Ποιος νοιάζεται για το λίγο για το πολύ όταν σε έχω μέσα στα χέρια μου ανθίζω σαν τους ανθούς που έχουν σκεπάσει την αυλή τη δική μου και κανείς δεν το γνωρίζει Σε ξέρω τόσα χρόνια πριν ήσουνα πάντα εδώ κοντά μου με κάθε βήμα πιο κοντά αυτή η άνοιξη που άργησε να ρθει μα πια κανείς μας δεν φοβάται τους χειμώνες έριξα πάνω μου τα δυο στερνά φιλιά και των ματιών σου το γλυκύτατο το φέγγος πήρα τους δρόμους και κοιτούσα εκεί ψηλά μέσα απ' τα σύννεφα τους ήλιους τους κρυμμένους ας σ' είχα πάλι εδώ απόψε αγκαλιά έχω μονάχα τη μυρωδιά που παραστέκει κι αν η καρδιά μου είναι γεμάτη και πονά γλυκά πονά κάθε στιγμή μας ανασταίνει οι άνθρωποι φεύγουν, φωνάζουν και θυμώνουν όλοι είναι μόνοι κανείς στα μάτια δεν κοιτά κι αυτό το χέρι που γλιστρά απ' το τιμόνι στα γόνατά σου μεθυσμένο ακουμπά γλυκό κρασί εγώ δεν ήπια, μόνο μια στάλα από τα χείλη σου απόσταγμα ακριβό τώρα ...
Ό,τι πασχίζω ν' αποδώσω σπαράγματα μόνο να σώσω...