Στη σχάση του χρόνου
ένα χέρι ξεπετάγεται
μέσα απ' τις ρωγμές με τα ερπετά
ιερά μέλη διαπλέκονται
το σύμπλεγμα των αιώνων
κάνοντας έρωτα
ρωτώντας μη
γλιστρώντας σ' ένα μεταίχμιο
που ποτέ δεν πληρώνεται
γιατί
αν συμβεί
πιο πέρα από το θάνατο θα πει
πως πηγαίνει
ποιος αντέχει ποιος;
πιο πολύ κι απ' τον πόθο του
τον ίδιο τον πόθο να ποθεί
καρπώνοντας καρπούς ώριμους'
μα και πικρούς
με την άκρη της γλώσσας
σμιλεύοντας το σώμα σου
με χωρίς διαδήματα και περιδέραια
παρά το λευκό στήθος γυμνό
ευτυχισμένα φωτιά να καταπίνεις
λίγο λίγο και πολύ
να μην υπάρχει τίποτα
έξω από το στόμα
βυζαίνοντας το γάλα
στα καρπερά χέρια
αφήνοντας υγρά αποτυπώματα
γλείφοντας τα δάχτυλα
αλείφοντας ψωμί και ζάχαρη
δεν θέλω να πεθάνουν ποτέ
θα τους δίνω ζωή για πάντα
σ' αυτή τη σχισχμή του χρόνου
βυθίζοντας τα μάτια μου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου