Κυνηγάμε μέρες, ώρες, στιγμές ανεβαίνουμε τις ανηφόρες ασθμαίνοντας θέλει πολλή προπόνηση στην ανάγκη στη λύπη κυνηγάμε το μέσα μας δαίμονα με τα χέρια μας κρατάμε τα σχοινιά ματώνοντας στους καρπούς κι οι μέρες καίγανε κι οι νύχτες αργά βασανιστικά σκορπώντας στάχτες και λόγια οι Κυριακές πάντοτε πονούν κάποτε ανοίγουν βαθιά πηγάδια στο σπίτι κάτω από το κρεβάτι και βυθιζόμουνα, βυθιζόμουνα πετάχτηκα ξέπνοος έβλεπα πως κυνηγούσα τη ζωή μου κι αυτή εμένα κι ύστερα, ύπνος, ξύπνιος ποιος ξέρει, με είδα να κοιτάζω με μάτια θολά στο ταβάνι, εκεί που λείπει ένα πολύφωτο εκεί που μια χαρά θα αναρτούσα τη μιζέρια μου να μην έχει παράπονο πλέον σηκώθηκα τρεις η ώρα και χτυπούσα το κορμί μου με αντηχήσεις από λόγια θέλοντας να χαράξω πάνω του πληγές και μνήμες ηδονής αποκαμωμένος έπεσα χωρίς όνειρα πια
Ό,τι πασχίζω ν' αποδώσω σπαράγματα μόνο να σώσω...