Περπατούσα κάτω
απ' τον ήλιο
κι αναλογιζόμουν
πόση ζωή
αφήνουμε να κυλάει
σαν το νερό
μέσα απ' τα χέρια μας
έμεινα έτσι
ώρα πολλή
χαμένη μέσα στο πλήθος
μέχρι που
ούτε άκουγα
ούτε πρόσεχα πια
τίποτα γύρω μου
οι φωνές και το βουητό
της αποβάθρας
οι ώρες που αναγγέλλουν ερχομό
ή γυρισμό
τυχεροί όσοι
έχοντας ένα σκοπό
ή μια προσδοκία...
βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ
μέσα μου
ένιωσα την ανάσα μου
να βαραίνει
χανόμουν
σ' αυτές τις σκέψεις
απροσδιόριστα
και χωρίς σκοπό
όταν παύεις να έχεις
έναν προορισμό
λένε πως αυτό
σ' ελευθερώνει ίσως
μα πάλι
ποιος ξέρει
είναι αυτά τα πράγματα
μικρές εμμονές
που κουβαλάμε πάνω μας
και μέσα μας
χώνω τα χέρια
στις τσέπες
νιώθω στα δάχτυλά μου
το δροσερό μπρασελέ
μου χες πει
μη σε νοιάζει
χάνει δυο τρία λεπτά
λες κι έχει σημασία
όταν ξέρεις πως όλα
βαδίζουν προς
ένα αναπόδραστο τέρμα
χάνει δυο τρία λεπτά
μη σε νοιάζει...
κάποτε όλα
γίνονται τόσο δικά μας
που δεν ξεχωρίζεις πια
την αρχή και το τέλος
οι γραμμές απλώνονται
σαν μεταλλικοί ορίζοντες
το τελευταίο βαγόνι
που ξεμακραίνει
οι ώρες που χτυπάνε
στο διάκενο
ο επόμενος σταθμός
πόσο ζηλεύω τους επιβάτες
που ξεμακραίνουν
θα μείνω πίσω
χωρίς ν' ανταλλάξω
έναν αποχαιρετισμό
οι αποχαιρετισμοί
το προοίμιο της μνήμης
κράτησέ το
μου είπες
δεν το χρειάζομαι πια
σαν να λέμε
δεν σε χρειάζομαι πια
μα δεν το ομολογούμε
όσοι φεύγουν
κι αφήνουν πίσω τους ενθύμια
είναι αυτοί που
δεν κοιτάνε πια πίσω
όμως εγώ. να,
έμεινα εδώ
κάνοντας κύκλους
σαν ένας λεπτοδείκτης
που χάνει μια στροφή
κάθε τόσο
κι ούτε επιστροφή
ούτε καν έστω πόνος
μόνο ένα παράξενο
κενό σημείο πια
στον ορίζοντα
έφερα μια βόλτα
στην αποβάθρα
κάπνισα ένα τσιγάρο
σαν να μας ενώνει όλους
αυτή η αναμονή
που δε λέει
να καταλήξει κάπου
ζεστό απόγευμα
όλα διορθώνονται
έτρεξα να το φτιάξω
νόμιζα πως ήταν
το αγαπημένο σου
κοίτα
δεν χάνει πια ούτε χτύπο
δεν πειράζει
ας με θυμάσαι έτσι
σαν αυτόν
που αργεί πάντα
στα ραντεβού του
άργησες
είναι αλήθεια
τι σημασία έχει πια
βάζω το χέρι στην τσέπη
και δίχως να το σκεφτώ καλά καλά
αφήνω το παλιό σου timex
να γλιστρήσει
απ' την παλάμη μου
στο χαρτόκουτο
του πρώτου άστεγου που συναντώ
και με βήμα ελαφρύ
βάζω τα γυαλιά ηλίου
ανεβαίνω τα σκαλιά της γέφυρας
το μαντήλι μου ανεμίζει
σαν ν' αποχαιρετά
το απογευματινό τρένο
που θα σε πάρει σε λίγο
οριστικά μακριά
απ' τον ήλιο
κι αναλογιζόμουν
πόση ζωή
αφήνουμε να κυλάει
σαν το νερό
μέσα απ' τα χέρια μας
έμεινα έτσι
ώρα πολλή
χαμένη μέσα στο πλήθος
μέχρι που
ούτε άκουγα
ούτε πρόσεχα πια
τίποτα γύρω μου
οι φωνές και το βουητό
της αποβάθρας
οι ώρες που αναγγέλλουν ερχομό
ή γυρισμό
τυχεροί όσοι
έχοντας ένα σκοπό
ή μια προσδοκία...
βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ
μέσα μου
ένιωσα την ανάσα μου
να βαραίνει
χανόμουν
σ' αυτές τις σκέψεις
απροσδιόριστα
και χωρίς σκοπό
όταν παύεις να έχεις
έναν προορισμό
λένε πως αυτό
σ' ελευθερώνει ίσως
μα πάλι
ποιος ξέρει
είναι αυτά τα πράγματα
μικρές εμμονές
που κουβαλάμε πάνω μας
και μέσα μας
χώνω τα χέρια
στις τσέπες
νιώθω στα δάχτυλά μου
το δροσερό μπρασελέ
μου χες πει
μη σε νοιάζει
χάνει δυο τρία λεπτά
λες κι έχει σημασία
όταν ξέρεις πως όλα
βαδίζουν προς
ένα αναπόδραστο τέρμα
χάνει δυο τρία λεπτά
μη σε νοιάζει...
κάποτε όλα
γίνονται τόσο δικά μας
που δεν ξεχωρίζεις πια
την αρχή και το τέλος
οι γραμμές απλώνονται
σαν μεταλλικοί ορίζοντες
το τελευταίο βαγόνι
που ξεμακραίνει
οι ώρες που χτυπάνε
στο διάκενο
ο επόμενος σταθμός
πόσο ζηλεύω τους επιβάτες
που ξεμακραίνουν
θα μείνω πίσω
χωρίς ν' ανταλλάξω
έναν αποχαιρετισμό
οι αποχαιρετισμοί
το προοίμιο της μνήμης
κράτησέ το
μου είπες
δεν το χρειάζομαι πια
σαν να λέμε
δεν σε χρειάζομαι πια
μα δεν το ομολογούμε
όσοι φεύγουν
κι αφήνουν πίσω τους ενθύμια
είναι αυτοί που
δεν κοιτάνε πια πίσω
όμως εγώ. να,
έμεινα εδώ
κάνοντας κύκλους
σαν ένας λεπτοδείκτης
που χάνει μια στροφή
κάθε τόσο
κι ούτε επιστροφή
ούτε καν έστω πόνος
μόνο ένα παράξενο
κενό σημείο πια
στον ορίζοντα
έφερα μια βόλτα
στην αποβάθρα
κάπνισα ένα τσιγάρο
σαν να μας ενώνει όλους
αυτή η αναμονή
που δε λέει
να καταλήξει κάπου
ζεστό απόγευμα
όλα διορθώνονται
έτρεξα να το φτιάξω
νόμιζα πως ήταν
το αγαπημένο σου
κοίτα
δεν χάνει πια ούτε χτύπο
δεν πειράζει
ας με θυμάσαι έτσι
σαν αυτόν
που αργεί πάντα
στα ραντεβού του
άργησες
είναι αλήθεια
τι σημασία έχει πια
βάζω το χέρι στην τσέπη
και δίχως να το σκεφτώ καλά καλά
αφήνω το παλιό σου timex
να γλιστρήσει
απ' την παλάμη μου
στο χαρτόκουτο
του πρώτου άστεγου που συναντώ
και με βήμα ελαφρύ
βάζω τα γυαλιά ηλίου
ανεβαίνω τα σκαλιά της γέφυρας
το μαντήλι μου ανεμίζει
σαν ν' αποχαιρετά
το απογευματινό τρένο
που θα σε πάρει σε λίγο
οριστικά μακριά
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου