Να πηγαίνεις
στη δουλειά
να φεύγεις
να έρχεσαι
τι πιο φυσικό
πιο μεγάλο δώρο
δεν είναι
δεν μπορώ
να φανταστώ
να είναι η μέρα
ούτε μικρή
ούτε μεγάλη
αλλά δες
πόσο ο χρόνος
είναι αδηφάγος
αυτό που θες
το πιο πολύ
το κάνει λίγο
το μακρυσμένο
το μεγενθύνει
ανόητοι
συνειρμοί
κι όμως
πιο κοντά
γίνεται
κι ακόμα περισσότερο
ποιος φοβάται
το πολύ
η φθορά
είναι μόνο
μέσα μας
να θέλεις
είναι ευλογία
να ζητάς
περισσότερο
είναι αντίδοτο
στην πλησμονή
κι εγώ
που άλλο
δεν ζητώ
παρά να
μην χρειάζεται
περισσότερο
να γράφω
πιο πολλή ζωή
να υπάρχουμε
ο ένας για τον άλλο
να αλλάζουμε
τα ρούχα μας
και να επιστρέφουμε
γυμνοί
ξεκινώντας
κάθε φορά
σ' ένα νέο
τόπο
που ορίζουν
τα χέρια η μέση
τα πόδια
τα μικρά σημαδάκια
που μοιραζόμαστε
αλήθεια
μπορεί
αυτά τα σημαδάκια
να ήταν εκεί
από πάντα
σε αναμονή
κι ήρθε ο καιρός
πετάχτηκαν
τα παλιά ρούχα
τώρα μόνο
φωτεινά χρώματα
και λευκά πουκάμισα
που αφήνω ανοιχτά
για να βγαίνω στον ήλιο
με την καρδιά μου
και με σένα
στο πλάι
που ανοίγεις
το παράθυρο
και γεμίζει
ο χρόνος
με το νέο φως
του έρωτα
που συνεχίζει έφηβος
να χοροπηδάει
πάνω από θάλασσες
κι από διάπυρα
μεσημέρια
φτάνει τ΄ απόγευμα
γίνεται ένας νέος
που κλείνει με σιγουριά
τον κόσμο
στα χέρια του
και το βράδυ πια
αποκαμωμένος
αποκοιμάται σαν παιδί
για να ξυπνήσει πάλι
γυναίκα
η πετσέτα στην κρεμάστρα
τα ρούχα στο κρεβάτι
ένα φιλί
και πάει
στη δουλειά
στη δουλειά
να φεύγεις
να έρχεσαι
τι πιο φυσικό
πιο μεγάλο δώρο
δεν είναι
δεν μπορώ
να φανταστώ
να είναι η μέρα
ούτε μικρή
ούτε μεγάλη
αλλά δες
πόσο ο χρόνος
είναι αδηφάγος
αυτό που θες
το πιο πολύ
το κάνει λίγο
το μακρυσμένο
το μεγενθύνει
ανόητοι
συνειρμοί
κι όμως
πιο κοντά
γίνεται
κι ακόμα περισσότερο
ποιος φοβάται
το πολύ
η φθορά
είναι μόνο
μέσα μας
να θέλεις
είναι ευλογία
να ζητάς
περισσότερο
είναι αντίδοτο
στην πλησμονή
κι εγώ
που άλλο
δεν ζητώ
παρά να
μην χρειάζεται
περισσότερο
να γράφω
πιο πολλή ζωή
να υπάρχουμε
ο ένας για τον άλλο
να αλλάζουμε
τα ρούχα μας
και να επιστρέφουμε
γυμνοί
ξεκινώντας
κάθε φορά
σ' ένα νέο
τόπο
που ορίζουν
τα χέρια η μέση
τα πόδια
τα μικρά σημαδάκια
που μοιραζόμαστε
αλήθεια
μπορεί
αυτά τα σημαδάκια
να ήταν εκεί
από πάντα
σε αναμονή
κι ήρθε ο καιρός
πετάχτηκαν
τα παλιά ρούχα
τώρα μόνο
φωτεινά χρώματα
και λευκά πουκάμισα
που αφήνω ανοιχτά
για να βγαίνω στον ήλιο
με την καρδιά μου
και με σένα
στο πλάι
που ανοίγεις
το παράθυρο
και γεμίζει
ο χρόνος
με το νέο φως
του έρωτα
που συνεχίζει έφηβος
να χοροπηδάει
πάνω από θάλασσες
κι από διάπυρα
μεσημέρια
φτάνει τ΄ απόγευμα
γίνεται ένας νέος
που κλείνει με σιγουριά
τον κόσμο
στα χέρια του
και το βράδυ πια
αποκαμωμένος
αποκοιμάται σαν παιδί
για να ξυπνήσει πάλι
γυναίκα
η πετσέτα στην κρεμάστρα
τα ρούχα στο κρεβάτι
ένα φιλί
και πάει
στη δουλειά
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου