Το τηλέφωνο κλειστό
δεν έχω τρόπο
δεν έχω λόγο
κοιτάζω και βλέπω
καθαρά
δυο, τρία, τέσσερα
λαμπερά ουράνια
σημεία
οι στέγες μου κρύβουν
τον ορίζοντα
ο χρόνος έρχεται κάποτε
οριστικά
και σε τυλίγει
σ' ένα γλειώδες
κι απόκοσμο
πλοκάμι
θεέ μου, λες,
που ήμουν
τόσον καιρό
και βυθίζεσαι
μετά πάλι
με αγωνία σηκώνεις
τα μάτια
στον ουρανό
ν' ανασάνω
ν' ανασάνω
μία, δύο
μετράω τους χτύπους
η πόρτα κλειστή
το κλειδί...
αναμετρώντας
τον εαυτό
αυτό το μέσα
θηρίο που σκούζει
λυγίζει, σηκώνεται
χτυπιέται
και σου λέω
φοβάμαι, αγάπη μου,
πες μου
δεν είμαστε μόνοι
πες μου
θα είσαι κοντά μου
θα με προσέχεις
τίποτα μη μου συμβεί
μη φοβάσαι
τώρα βραδιάζει πια
αργά
κι οι δρόμοι
είναι πιο φωτεινοί
γιατί ξέρεις
πως δεν θέλω
να μείνω
στο σκοτάδι
μη με ρίχνεις εκεί
μη με κλείνεις
θέλω να βγούμε
και να τρέξουμε
να βρέξουμε τα πόδια μας
στην παραλία
να δούμε
ξανά και ξανά
την αυγή
δεν ξέρω πότε
θα το πετύχουμε
τότε
που να 'ναι, λέει,
πιο ωραία
όσο ποτέ
μη μ' αφήνεις
μόνο μου
να γυρνώ
στο σκοτάδι
γιατί το σκοτάδι
έρχεται καταπάνω μου
θέλει να με καταπιεί
κι εγώ σου απλώνω
το χέρι μου
αδύναμο
και μικρό
κυλάω
ξυπνώ με ίλιγγο
και αγωνία
πώς να πάω
στο κρεβάτι
αυτά τα σίδερα
με φυλακίζουν
γδέρνουν το κορμί μου
στραγγίζουν
την ψυχή μου
ας ερχόσουν μόνο
μόνο ν' άνοιγα
την πόρτα
τα πράγματά σου
να γίνονταν εσύ
στο μπάνιο
στα συρτάρια
στον αναπτήρα
είσαι εσύ
οριστικά
αμετάκλητα
όπου κι αν κοιτάξω
στον καθρέφτη
το είδωλό μου
γίνεται εσύ
στο βιβλίο
οι λέξεις που διαβάζω
μεταμορφώνονται σε σένα
το τασάκι
γεμίζει τα δικά σου
αποτσίγαρα
ξέρω ότι
ξενυχτάς
μ' επιμονή
παλεύεις
κολλημένη επάνω
στον τοίχο
σφίγγοντας
το μαξιλάρι
κοιτάζοντας την ώρα
που δεν περνά
μέχρι να έρθει
το πρωί
μέχρι ξανά η μέρα
να τα φέρει όλα πάλι
όπως θα 'πρεπε να είναι
για να ζήσουμε
έστω κι αυτό
το λίγο
το δικό μας
έστω και τόσο
αυτό
που λένε ζωή
που άλλοι το βλέπουν
να χάνεται
κι άλλοι το βρίσκουν
και το κερδίζουν
με κόπο
και το σθένος
της άμετρης αγάπης
δεν έχω τρόπο
δεν έχω λόγο
κοιτάζω και βλέπω
καθαρά
δυο, τρία, τέσσερα
λαμπερά ουράνια
σημεία
οι στέγες μου κρύβουν
τον ορίζοντα
ο χρόνος έρχεται κάποτε
οριστικά
και σε τυλίγει
σ' ένα γλειώδες
κι απόκοσμο
πλοκάμι
θεέ μου, λες,
που ήμουν
τόσον καιρό
και βυθίζεσαι
μετά πάλι
με αγωνία σηκώνεις
τα μάτια
στον ουρανό
ν' ανασάνω
ν' ανασάνω
μία, δύο
μετράω τους χτύπους
η πόρτα κλειστή
το κλειδί...
αναμετρώντας
τον εαυτό
αυτό το μέσα
θηρίο που σκούζει
λυγίζει, σηκώνεται
χτυπιέται
και σου λέω
φοβάμαι, αγάπη μου,
πες μου
δεν είμαστε μόνοι
πες μου
θα είσαι κοντά μου
θα με προσέχεις
τίποτα μη μου συμβεί
μη φοβάσαι
τώρα βραδιάζει πια
αργά
κι οι δρόμοι
είναι πιο φωτεινοί
γιατί ξέρεις
πως δεν θέλω
να μείνω
στο σκοτάδι
μη με ρίχνεις εκεί
μη με κλείνεις
θέλω να βγούμε
και να τρέξουμε
να βρέξουμε τα πόδια μας
στην παραλία
να δούμε
ξανά και ξανά
την αυγή
δεν ξέρω πότε
θα το πετύχουμε
τότε
που να 'ναι, λέει,
πιο ωραία
όσο ποτέ
μη μ' αφήνεις
μόνο μου
να γυρνώ
στο σκοτάδι
γιατί το σκοτάδι
έρχεται καταπάνω μου
θέλει να με καταπιεί
κι εγώ σου απλώνω
το χέρι μου
αδύναμο
και μικρό
κυλάω
ξυπνώ με ίλιγγο
και αγωνία
πώς να πάω
στο κρεβάτι
αυτά τα σίδερα
με φυλακίζουν
γδέρνουν το κορμί μου
στραγγίζουν
την ψυχή μου
ας ερχόσουν μόνο
μόνο ν' άνοιγα
την πόρτα
τα πράγματά σου
να γίνονταν εσύ
στο μπάνιο
στα συρτάρια
στον αναπτήρα
είσαι εσύ
οριστικά
αμετάκλητα
όπου κι αν κοιτάξω
στον καθρέφτη
το είδωλό μου
γίνεται εσύ
στο βιβλίο
οι λέξεις που διαβάζω
μεταμορφώνονται σε σένα
το τασάκι
γεμίζει τα δικά σου
αποτσίγαρα
ξέρω ότι
ξενυχτάς
μ' επιμονή
παλεύεις
κολλημένη επάνω
στον τοίχο
σφίγγοντας
το μαξιλάρι
κοιτάζοντας την ώρα
που δεν περνά
μέχρι να έρθει
το πρωί
μέχρι ξανά η μέρα
να τα φέρει όλα πάλι
όπως θα 'πρεπε να είναι
για να ζήσουμε
έστω κι αυτό
το λίγο
το δικό μας
έστω και τόσο
αυτό
που λένε ζωή
που άλλοι το βλέπουν
να χάνεται
κι άλλοι το βρίσκουν
και το κερδίζουν
με κόπο
και το σθένος
της άμετρης αγάπης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου