Οι μέρες που πέρασαν σαν σιωπηλοί φανοστάτες στην προκυμαία __________________ και το κύμα που δεν έσκαγε ένας υπόκωφος παφλασμός μόνο ύποπτα σκοτεινά νερά (...................................) τα κεριά στα παραλιακά τα κέντρα κι ο βουερός ανιαρός βόμβος του αλλοπαρμένου πλήθους κανείς δεν πρόσεχε το μολυβένιο ουρανό με το μαβί του περιδέραιο μόνον εγώ έβλεπα να σκάνε τα κύματα στο λαιμό και τους λαγόνες σου κατανόησα έξαφνα όλες τις μυστικές φόρμουλες το κάθε άρωμα μου έγινε οικείο αναδύοντας περίπλοκους συνδυασμούς μέσα απ' το δροσερό φύλο σου δεν ζητώ παρά να κάνω μία παύση να ξεκινήσω να σε φιλώ από τα πόδια ως τ' ακροχείλι θε μου μου ναι τόσο σαφές σαν να διψώ και ξέρω κατά πού να κάνω να η πηγή μου να το νερό να το δέρμα μου γνώριμο στις ρώγες των δακτύλων και το απαλό το στόμα θα βρω φιλόξενα τα χείλη στενάζοντας από χαρά και προσμονή που μ' ανταμείβεις με των θεών τις ηδονές
Ό,τι πασχίζω ν' αποδώσω σπαράγματα μόνο να σώσω...