Σαν τα λεωφορεία
που γυρνάνε
από εκδρομή
κι όπως πέφτει
το σκοτάδι
με τα θαμπά φώτα
στο εσωτερικό
νυσταλέα
χωρίς αίσθηση
προορισμού
και να μη βλέπεις
ανάμεσα σε δύο
μεγάλες μέρες
κι ύστερα στην ακτή
άπλωσα τα χέρια
σαν σε ικεσία στον ήλιο
όταν σηκώθηκα
το μυαλό μου ήταν
θολωμένο
από τη ζάλη
τρεις μέρες τώρα
δεν ένιωθα τα μέλη μου
σαν να μην ήταν προέκταση δική μου
και τότε κατάλαβα'
ότι δεν ήταν ποτέ
αν είναι δικά σου
είναι και δικά μου
και μόνο έτσι
τα νιώθω
αλλιώς πως
απλωμένα μένουνε
επάνω στα σιωπηλά βότσαλα
σαν ξύλα
που τ' αρμυρώνει το κύμα
σαν κορμοί ξεκομένοι
που οι χυμοί τους
ξεραίνονται
κάτω απ' το γυμνό φως
δεν είναι δικά μου
παρά μόνο
αν γίνονται
η δική σου συνέχεια
και συνενοχή
πέρασε η ανάσταση
και δεν μας μύρωσε κανένας
κανένα άσμα
δεν έρανε την ψυχή μας
μόνο κοιτάζαμε
τη σκοτεινή θάλασσα
όταν κόπαζε πια
ο παφλασμός του πλήθους
και μέσα από τη μοναξιά
των οικείων μας ξένων
αναζητούσαμε
την αφή
που θα μας φέρει πίσω
στο μέτρο
του κάνε με
δικό σου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου