Στο τέλος της μέρας
ένα μετέωρο
άωρο νεύμα
μακρινό
σαν τον πηχτό ορίζοντα που
θολώνει στην πρωινή κίτρινη ομίχλη
περιφερόμενα σώματα
στην αιθάλη χωρίς ερείσματα
θέλω να πετάξω
να ορμήσω σαν λεπίδα μέσα στο νερό
και μέσα στη φλέβα σου
σε περιδίνηση του εγώ
κάθετη δύναμη
με καθηλώνει
κατακαίομαι χωρίς φωνή
πέφτω και σηκώνομαι
ψάχνω ένα πέρασμα
μέσα από μένα
στα χέρια μου ό,τι πιάνω
πυρακτώνεται
ο πυρήνας μου διαστέλλεται
όλοι κάτι θέλουν
ποιος θα γνωρίσει ποτέ
το δικό μου ενεστώτα
που συμπιέζεται
σ' ένα κενό
που με πνίγει εκκωφαντικά
σε σιωπές και λόγια ανόητα
ω, κι αν κυλιστούμε
κάτω απ τον πιο
αδυσώπητο ήλιο
θα κάνουμε το άλμα
θα πάρουμε άκαιρα
το δρόμο της επιστροφής
σηκώνομαι και
δεν βλέπω τη θάλασσα
κάτι βαραίνει τα μάτια μου
κι η καρδιά μου διψά αρμύρα
αν σε καλέσω
θα μπορέσεις να με κλείσεις
μέσα σ' ένα περίβλημα διάφανο κι αχνό
να ντύνομαι μόνο
τη δική σου μυρωδιά
και να πετάξω
πίσω στον κόσμο
με τη δική σου δύναμη
με το δικό μου θεληματικό ναι
ξαναφορώντας
τα πολύχρωμα μάτια μου
να μη με σκιάζει πια
η αραχνώδης βροχή
να μη με πνίγει ο καύσος
της ανελέητης πλημμύρας μου
να μπορώ να μετρώ
ώρες και ώρες
βυθίζοντας το βλέμμα
στις χαρωπές ρυτίδες
στα πλεγμένα δάχτυλα
στα ιδρωμένα μέλη
να έρθει εκείνη η στιγμή
που δεν θα χρειάζεται
να την περιγράφω
παρά μόνο
να τη ζήσω
ζητώ τη ζωή
που σου χρωστώ
και δεν μπορώ ποτέ
ακέραια να σου δώσω
ένα μετέωρο
άωρο νεύμα
μακρινό
σαν τον πηχτό ορίζοντα που
θολώνει στην πρωινή κίτρινη ομίχλη
περιφερόμενα σώματα
στην αιθάλη χωρίς ερείσματα
θέλω να πετάξω
να ορμήσω σαν λεπίδα μέσα στο νερό
και μέσα στη φλέβα σου
σε περιδίνηση του εγώ
κάθετη δύναμη
με καθηλώνει
κατακαίομαι χωρίς φωνή
πέφτω και σηκώνομαι
ψάχνω ένα πέρασμα
μέσα από μένα
στα χέρια μου ό,τι πιάνω
πυρακτώνεται
ο πυρήνας μου διαστέλλεται
όλοι κάτι θέλουν
ποιος θα γνωρίσει ποτέ
το δικό μου ενεστώτα
που συμπιέζεται
σ' ένα κενό
που με πνίγει εκκωφαντικά
σε σιωπές και λόγια ανόητα
ω, κι αν κυλιστούμε
κάτω απ τον πιο
αδυσώπητο ήλιο
θα κάνουμε το άλμα
θα πάρουμε άκαιρα
το δρόμο της επιστροφής
σηκώνομαι και
δεν βλέπω τη θάλασσα
κάτι βαραίνει τα μάτια μου
κι η καρδιά μου διψά αρμύρα
αν σε καλέσω
θα μπορέσεις να με κλείσεις
μέσα σ' ένα περίβλημα διάφανο κι αχνό
να ντύνομαι μόνο
τη δική σου μυρωδιά
και να πετάξω
πίσω στον κόσμο
με τη δική σου δύναμη
με το δικό μου θεληματικό ναι
ξαναφορώντας
τα πολύχρωμα μάτια μου
να μη με σκιάζει πια
η αραχνώδης βροχή
να μη με πνίγει ο καύσος
της ανελέητης πλημμύρας μου
να μπορώ να μετρώ
ώρες και ώρες
βυθίζοντας το βλέμμα
στις χαρωπές ρυτίδες
στα πλεγμένα δάχτυλα
στα ιδρωμένα μέλη
να έρθει εκείνη η στιγμή
που δεν θα χρειάζεται
να την περιγράφω
παρά μόνο
να τη ζήσω
ζητώ τη ζωή
που σου χρωστώ
και δεν μπορώ ποτέ
ακέραια να σου δώσω
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου