Λέω να φύγω
να πάω πού
οι τόποι στενεύουν
το σκόρπισμα
της ξαφνικής ριπής του ανέμου
το τρένο που μακρύνεται
από την αποβάθρα
βλέποντας από το παράθυρο
όλα γίνονται μιακουκίδα
και τίποτα τελικά
δεν είχε σημασία
δεν είχα βλέμμα
κυκλοφορούσα άδειος
ξερνώντας σκοτάδι
και άγριους εφιάλτες
αλλά ούτε καν αυτό
πηχτό σαν πίσσα υγρή
κατεβαίνει καίοντας τον οισοφάγο'
έλεος, για τα χείλη σου
να ανασάνω
να πεταχτώ σαν χρυσαλλίδα
από το στόμα σου
έλεος από τα χέρια σου
να με αλείψεις με νερό και σύννεφο
να μπορέσω για λίγο
να πετάξω παραπέρα
και μετά
πάλι ας καρφωθώ με το κεφάλι
μη μακραίνεις
μη γίνεσαι το ελάχιστο υπόλοιπο
σαν τον τελευταίο
επισκέπτη στον σταθμό
που παίρνει ήδη
τον βαρύ δρόμο
του αργού γυρισμού
πριν στις ράγες
αναλωθεί όλη η ζωή μου
πριν πέσει το βράδυ
θλιβερά υπέροχο
στα ορεινά περάσματα
και οι ώρες αδειάσουνε
σαν βιβλίο που πέφτει
από την αγκαλιά
αυτού που αποκοιμιέται
και χάνονται οι σελίδες του
μα ευτυχώς
οι σήραγγες
βγάζουν πάντοτε
σε ένα φωτεινό πέρασμα
και σ' όλα τα χείλη
ζωγραφίζεται ένα γλυκό χαμόγελο
το δικό σου χαμόγελο
σαν ξυπνάς
και με βρίσκεις μέσα σου
σαν το σελιδοδείκτη
που πάντα δείχνει
τη σωστή σελίδα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου