Τι να κάνω
πώς να περάσω
από το δέντρο
στην πέτρα
από τη θάλασσα
στις σπηλιές
η ορυκτή σιωπή
άλλη μια ρυτίδα
καταχώριση του πόνου
στο μέτωπο
πηγαίναμε μιλώντας
με λόγια αγαπημένα και απλά
στον τόνο ενός
κόκκινου χαμόγελου
φώτισε η μέρα μου
λαμπρίζοντας τα δύο χείλη σου
σαν να τα έφερνα ξανά κοντά μου
από πολύ μακριά
δε γνωρίζω άλλη
από τη διάλεκτο
της γραμμής των χειλιών
στο υγρό τους μειδίαμα
ανεπιτήδευτα
ακουμπούσαν τα πόδια
ζυμώνοντας κορμί και ψυχή
ξεκινώντας με την αγάπη
μια καλημέρα
δεν μ ενδιαφέρει αν
περιδινίζομαι στην
κοινοτοπία
ω, δεν χρωστώ κάτι
σε καμία ιστορία
ποτέ δεν θα με καταχωρίσει
αν είναι ποτέ κοινοτοπία
το ένα
το βαθύ
που με πόνο
κι αλήθεια
κάθε φορά
ανακαλύπτουμε
και ξεγλιστρά
με χαρά που λαμπρύνεται
μία νεαρή ηλιαχτίδα
σαν κορίτσι που φουσκώνει
το στήθος στον έρωτα
να μας ζεσταίνει
το μεσημέρι
βαδίζοντας στο λόφο
με τη βεβαιότητα
του παλαιού ταξιδιώτη
που ξέρει
προορισμό
και διαδρομή
από καιρό πριν
θα τα φυλάω πάντοτε
τα εισιτήρια
για να διηγούμαστε κάποτε
όπως όλοι οι πάντα νέοι εραστές
που δεν ξεχνούν
και δεν κουράζονται στην ανηφόρα
κοιτούσα που έβλεπες
κάπου πιο πέρα
ή και πιο μέσα
δεν ήθελα να βρίσκεσαι μόνη
σε έναν μη τόπο της άτυπης θλίψης
υποφέροντας
σιωπηλά και σκληρά
είμαστε
δυο ταξιδιώτες
χωρίς χρόνο
και κούραση
και νόστους
είμαι
η πέτρα που
θα ξαποστάσεις
τα χιλιόμετρα
που θα διατρέξεις
η γέφυρα που
θα πατήσεις
να φτάσεις πέρα
και πιο μακριά
τόσο μακριά
εδώ δα στην καρδιά μου...
πώς να περάσω
από το δέντρο
στην πέτρα
από τη θάλασσα
στις σπηλιές
η ορυκτή σιωπή
άλλη μια ρυτίδα
καταχώριση του πόνου
στο μέτωπο
πηγαίναμε μιλώντας
με λόγια αγαπημένα και απλά
στον τόνο ενός
κόκκινου χαμόγελου
φώτισε η μέρα μου
λαμπρίζοντας τα δύο χείλη σου
σαν να τα έφερνα ξανά κοντά μου
από πολύ μακριά
δε γνωρίζω άλλη
από τη διάλεκτο
της γραμμής των χειλιών
στο υγρό τους μειδίαμα
ανεπιτήδευτα
ακουμπούσαν τα πόδια
ζυμώνοντας κορμί και ψυχή
ξεκινώντας με την αγάπη
μια καλημέρα
δεν μ ενδιαφέρει αν
περιδινίζομαι στην
κοινοτοπία
ω, δεν χρωστώ κάτι
σε καμία ιστορία
ποτέ δεν θα με καταχωρίσει
αν είναι ποτέ κοινοτοπία
το ένα
το βαθύ
που με πόνο
κι αλήθεια
κάθε φορά
ανακαλύπτουμε
και ξεγλιστρά
με χαρά που λαμπρύνεται
μία νεαρή ηλιαχτίδα
σαν κορίτσι που φουσκώνει
το στήθος στον έρωτα
να μας ζεσταίνει
το μεσημέρι
βαδίζοντας στο λόφο
με τη βεβαιότητα
του παλαιού ταξιδιώτη
που ξέρει
προορισμό
και διαδρομή
από καιρό πριν
θα τα φυλάω πάντοτε
τα εισιτήρια
για να διηγούμαστε κάποτε
όπως όλοι οι πάντα νέοι εραστές
που δεν ξεχνούν
και δεν κουράζονται στην ανηφόρα
κοιτούσα που έβλεπες
κάπου πιο πέρα
ή και πιο μέσα
δεν ήθελα να βρίσκεσαι μόνη
σε έναν μη τόπο της άτυπης θλίψης
υποφέροντας
σιωπηλά και σκληρά
είμαστε
δυο ταξιδιώτες
χωρίς χρόνο
και κούραση
και νόστους
είμαι
η πέτρα που
θα ξαποστάσεις
τα χιλιόμετρα
που θα διατρέξεις
η γέφυρα που
θα πατήσεις
να φτάσεις πέρα
και πιο μακριά
τόσο μακριά
εδώ δα στην καρδιά μου...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου