Άνδρας που κρατά
σκυλάκι
στην αγκαλιά του
πέρασαν κι αυτές η μέρες
χωρίς φως
ανάμεσα σε δυο βροχές
και δεν πρόλαβα
ούτε τα ρούχα μου
να στεγνώσω
περνούσαν τη διάβαση
κι ήταν τόση η φροντίδα
κι η τρυφερότης
που σου ερχόταν να γελάσεις
αλλά δεν γελάς
αυτές οι μικρές εντυπώσεις
οι μεγάλες στιγμές
έπεσα και σηκώθηκα
με την ίδια κούραση
ούτε μία αγκαλιά
ναι ξέρω
δεν κάνει να είμαστε
αγνώμονες
η πλεονεξία του
θέλω παραπάνω
από αυτό που θέλω
σαν ισχυρή ουσία
καταλύειες
μέσα στο αδρανές σώμα μου
σε αναμονή
ως και η επιθυμία
που αναστέλλεται
ως την ώρα
το σκυλάκι που'
κοίταζε ανήσυχα
δεξιά αριστερά
έτοιμο να χυμήξει
στο σφαγείο του δρόμου
άραγε να ξέρει
πώς είναι να σ' αγαπούν
και με ασφάλεια ν' αφήνεται στα
σίγουρα χέρια
ας είναι
ας χλευάζουν οι δυνατοί
θα χωθώ
με την πρώτη ευκαιρία
στη γνώριμη αγκαλιά σου
θ' αναζητήσω κι εγώ
το γνώριμο
σαρκικό άρωμα
άρωμα ψυχής
μετουσιωμένο σε δέρμα
και υφή
ως τότε
θα γλιστρώ κρυφά
σαν πλυμένο ρούχο
στο συρτάρι σου
ν' ανακατευτώ
με το έσω σου
ν΄απλώσεις το χέρι το πρωί
και ν μ' αδράχνεις
δίχως να ξέρεις
πως είμαι αυτό
που φοράς
και πάνω σου μένω
κολυμμένο
τον υετό σου που μαίνεται
σαν βαμβάκι απαλό
ν' απορροφώ
με ηδονή
σκυλάκι
στην αγκαλιά του
πέρασαν κι αυτές η μέρες
χωρίς φως
ανάμεσα σε δυο βροχές
και δεν πρόλαβα
ούτε τα ρούχα μου
να στεγνώσω
περνούσαν τη διάβαση
κι ήταν τόση η φροντίδα
κι η τρυφερότης
που σου ερχόταν να γελάσεις
αλλά δεν γελάς
αυτές οι μικρές εντυπώσεις
οι μεγάλες στιγμές
έπεσα και σηκώθηκα
με την ίδια κούραση
ούτε μία αγκαλιά
ναι ξέρω
δεν κάνει να είμαστε
αγνώμονες
η πλεονεξία του
θέλω παραπάνω
από αυτό που θέλω
σαν ισχυρή ουσία
καταλύειες
μέσα στο αδρανές σώμα μου
σε αναμονή
ως και η επιθυμία
που αναστέλλεται
ως την ώρα
το σκυλάκι που'
κοίταζε ανήσυχα
δεξιά αριστερά
έτοιμο να χυμήξει
στο σφαγείο του δρόμου
άραγε να ξέρει
πώς είναι να σ' αγαπούν
και με ασφάλεια ν' αφήνεται στα
σίγουρα χέρια
ας είναι
ας χλευάζουν οι δυνατοί
θα χωθώ
με την πρώτη ευκαιρία
στη γνώριμη αγκαλιά σου
θ' αναζητήσω κι εγώ
το γνώριμο
σαρκικό άρωμα
άρωμα ψυχής
μετουσιωμένο σε δέρμα
και υφή
ως τότε
θα γλιστρώ κρυφά
σαν πλυμένο ρούχο
στο συρτάρι σου
ν' ανακατευτώ
με το έσω σου
ν΄απλώσεις το χέρι το πρωί
και ν μ' αδράχνεις
δίχως να ξέρεις
πως είμαι αυτό
που φοράς
και πάνω σου μένω
κολυμμένο
τον υετό σου που μαίνεται
σαν βαμβάκι απαλό
ν' απορροφώ
με ηδονή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου