Στο νοτισμένο τζάμι
διαθλώνται τα φώτα στο δρόμο
πέρασα τη λεωφόρο
και δεν έβλεπα άλλο τίποτα
από το πρόσωπο που αγαπώ
πόσο τα βροχερά βράδια
άλλοτε
ήσαν αφόρητα
παγιδευόσουν σε αυτή
τη γη που ανασαίνει
κάτω απ' τις λεπτές αφόρητες σταγόνες
κι ελίμναζες στο φως
του κουρασμένου φανοστάτη
στον πεζόδρομο κοιτώντας
χιλιόμετρα κάτω και μέσα βαθιά
αλίμονο όλα γλιστρούσαν
και φεύγανε
μέσα απ' το λιγνό σου πανοφώρι
τώρα περνάς
και στα φανάρια
ένα παράξενο φως
διαχέεται σαν κύμα
σε είδα
στη γωνία
αυτό το γνώριμο
το οικείο
το αγαπημένο λίκνισμα
με τα μάτια
σε αγαπούσα
κι ήταν ωραία να ξέρω
πως το ξέρεις
αγαπούσα τον τρόπο που ΄
λοξά, ελαφρά
έγερνες το κεφάλι
χα, μη μου λες επειδή
δεν μπορούσες τάχα για να στρίψεις
όχι, σε ξέρω
ξέρω πώς αγαπάς και πώς με κάνεις
ονειροπόλο και παράφορο
με ένα τόσο δα σκίρτημα
μια θροίζουσα κίνηση
ή έναν βλεφαρισμό ακαριαίο
ακατανίκητη
μέσα μου και γύρω μου παντού
τυλίγεσαι
δεν το βλέπει κανείς
παρά εγώ
κι όσοι με φθόνο
περιφρονούν τον έρωτα
που ξέχασαν
που απλώνει τις ρίζες του
γερά για να πιανόμαστε
ο ένας με τον άλλον
όχι, τάχα μην πέσουμε αλλά
για ν' ανεβούμε πιο ψηλά
πιο πάνω από τα γλίσχρα
μισά χαμόγελα
τις ερμαφρόδιτες ημέρες
τους λαιμοδέτες που σφίγγουν
των ανθρώπων των πολλών
και πνίγουν τις φωνές
σε αγαπούσα με τα μάτια
καταλάβαινα απόλυτα
τον γλυκασμό
της καρδιάς μου
ας μη σ' άγγιξα καθόλου
είμαι ένα συνεχές μέσα σου
σε δέχομαι επάνω μου
καθαρτήρια βροχή
σε αγαπούσα με τα μάτια
και το ένιωθες
πέρα στα βάθη
των ταξιδιών που ονειρεύεσαι
αυτά που κάνουμε
τόσο αυτονόητα
και εύκολα
που δεν χρειάζεται κανείς
ή λογική ή και ανάλυση
σ ακολουθούσα με τα μάτια
ήξερα πως
έρχεσαι σε μένα
να σε δεχτώ
σαν ηλιαχτίδα
που σμίλεψες στα χέρια σου
το κορμί μου
ενώ η θάλασσα γέμιζε τα μάτια σου
ασήμι και μέλι καθάριο
απ΄το δικό σου το βυθό
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου