σκεπάζομαι τη σκιά αιώνων
όμως δεν έχω βαρύτητα
όμως δεν έχω βαρύτητα
συνήθισα τόσο πολύ
να περιφέρομαι
που έχασα σιγά σιγά
κάθε βάρος
και διάθεση
να κολλήσω τα πόδια μου
σε στέρεο έδαφος
δεν ήταν απόφαση συνειδητή
ήταν ένα βήμα επιπόλαιο
έξω απ' τον κόσμο
όπου με άνεση
όντας αόρατος σε αόρατους
απόδιωξα κάθε έγνοια
και φροντίδα
ένας ξέγνοιαστος
τέλεια ξένος
πόση σπατάλη λόγου
θεέ μου,
πόσες λέξεις πεταμένες
στον βόρβορο του ασήμαντου
βλέπω τους επιβάτες
με κινητά υπνωτισμένους
σαν άθλιους υπνοβάτες
κι απ' τον εσμό
που μ' έριξες να ζω
τι παράξενο
ούτε και θέλω να ξεφύγω
ούτε και τους μισώ
δεν έχω μίσος
θεέ μου
δεν έχω τίποτα
εκτός από κάτι ψιλά
πενταροδακάρες αισθήσεων
που τις ξοδεύω αλόγιστα
στα τυχερά παίγνια της λήθης
χτίζοντας στέρες υποθήκες
για μελλοντικές σιωπές
κι αποσιωπήσεις
αν υπάρχει κάτι
ήτανε κάτω από τις μάσκες
τώρα τα στόματα ζέχνουν δηλητήρια
υποκριτές και σαλτιμπάγκοι
εγώ δηλαδή
μέσα σε όλο αυτό
το υπέροχο συνονθύλευμα
της σιχασιάς
το βράδυ ακούω ξαφνικά
κάτι λυγμούς
ξυπνώ
ήτανε όνειρο δεν ήτανε
μετά το σπίτι γεμίζει νερά
το δωμάτιο βυθίζεται
και κανείς
δεν έχει πάρει είδηση
ωστόσο
δεν αργεί να ξημερώσει
και πάλι σέρνοντας την πανοπλία
του ψεύδους
κατηφορίζω στη Βικτώρια
το ίδιο ψηλό κορίτσι
στέκεται στην αποβάθρα
δεν με ξέρει
και με αναγνωρίζει
φοράω πιο ψηλά τη μάσκα
κ ισιώνω τα σκούρα γυαλιά
χαζεύοντας τις ράγες
το πιο τραγικό δε
είναι που οι σταθμοί
κάποτε φτάνουν σ' ένα τέρμα
το ακόμα πιο χειρότερο
που και οι ράγες κάποτε τελειώνουν
το φοβερό σημείο
με τον ανακρουστήρα τεταμένο
και πίσω πια δεν έχει
πίσω πια δεν έχει
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου