία  από τα λόγια τα λόγια τα γλυκερά τα σιχαμένα τα κρυμένα, τα υπονοούμενα τα χαζά, τα σοβαρά αναπαράγοντας το τίποτα μέσα σ' ένα πρησμένο έμπυο εγώ κι  ούτε ένα ένα έστω σημείο μια στίξη μια άνω τελεία για να δεις ν' ακούσεις να αισθανθείς τον τρομερό χείμμαρο  που τρέχει από κάτω απρόσκοπτα σαν τη μοίρα σαν το σκοτάδι που έρχεται όλο και πιο νωρίς όλο και...

Παιδια

 Για δες ήμασταν παιδιά ποιος να το λεγε ροβολούσαμε στα μονοπάτια τίποτα δεν έσκιαζε τον δρόμο μας νεωσσοί αστόχαστοι είναι να απορεί κανείς αν υπήρξε ποτέ αυτή η εποχή ν' αναρωτιέται εάν αυτό το σώμα που αρχίζει και δεν πάει ήταν κάποτε κατάφορτο από τους άγουρους καρπούς στέκομαι στη γέφυρα όλα κάπως έχουν αλλάξει ο χρόνος έχει μετατοπιστεί αμετάκλητα η κλίμακα δεν είναι η ίδια το μάτι δεν κάμπτεται πια  τόσο εύκολα στέκομαι στη γέφυρα σαν να μην έχει πια ούτε πίσω ούτε μπροστά σαν να περίμενε πάντα αυτή η στιγμή να με χλευάσει ποιος είσαι συ  που επιστρέφεις το τοπίο  δεν σε αναγνωρίζει δεν σε εμπεριέχει ήσαν όλα μία αντανάκλαση και τώρα λάμπει στο σκληρό φως η γυμνή αλήθεια των τα κύτταρα ριγούν κάπως από την ανάμνηση αλλά δεσμεύονται  από τον άφευκτο δρόμο της εξέλιξης των επόμενων που ήδη ετοιμάζονται  ή ήσαν ήδη έτοιμοι πριν καν το υποψιαστείς παλιέ, ξεχασμένε διαβάτη Στη νέα γέφυρα του Σπερχειού, που φαίνεται σαν να κατάπιε και να μεταστοιχείωσε εκ...

Οριστικά

Φύσηξε ο λεβάντες και τα σύννεφα διαλύθηκαν * στο σπίτι ετοιμαζόταν το τραπέζι όλοι πήραν τις θέσεις τους η γάτα γουργούριζε γύρω ήταν μία Κυριακή όπως όλες το πρωί πέρασα από τον Αη Δημήτρη το σκηνικό στήνονταν για μία βάφτιση ελάτε να παίξουμε τους ρόλους μας να εγώ θα βάζω τα καλά μου από δω και πέρα ποτέ δεν ξέρεις περιμένοντας αυτή τη στιγμή έξω απ' την παρένθεση περπάτησα τη γνωστή διαδρομή σταμάτησα στα μισά για καφέ πρόσχημα ήταν η κύστη πίεζε πρέπει πια να φροντίζουμε περισσότερο πρέπει πια να φροντίζουμε λιγότερα ξέρουμε τώρα όχι άλλες άσκοπες περιπλανήσεις όχι σκοτεινές αποστάσεις επιστροφή το φθινόπωρο είναι επιστροφή να μικραίνουν οι μέρες να ξεκουράζονται οι σκέψεις να ξεχνιούνται οι ανησυχίες την ώρα που πλαγιάζουμε το μικρό απόγευμα με τον λύχνο των πρώτων φώτων μια αγκαλιά ο χρόνος πριν πετάξουμε οριστικά * Carlos Fuentes (2007),  Κονστάντσια και Άλλες Ιστορίες για Παρθένους, Εκδόσεις   Άγρα

χρεος

 Δεν ξέρεις τίποτα μία απ' τα ίδια που λένε κάποια μέρα θα ανασυνταχτούμε αν έχουμε δυνάμεις θα κοιταχτούμε αν μπορούμε να δούμε θα αποτιμήσουμε αν θυμόμαστε να μετράμε εν τω μεταξύ έχε θαυμασμό θυμήσου με δέος και πίστη σε κάτι ιερό αυτό που σε ξεπερνά για όσους κατάφεραν να υπερβούν αυτό το μέτρο νιώσε μέσα σου αν μπορείς κάτι απ' αυτή  την υπέρβαση εσύ αναμοχλεύεις στα ρηχά κάποιοι με μιας κατοίκησαν στο άχρονο χρέος σου να μνηνονεύεις τους ήρωες επαναστάτες και ποιητές μιας και δεν μπορείς κάτι καλύτερο κάμε τουλάχιστον αυτό

θλιμμένο κορίτσι

Το πιο θλιμμένο κορίτσι θέλω να σου πω ότι όλα είναι εντάξει αλλά δεν ξέρω πια να μεταφράζω τις σιωπές σκάβω στο σώμα μου ορύγματα για να καλύπτομαι και ανοίγει μέσα ένα έρεβος που με τυλίγει εκκωφαντικά δεν θέλω να σε πάρω εκεί κάτω θα περιμένω ν' ανακαλύψω τις πηγές που ίσως και να μην υπήρξαν ποτέ ως τόσο δεν θέλω να κουβαλάς τόσο θλίψη ίσως και να λαθεύω ίσως όλα να γυρίζουν  γύρω από το ίδιο πρωταρχικό λάθος ίσως πάλι και να μην υπάρχει καιρός ποιος ξέρει ποιος γνώρισε ποτέ θα κοιτάξω πάλι μέσα σου μήπως βρω τις απαρχές μήπως έστω ένα μικρό επικίνδυνο πέρασμα έστω ένα μικρό φωτάκι στο βάθος απ' αυτά που παρηγορούνε τα τρομαγμένα απ' το μισοϋπνι παιδιά

Το χωριό

Μια μέρα θα γυρίσουμε στο χωριό και δεν θα 'ναι όπως άλλοτε το γαλάζιο σπίτι ορατό απ' την παλιά τη γέφυρα κι όλο το χωριό  ν' απλώνεται σαν χάδι στην πλαγιά ριζωμένο απ' τα σκληρά τα χέρια των ξωμάχων στη στροφή μπαίνοντας με καμάρι και με μια ικανοποίηση άλλοτε ο πατέρας απτή σε κάθε κίνηση σχεδόν ανυπέρβλητη στον χωματόδρομο με το γρέζι το παλιοκαιρινό τελευταία στροφή η βρύση τόπος μαγικός  για τα αθώα παιδικά μας μάτια τόπος ιερός ένα προσκύνημα καθαυτό πριν την είσοδο στην πλατεία του Αη Θανάση πριν τραβήξουμε χειρόφρενο στο παλιό σχολείο πριν πάρουμε το μονοπάτι ορατό και μυστικό για να βγούμε στην αυλή να χορταίνει η ψυχή βασιλικό και γαρύφαλλα όχι απ' αυτά που βάζουν για το ξόδι από τ' άλλα τα ζωντανά που πάντα ευωδιάζουν στ΄ανθισμένα της μνήμης περιβόλια

στο εξής

 Δεν έχω πια φωνή δεν μπορώ  να τραγουδήσω οι νότες σκαλώνουν και βγαίνουν κάτι σκευρωμένες προσπάθειες απεγνωσμένες σαν τον πνιγμό που είναι βέβαιος κι ωστόσο μάταια παλεύεις ίσως οι αισθήσεις μία μία να υποχωρούν ώσπου στο τέλος καμία αίσθηση κι αν ήσουν κι αν δεν ήσουν ποια η διαφορά όταν ο  κόσμος μέσα σου λιγοστεύει παύει πια να έχει σημασία όταν η λέξη στερείται νοήματος γιατί μα την αλήθεια να ειπωθεί χείμαρρος δίνη ωκεανός λέξεων για το τίποτα λες και καταλαβαίνει κανείς ακούω την ηχώ της φωνής μου υπόκωφα μέσα μου και δεν αναγνωρίζω το παραμικρό πήγαν όλα παραπέρα δεν αγγίζω τίποτα ίσως ο πόνος να είναι η μόνη δίοδος ίσως η απουσία η μόνη λογική πράξη τώρα που δεν μπορώ πια αλλιώς θα τραγουδώ για πουθενά και κανέναν αυτό θα κάνω στο εξής

Στα διοδια

Ενας αγγελος με τη μορφη εκεινης μετρα τα ναυλα μου ενταξει μπορω και σημερα να περασω στην αλλη πλευρα παιρνοντας μαζι μου ενα βαθυ γρηγορο βλεμμα στην επιστροφη δεν ειναι παρα ενας γκριζος υπαλληλος                   το πιο παραξενο στη θαλασα ενα θεσπεσιο λεπτο αρωμα απο λιβανι να ερχεται απο τα βαθη του κολπου να  θελω τοσο πολυ να παω μεσα σιμα ομως και να φοβουμαι πισωπατω προσπαθω να ταιριαξω κομματια σαρκας σε ενα αναγνωρισιμο σωμα που παλι με απογοητευει με κουρασε αυτη η φλυαρια πρεπει να πηγαινω οσο πιο μακρυα γινεται απο γιορτες ποτε δεν ταιριαξα τωρα;

πεθαίνοντας στον καναπέ

 οι κουρτίνες τραβηγμένες τα στόρια κατεβασμένα ούτως ή άλλως δεν είχε νόημα από καιρό ίσως με το τηλεκοντρόλ στο χέρι σαν τις αμερικάνικες ταινίες μπροστά σε μία ανοιχτή τηλεόραση ίσως στο νεροχύτη μία μικρή διαρροή βασανιστικά αργές σταγόνες ίσως με πιάτα λερωμένα στοιβαγμένα ψίχουλα στο τραπέζι και μια σειρά μυργμήγκια σε ανυποψίαστο πάρτυ να περάσει κι αυτό το βράδυ για να έρθει μία άλλη μέρα και μετά άλλη μία και άλλη μία και μετά αυτά τα καλύμματα  ήταν ταλαιπωρημένα από καιρό αυτά τα χέρια αγκυλωμένα ξεχασμένα στην αγάπη μπλέκανε άβολα μεταξύ τους κρατούσαν το τσιγάρο και τον καφέ κάτω πεταμένες στάχτες τι με νοιάζει ας καθαρίσουν οι επόμενοι κι αν δεν μένει κανένας πίσω ας μείνουν οι στάχτες να εισχωρήσουν στα πλακάκια να βγουν από τη μπαλκονόπορτα τι με νοιάζει μόνο που, να έλεγα να πάω αύριο αυτόν τον μικρό περίπατο να πω ένα γεια στα παιδιά στο σούπερ μάρκετ να πάρω και κάνα φρούτο έτσι να υπάρχει ωραίο είναι το καρπούζι τον Αύγουστο ωραίο θα ήτανε αφήστε με τώρα θέ...

ίσως

Πέρασα τόσα που ίσως ξέρεις κι άλλα που θα 'τανε βαριά να υποφέρεις πράγματα που έχασα στο δρόμο που σκορπιστήκανε σαν χίμαιρες στο χρόνο Κι έτσι αδιάφορα κυλούσα κι όλο με πόνο την καρδιά μου τυραννούσα χωρίς να φταίει κανείς για μένα που κυβερνούσα τα παλιά και τα σπασμένα Ίσως υπάρχουνε συγγνώμες που να μπορούνε ν αλλάξουν κάποιες γνώμες Ίσως υπάρχουν φυλαγμένα αυτά που νόμιζες πως ήτανε χαμένα Ξέρεις καλά όπου και να 'σαι ήτανε νύχτες που δεν θέλεις να θυμάσαι τα ξημερώματα ήταν πόνος όπου να πήγαινες θα ήσουν πάλι μόνος Όλα περνούν κι όλα γερνάνε οι αναμνήσεις μένουν πίσω και γυρνάνε βήματα ηχούν ξανά στις σκάλες κι είμαστε εμείς σαν της βροχής μικρές ψιχάλες Ίσως υπάρχουνε συγγνώμες που να μπορούνε ν αλλάξουν κάποιες γνώμες Ίσως υπάρχουν φυλαγμένα αυτά που νόμιζες πως ήτανε χαμένα

όσο πιο μακριά

παιδί μου όσο πιο μακριά γίνεται  απ' αυτόν τον εσμό μακριά από τις εύκολες συγγνώμες τις ανυποψίαστες αυταπάτες τις άκοπες υποσχέσεις τους φανταστικούς τόπους αλάργα απ' τους υψίφρονες, κορύβαντες στις νίκες ερπετά στις ατυχίες, τους απαστράπτονες φαύνους και τις ύπουλες καρακάξες όσους χρωστούν και δεν δίνουν όσους μαζώχνουν χρηστικές σχέσεις με οδηγίες χρήσεως τους ανιστόρητους και τους αμνήμονες όσους σου στρώνουνε το δρόμο κι όσους σε κάθε βήμα καιροφυλακτούν τι να σου πω παιδί μου  εν ολίγοις  θα είναι λίγες οι φορές όπου θα πεις δες με, να! σίγουρα πατώ μα θα 'ναι δικές σου μοναχά  και σε κανέναν άλλο λόγο δεν θα δώσεις μόνο στην ίδια σου τη λύπη και τη χαρά

δρομολόγιο

σκεπάζομαι τη σκιά αιώνων όμως δεν έχω βαρύτητα συνήθισα τόσο πολύ  να περιφέρομαι που έχασα σιγά σιγά κάθε βάρος και διάθεση  να κολλήσω τα πόδια μου σε στέρεο έδαφος δεν ήταν απόφαση συνειδητή ήταν ένα βήμα επιπόλαιο έξω απ' τον κόσμο όπου με άνεση όντας αόρατος σε αόρατους απόδιωξα κάθε έγνοια και φροντίδα ένας ξέγνοιαστος τέλεια ξένος πόση σπατάλη λόγου θεέ μου, πόσες λέξεις πεταμένες στον βόρβορο του ασήμαντου βλέπω τους επιβάτες με κινητά υπνωτισμένους σαν άθλιους υπνοβάτες κι απ' τον εσμό που μ' έριξες να ζω τι παράξενο ούτε και θέλω να ξεφύγω ούτε και τους μισώ δεν έχω μίσος θεέ μου δεν έχω τίποτα εκτός από κάτι ψιλά πενταροδακάρες αισθήσεων που τις ξοδεύω αλόγιστα στα τυχερά παίγνια της λήθης χτίζοντας στέρες υποθήκες για μελλοντικές σιωπές κι αποσιωπήσεις αν υπάρχει κάτι ήτανε κάτω από τις μάσκες τώρα τα στόματα ζέχνουν δηλητήρια υποκριτές και σαλτιμπάγκοι εγώ δηλαδή μέσα σε όλο αυτό το υπέροχο συνονθύλευμα της σιχασιάς το βράδυ ακούω ξαφνικά κάτι λυγμούς ξυπνώ ήτ...

φθορά

Της σάρκας κακοφορμισμένες στοιβάδες σαν στραβοπατημένα παλιά υποδήματα ποιος μπορεί να χαίρεται ποιος άνετα να περιφέρεται προς τη φθορά γυναικεία κορμιά εσείς που μόλις διασώζετε κάτι απ' την αλλοτινή τη χάρη πόσο όμορφα διαγράφεται ένα χαμόγελο με τις ρυτίδες του πόση αίσθηση ζωντανή διαχέεται διασχίζοντας ξανά τα μονοπάτια που ρημαγμένοι έρωτες σμίλεψαν με τα χρόνια αγαπώντας τ' απομεινάρια  των αλλοτινών τόπων που υπήνεμα υπήρξατε λιμάνια και των σπιτιών τους γκρίζους τόνους που μένουν αποτύπωμα ανεξίτηλο για τις όμορφες μέρες που αληθινά υπήρξανε κι αληθινά ξεχάστηκαν σαν την άμμο μες τις τσέπες αποκαλόκαιρα που άλλοτε

οι καρέκλες

Απόψε παρατήρησα για πρώτη φορά τις άδειες καρέκλες της κουζίνας οι καρέκλες λοιπόν έχουν μνήμη ναι χλευάστε μνήμη του κώλου κι όμως οι άνθρωποι χοντραίνουν πλαδαραίνουν  κουράζονται και κάποια μέρα χάνουν το σχήμα τους τα πράγματα όμως μένουν πίσω κι εκδικούνται οι άνθρωποι  απλώς διασχίζουν βιαστικά και λησμονιούνται

σαν να μην

 Άτιμη φάρα η νοσταλγία έρχεται και διεκδικεί αυτά που δικαιωματικά λέει... και άντε τώρα να εξηγείς για άγονες γραμμές και ξέρες και το χειρότερο έρχεται κι επιβεβαιώνεται ο Τσέχωφ "πώς πέρασε έτσι η ζωή σαν να μην την έζησα"

τα αντικλείδια

 έχω στις τσέπες μου κάτι παλιά αντικλείδια που έχω ξεχάσει πια τη χρεία τους μου φαίνεται πως απλώς συνοδεύουν έναν παλιό εφιάλτη που με κυνηγάει από παιδί να ξυπνάω μέσα σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο και το σκοτάδι να με διαπερνά σαν εμμονή  κι από την εξώπορτα να λείπει το κλειδί όπου μισάνοιχτη κι εξίσου σκοτεινή εγκυμονεί μιαν απειλή πηχτή κι αόριστη σαν το σκοτάδι και περιμένω παγωμένος τους εισβολείς κι ούτε ένα χέρι στοργικό ούτε γλυκειά μητέρα ούτε ο καθησυχαστικός ο ήχος από το γνώριμο κλειδί τα βήματα αργά στη σκάλα του πατέρα θα γυρίσουμε μόνοι και τ' αντικλείδια πια δεν ωφελούν παραχαράχτηκε η μνήμη από καιρό κι ούτε εμένα  ούτε και σένα πια ανήκει σαν ξεχασμένοι φόνοι

Το παιδί

Το παιδί παίζει το παιδί είναι αμέριμνο δεν γνωρίζει κανείς δεν του είπε γι αυτά που έπονται αλλά και να του έλεγε ποια η σημασία κι όμως γιατί ώρες ώρες σκοτεινιάζει και πικραίνεται το παιδί λες, α, αυτά είναι καμώματα αλλά δεν ξέρεις δεν το καταλαβαίνεις πως μ' ένα βάρος έρχεται που δεν επέλεξε και στο εξής θα το σηκώνει στις μικρές του πλάτες το παιδί

Ευγνωμοσύνη

Για όλα αυτά που ήρθανε και φύγανε για όσους πλησίασαν σταθήκανε και μείνανε γι' αυτά πάλι που πέρασαν στη φευγαλέα πορεία τους έλαμψαν και σβηστήκανε όσα αποτύπωμα αφήσανε κι όσα ξυστά πάλι μας βρήκαν και χαθήκανε με όσους χαρές, φωτιές και λύπες  μοιραστήκαμε με γέλιο, δάκρυ κι έρωτα ενωθήκαμε κι όσες φορές το νήμα χάσαμε και ξαναβρήκαμε στα πρωϊνά όλου του κόσμου ξεκινώντας και στα απόβραδα που σβήνουν  στον ορίζοντα εμείς οι αθάνατοι θνητοί πάντοτε λησμονώντας δεν θα βρεθεί ποτέ αυτή η λέξη που επακριβώς να περιγράφει του κόσμου τη μεγαλοσύνη για αυτό σκύβω το βλέμμα τώρα ταπεινά και ψιθυρίζω "ευγνωμοσύνη"

Περί μασκών

όταν όλες οι μάσκες πέφτουν ξεφτισμένες παραμορφωμένες απ΄τη χρήση και την πολλήν υποκρισία τότε αυτή που μένει ανεξίτηλα (η κόρη μου, μικρή, έλεγε "ανεξίπτηλα") τέλεια εφαρμοσμένη πάνω σε κάθε πρόσωπο είναι αυτή του πόνου αυτή καμία εγκύκλιος δεν δύναται να ακυρώσει αυτή φοριέται κάθε εποχή αυτή είναι η μόνη αληθινή κι έσχατη μεταμφίεση  

Ένδειας εγκώμιο

 Αγαπητοί μου δεν θέλω να με εκδώσετε δεν έχω ανάγκη τα εγκώμιά σας χρόνια τώρα περιδιαβαίνω κρεμάμενος σε μανταλάκια σαν τις παλιές  φτηνιάρικες τσόντες στην Ομόνοια που κάποιοι περνούν λοξοκοιτάζοντας και άλλοι σε έσχατη ένδεια έχουνε μόνη καταφυγή έτσι, ταιριάζει μία "σκληρή τσόντα" από την αρχόντισσα- αλήτισσα, Beth Hart

νοσταλγία

 Α, τι καλά που ήσαντε τις μέρες του εγκλεισμού ούτε δικαιολογία μήτε και πρόφαση όλα ωραία μετρημένα από το Α ίσαμε το Β καμία ανασφάλεια καμία αναρώτηση για το ενδιάμεσο απλώς μια απόφαση! το αναπάντεχο ενέχει κίνδυνο ενίοτε σκοτώνει το ορισμένο εμπνέει ασφάλεια εμπιστοσύνη διατρανώνει μήτε και με αναβολές μήτε και τρίτες σκέψεις το τώρα ήταν τώρα δα, μαθες κι όποιος μπορεί  κι όπως μπορεί! όμως, για δες! που όλοι χωρούν και το μπορούν  σε ένα τόσο δα ελάχιστο  ενώ το άναρχο και το άχρονο είναι αδύνατο ως και απάνθρωπο εδώ ένα σώματο, που λες, χωρά - στην τελική και μια χαρά -  σε ένα τόσο δα κουτί! αλλά εμείς, ah oui, πώς δεν χωρέσαμε στο πουθενά  τόσο που πια χαθήκαμε εμείς, ένα απροσδιόριστο γιατί ....και τώρα κάτι πιο θετικό! ,

Τραύμα

Ο τρωθείς ιάσεται Ναι καλά Στην πραγματικότητα το τραύμα ποτέ δεν εξαφανίζεται Υποχωρεί αλλά βαθιά παραμένει Σε ετοιμότητα Να επιτεθεί ξανά έμπυο σε ανύποπτο χρόνο Δεν υπάρχει ανύποπτος χρόνος Μόνο ξεχασμένος πόνος Προσωρινά Γιατί νομίζουμε πως ξεχνούμε Το σώμα δεν ξεχνά Ουδείς αναπαύεται Ούτε καν οι αναχωρήσαντες Κι αυτοί  καταλείπουν κληρονομιά το παλιό το τραύμα να έχουμε να πορευόμαστε οι εν ζωή

δεν

 Αλήθεια, μου λέει, προσπάθησα έκανα τα πάντα έχασα τα πάντα μα δεν μπόρεσα δεν ήτανε, λέει,  αρκετός κάτι για τις προδιαγραφές κάτι για χαμένες μέρες χαμένες ευκαιρίες δεν κατάλαβα ακριβώς ήθελα να τον καταλάβω μήπως και φωτίσω κάτι απ' το αδιέξοδο ήθελα μα τον θεό αλλά δεν

ενιοτε

ενίοτε είναι το χρέος ενίοτε η ανάγκη να ξεβολευτείς από τα κεκτημένα να μετρήσεις ξανά από την αρχή κι ενίοτε ν αποκαλύψεις το αναπόφευκτο τίποτα πια να μην έχεις να δώσεις και ίσως ουδέποτε είχες έρχονται κατακερματισμένοι καιροί ενίοτε της άφευγης ευθύνης

Amputee

ω, γλυκέ αγαπημένε Νυμφίε στ αδύναμα χέρια Σου αχ, πώς να με σηκώσεις που τόσο ποθώ μια λύτρωση μια παντοχή και τόσο στρέφει μέσα μου ένας τρελλός εξάντας πάντα με τραβά ζερβά στη μοναξιά του εγώ στην έρημο της επίγνωσης στα γλιστερά μονοπάτια της εκούσιας ακρωτηρίασης για αγάπη Σου θα ρθω ξανά και θα μείνω in silence

ξεχνιουνται

 ερχονται και παρερχονται με τη βεβαιοτητα οτι θα ξεχαστουν και τουτο ειναι αναμφιλεκτα η μονη σταθερα συνεπως ας χαλαρωσουμε τωρα τι κι αν ('tikian' - τι γελοιο) δεν εκπληρωθησαν, λεει, ας φροντισουν  οι επόμενες μερες που θα προκυψουν αγνωστες και νεες σαν υποσχομενα πρωινα που θα ρθουν οπωσδηποτε οπουδηποτε για οποιουσδηποτε

Crash

 We will happily crash cross our fingers and dream smoothly descending joyfully nothing will matter reverse mode all at ease no afraid no there's a guarding angel on our side will keep us cool no afraid don't compehend nothing matters now we ll lie back and rest oh let us rest no fury nothing to care  all at ease darkside fall asleep on a steep slope no afraid not any more

ξεχνας

ο σεισμογράφος, λέει, του καιρού του και τέτοια μπούρδες μην τα ακούτε την πάρτη μας κοιτάζουμε ίσως πιο πολύ απ' τον καθένα με μια αυταρέσκεια αρρωστημένη πόσο πολύ "εγώ" μέσα σε κάθε υποτιθέμενο "εμείς" κι όμως κάποιες φορές απαλλαγμένος απ' το υστερόβουλο περίγραμμα νιώθω ένα δάγκωμα  που πονά σαν αλήθεια κι αναρωτιέσαι και παραμιλάς μικρέ δυνάστη  και λες γιατί η αλήθεια να είναι πόνος και οδύνη και μετά ξεχνάς που να με πάρει ο διάολος

χαρταετος

 ο χαρταετός κρέμεται απ' το σύρμα κωμικά μετέωρος όσο να πεις είχε μια κάποια προοπτική ίσως κάποια χέρια δεν μέτρησαν σωστά τα ζύγια ίσως να έπρεπε να γίνει ένας αριθμός στη στατιστική αυτών που και φέτος δεν τα κατάφεραν

blur

ορατοί αόρατοι το λιωμένο σίδερο' το λιωμένο σώμα η γλίτσα της αποσύνθεσης ασε δεν καταλαβαίνεις εσύ κοίτα τη δουλειά σου κοίτα τον εαυτό σου στο κινητό στο λερό πεζοδρόμιο σας έχω σιχαθεί όχι σας ικετεύω σας χρειάζομαι fuck u fuck me μην με περιμένεις όχι  περίμενέ με θα σκεφτώ λίγο θα σκύψω το κεφάλι λίγο θα υποκύψω λίγο θα ξαναβρω την ψυχή μου ίσως ίσως την ξαναχάσω ίσωςδενείχαποτεούτεκαιθαποχτήσω πώς μπορείς πώς μπορείς να λες εσύ που αγάπησες τα σύννεφα εσύ που δεν τα κατάφερες είναι ο αλγόριθμος η μη συμβατότητα υπάρχει ο φόβος υπάρχει ο φόβος μέσα έξω κοίτα  θολά που ανοίγεται πέρα ο ορίζοντας κοίτα ένα άλμπατρος διασχίζει την ουδέτερη ζώνη κοίτα να διασχίσεις την ουδέτερη ζώνη ένας θολός ορίζοντας εξαχνώνει στην ομίχλη τα πρόσωπά τους

ανυπαρκτότητα

 είναι μέρες που όσο κι αν κωμικά πετάγεσαι απο δω τινάζεις τα χέρια από κει ξεκορμίζεις σαν τον αρλεκίνο  μέσα απ' το κουτί και πάλι δεν φαίνεσαι ό,τι και να κάνεις δεν παίρνει είδηση κανείς\ όπου το καλό\, με την ανυπαρκτότητα είνα ότι [πρακτικά όλα εκ των προτέρων επιτρέπονται αλλά στο τέλος τέλος τίποτα δεν συμβαίνει πέρα από ένα στιγμιαίο μούδιασμα\ μια έκλαμψη να πεις και μετά το βολικό για όλους και δοκιμασμένο τίποτα

δεν θα είμαστε εκεί

θα έρθει ένα πρώιμο καλοκαίρι αλλά  δεν θα είμαστε εκεί θα έχουμε ξεχάσει τα περσινά σανδάλια στους αμμόλοφους και τις πετσέτες  με μια κρούστα απογοήτευσης θα ειπωθούν πράγματα καινούρια νέες υποσχέσεις θα περιφέρονται ανάμεσά μας αλλά εμείς δεν θα είμαστε εκεί τα πρώιμα θα ωριμάσουν τα ξεχασμένα θα μείνουν σαν κορμοί σκευρωμένοι στην ακτή οι πρώτες ακτίνες θα πέφτουν σε γυμνές ωμοπλάτες θα αρχίσουν ξανά να περιφέρουν ματαιοδοξία εμείς όμως δεν θα είμαστε εκεί οι γειτονιές θα απλώνονται σαν μπουγάδες στην ταράτσα με τη στριφογυριστή ανεμόσκαλα ποτήρια με μπίρες θα πηγαίνουν και θα έρχονται ανέμελοι σκύλοι χαρούμενα παιδικά ποδηλατάκια  μα τι σημασία έχει εμείς οπωσδήποτε δεν θα είμαστε εκεί κι αν με ρωτήσεις καλά δεν σε νοιάζει τόσες σελίδες χαμένες τόσοι τίτλοι  σ ένα άτακτο σώμα χωρίς κεφαλή κι εγώ θα σου πω τι με μέλλει; αφού δεν θα είμαι εκεί Τι να πώ πραγματικά για τη μουσική του Ryo Fukui. Δεν είναι ότι αυτός ο respecτful αλλά underrated- που λέμε- συνθέτης κα...

αιχμηροί

εγώ νομίζω μια φορά αν με ρωτάς πως οι νεκροί αποκτάνε μύτες γαμψές πηγούνια σουβλερά σαν μισοφέγγαρα άκρα γαλβανισμένα κι εκφράσεις ακονισμένες σαν παρατεταμένες σιωπές εγώ σου λέω μια φορά οι νεκροί θέλουν προσοχή είναι αιχμηροί ma que bella machina....

ήσαν καιροί

 Ήσαν  καιροί που έλεγες πως όλα θα πάνε στο καλύτερο ήσαν καιροί που πίστευες αληθινά τώρα οι ενοικιαστές θα περνούν το νέο κατώφλι από δω η κουζίνα το μπάνιο και το υπνοδωμάτιο και στους τοίχους θ' απομένουν κάτω από το στρώμα της νέας μπογιάς κάτι παλιές παλάμες στο σχήμα των έναστρων βραδινών ρεμβασμών κάποιων πολύ μακρινών Αυγούστων

μετά το χιόνι

Τι να σου κάνει  κι αυτό το χιόνι έρχεται με τις καλύτερες προθέσεις και καταλήγει βρώμικο κι ανεπιθύμητο στην άκρη του δρόμου σαν κάτι σπασμένες κούκλες  χωρίς χέρια που είναι σαν ν' αποζητούν  τόσο πολύ μιαν αγκαλιά

εαν

Εάν ήμουν παιδί θα έτρεχα να παίξω στο ξύλινο πειρατικό καράβι του παιδικού σταθμού αν και  εδώ που τα λέμε ούτε θα έτρεχα και θα ντρεπόμουν να έπαιζα ένα δυσάρεστο κι αγέλαστο παιδί το έχω πει και πάλι ωστόσο πέρασαν πια τα χρόνια άπρακτα κι ανώφελα κι έρχεται η ώρα της λογοδοσίας και με φρίκη διαπιστώνεις ότι ελάχιστα έχεις να παραδώσεις έως τίποτα και τότε εξεγείρεται το παιδί τρέχοντας αλαφιασμένο πίσω απ' την αρχή να πιάσει το παιχνίδι μα δεν υπάρχει πια παιχνίδι και το πειρατικό το πλοίο κάπου σκευρώνει και μαυρίζει σαν μνήμα ξεχασμένο

Ευκαιρίας δοθείσης

 Ευκαιρίας δοθείσης θα μπορούσαμε να πετάξουμε τα φθαρμένα προσωπεία να πέσουμε στο παγωμένο νερό ν' ανατριχιάσουμε μέχρι το τελευταίο κύτταρο ευκαιρίας δοθείσης θα μπορούσαμε να πούμε περισσότερα με λιγότερα να σκεπαστούμε  κάτω απ' τον ήλιο του μεσοχείμωνου να γελάμε χρώματα χωρίς λόγο μουτζουρώνοντας  τα άψογα ρήματά μας να προχωράμε αντίθετα ή και να μένουμε εντελώς ακίνητοι να μην μένουμε πουθενά για πολύ καιρό υποθέτοντας αναλώνοντας ευκαιρίας δοθείσης λέω να σχεδιάσουμε τις μορφές μας ματαιόδοξα χαρούμενα ευκαιρίας δοθείσης λέω να κατοικήσω στο μεταίχμιο να μην με ταράζει ούτε σιγή ούτε σκιά και να ξεσπάσω μια φορά σ' ένα εκκωφαντικό  hurricane laughter

ομολογια

οπως τα σβησμενα αστρικα σωματα που το νεκρο τους φως φτανει αδεξια σεμας με καθυστερηση δισεκατομμυριων ετων και λεμε θαυμαζοντας ατιωραια σαν τα πυροτεχνηματα που εφημερα διασκορπιζουν το λαμπερο της καταστροφης τους προιον ας μην πω παραπερα ολοι καταλαβαινουμε ποσο ασημαντοι ειμαστε για ολ αυτα εδω το θαυμα  εδω και το ερεβος στο ακρογιαλι λαμνουν σαν μελανα βοτσαλα στιλπνα οι ψυχες των παιδιων που βουλιαξαμε αμε στο διαολο μια φορα κοσμε αιωνιε φαρισαιε  

επιζημιοι

 ω μη σας ξεγελούν η ευειδής μορφή των οι καλοί τρόποι η προσήνεια είναι απολύτως επικίνδυνοι κυκλοφορούν ελευθέρως ξεγελάνε κατ' εξακολούθησιν τι λέω, κατ' επάγγελμα  βγαίνουν στον ήλιο και καρποφορούν σαν το παράσιτο που κατατρώει της ελιάς το κορμί μόνο που ουδέποτε δύνανται  να διατρανωθούν πάντοτε σπιθαμιαίοι και λίγοι ωστόσο η ζημιά γίνεται για τούτο καλοί μου εσείς έχετε κατα νου τα δηλητηριώδη αγκάθια ν' αποφεύγετε των ωραίων ανθέων που όζουν σήψη και πάθη ακατασίγαστα