Γυρνώντας σπίτι
τα φώτα στα διαμερίσματα
οι κουρτίνες τραβηγμένες
στο δρόμο ένα
επίμονο ψιλόβροχο
και το γρασίδι
μουσκεμένο
σαν τα μεριά
των κοριτσιών
που όλο σπουδάζουν
στον έρωτα
όλα γυρνούν εκεί
τα ωραία λόγια
οι αβρές χειρονομίες
τα υπαινικτικά βλέμματα
με είπες παλαιό
πάντοτε νόμιζα πως
έρχομαι από πολύ
μακριά
πώς κουβαλάω πίσω μου
έναν λησμονημένο κήπο
ή το αστικό τοπίο
που κρύβει κάτω από το κάδρο
πάθη που ανάβουν και λιγώνουν
είναι ένας κόσμος πιο βαθύς
πιο αληθινός και διψασμένος
ξόδεψα κάμποσο καιρό
στον κόσμο αυτό που τον ταξίδεψα
παρατηρώντας πιο πολύ
παρά σαν μέρος ζωντανό
ήρθες και βρήκες
μια άγνωστη χώρα
ένα πεδίο ανεξερεύνητο
έσκαψες μέσα μου βαθιά
σμίλεψες πάνω μου
και γέμισες την αγκαλιά μου
όσα ποτέ δεν είχα
γιατί ποτέ δε γνώριζα
με είπες παλαιό
έχω το χρόνο μου
που τον σκεπάζομαι
να μην κρυώνω
μη βγω γυμνός και τρομαγμένος
ξέρω αυτά δε λέγονται
δεν είναι πράγματα
για της ζωής τους νικητές
όμως,
για δες
στ αλήθεια πες μου
ποιος νικάει
παρά αυτός που γεύεται
την ίδια του τη δίψα όσο δεν παίρνει
αυτός που κυνηγάει τις χίμαιρες
κι ομολογεί, μικρός και λίγος
τα μάτια ρίχνει χάμου
και μες τα χέρια του
όλου του κόσμου τη χαρά
αναδεύει σαν πιστός
μ' ευλάβεια υποκλίνεται
και στον αστράγαλο ακόμα
ή στο απαλό το χέρι παιδικό
όλου του κόσμου τη μορφή
ξαναθυμάται
και κολασμένα κι άγια
μπορεί κι αφήνεται
σε τούτη την παραφορά
με πόνο ιερό
και πόθο υπόγειο
γκρεμίζεται κι απογειώνεται
και ευγενής και πρόστυχος
και μάτια ανοιχτά
θέλω και στο φως
θέλω να βλέπω ό,τι ποθώ
και να ποθώ ό,τι κοιτάζω
ν 'αφήνεσαι
να φεύγεις
να κυκλώνεσαι γύρω μου
να εισχωρείς ενώ εισχωρώ
κι έπειτα να χω τα δυο χείλη
χείλη μεστά
κόκκινο αίμα
να μη χορταίνω
πίνοντάς το
και πίνοντάς με
να πεθαίνω
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου