Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2018

Ήλιος του Οκτώβρη

Δεν είναι τόσο ανόητο να σου ζητώ να μου κρατάς το χέρι μόνος μου έφτασα ως εδώ για να μπορέσω  μια μέρα να χαράξω ένα νοητό σημείο μια γέφυρα που να σε φέρει κοντά μου είμαι κάτι από το χρόνο σου ένα σημάδι από τα βήματά σου οι σκέψεις που κάνουμε τα παράλληλα μοναχικά βράδια άλλοι  ζούνε ζωές παράπλευρες κι ούτε νόημα ούτε σκοπός μόνο επανάληψη μια σταθερή πορεία προς το ναυάγιο του χρόνου εμείς γεννηθήκαμε μέσα απ' τον έναν ξεπήδησε ο άλλος νέος και λαμπερός σαν ήλιος του Οκτώβρη εμείς με την επίγνωση του τίποτα που μας περιβάλλει που μόνο με το σώμα έρχεται εις όλον εμείς έντιμοι δεν κοροϊδεύουμε τον καιρό γιατί φυλάμε πολύ καλά αυτό που μας μέλλεται από λίγο να το γευόμαστε σάρκα μου από τη σάρκα σου δεν μου άφησες το άρωμά σου και τώρα παραπαίω σαν κλαδί γυμνό από φύλλα στον άσκοπο αέρα που με χλευάζει γιατί  δεν ξέρω πώς να ζω παρά μόνο σαν χάντρα σ...

μείνε

ώσπου να ρθει η βροχή μείνε η καρδιά μου γυρνά σαν τρελή ανεμοδούρα κρυφά να γλιστρήσεις καθώς ετοιμάζομαι για τον ύπνο για τα νέα όνειρα ώσπου τα σπασμένα κλαδιά να γίνουνε πάλι λευκές κορδέλες στον πρωινό ουρανό μείνε να περάσει αυτή η βαριά καταβύθιση στο ακούσιο σκοτάδι γεννηθήκαμε στην αμμουδιά δυο βότσαλα στην απεραντοσύνη του νερού είμαστε υγρά τοπία σώματα που ρουφάνε το αχανές κι αναπαράγουν το ένα ξανά ενωμένο ώσπου να ξημερωθούμε σ' έναν υπήνεμο κύκλο χέρια πόδια χείλη μείνε σαν μικρό μου αξεδιάλυτο μυστήριο σαν μαρτυρικά γλυκιά ηδονή του πόνου σαν το κεντρί το γλυκό του έρωτα μείνε

Το παιδί

Το παιδί τα μακριά μαλλάκια σου περνώντας απέναντι στο δρόμο με τη διακριτική προστασία παρήγορη σκιά της μαμάς δεν ωφελούν οι συμβουλές κανέναν αν ίσως έκανα μια επίκληση στον αέναο δυνάστη το χρόνο να μείνεις παιδί ποια η χροία να μεγαλώνει κανείς να μεστώνει ν' ανθίζει και να μαραίνεται σαν τα γηραλέα ζευγάρια που δεν ξέρουν πια γιατί πατούν στα ίδια βήματα σπρώχνοντας τη μία μέρα πίσω απ' την άλλη ίδια κι απαράλλαχτα σαν σκιάχτρα στη βεράντα και τοποτηρητές της ζωής των άλλων ποιος ο λόγος παρεμβολές φυτοζωούντων ζόμπι μια οικτρή επανάληψη έως το θάνατο μείνε παιδί! ούτε βήμα παραπέρα τι θα κερδίσεις δρασκελώντας το κατώφλι του οικείου του αγαπημένου κορίτσια μου θρηνώ ώρες ώρες για σας για τα όνειρα που έμειναν όνειρα ή κακοφορμίζοντας ή λοξοδρομώντας προς το αναγκαίο το εφικτό το πρέπον ή μη ξέφτια που πέφτετε από τα κοριτσίστικα προσκεφάλια και χνούδι παιδικό δέρμα απαλό σαν  πούδρα μωρουδίστικη μισώ ό,τι παλιό πα...

Το αποκορύφωμα

Το αποκορύφωμα να μην έρχεται ποτέ μη βιάζεσαι μη θέλεις να βι-άζεσαι δίνω όλα όχι ένα, πέντε, δέκα όλα, ακούς; να μην υπομένεις ποτέ το λίγο μην αναπαύεσαι στο πολύ μονάχα όλα το μόνο μέτρο στέρεα πατώ και το λέω κι ας πενθώ τ' απομεινάρια του απόμακρου φωτός σε πείσμα του καιρού άκου εσύ, χρόνε χρόνε ανόητε που δίνεις και παίρνεις μαζί σε πείσμα σου θα ζήσω το αναπάντεχο θ' αντέχω στο κρύο θα ρουφάω μέσα μου αμέτρητες θάλασσες θα σε περιφρονώ καυλώνοντας στα χέρια της γραπώνοντας τη ζωή που μου ανήκει στους μηρούς της κι όταν αποκάμω θα πέσω σε ύπνο βαθύ και ήσυχο σαν παιδί χορτασμένο τη χαρά το παιγνίδι  - που δεν είμαι - θέλω να γυρίσει πίσω σήκω- πέσε-σήκω τι είναι πριν τι μετά; ποια είναι η σειρά δεν βλέπεις, μας κορόιδεψαν τίποτα δεν είναι τακτοποιημένο, σαν να λέμε μόνο να χαθούμε λέει σε μια λούπα τρελή στόμα με στόμα στο αεικίνητο μισή ανάσα πριν το αποκορύφωμα και πάλι στο ίδιο σημείο σώμα/σημείο

ύστερος ήλιος

Οι στιγμές του ενδιάμεσου κρυφές ελπίδες αναζητώντας το ανυπέρβλητο να μην ξεχνάς υπάρχω όπου κατοικείς εισχωρώ σαν τη σκόνη τον  δροσερό αέρα κι αν μπορώ να γίνομαι το σεντόνι και το σκέπασμα ο χώρος μου ανοικονόμητος δεν μου ανήκει δεν υπάρχει δικό μου αν μέσα στην αναμονή ο χρόνος μια αδιάλυτη ουσία δεν μοιράζεται μην προσπαθείς να τεμαχίζεις το πριν και το μετά τώρα αν μπορείς στο πλευρό μου ο χώρος είναι το σημείο να έρχεσαι να υποδέχομαι κι έτσι να μπορώ να αφαιρώ μεμιάς όλες τις φροντίδες για λίγο στην ακμή του χρόνου έτσι καλύπτεται το ενδιάμεσο κι όλα αρχίζουν πάλι και κυλούν απ' το σημείο που αναδύονται σαν μικρές νησίδες που τις σκεπάζει το νέο κύμα κι όμως ξέρεις πως κάτω εκεί η ζωή προετοιμάζεται γυμνή ν' ανέβει πάλι και λαμπρή στο πρώτο φως του ύστερου ήλιου

Εικόνες

Ένα καράβι στο βυθό που όλο μου λέει δεν μπορώ και μου μιλάει για σένα ένα καράβι ξεχασμένο που 'χει το άλμπουρο σπασμένο και ξενυχτάει για σένα Έχει μια θλίψη που γερνά από ταξίδια μακρινά και έρχεται απ΄ τα ξένα σαν τα κοχύλια τα παλιά που αγκαλιάζουν τα σκαριά που 'ναι ναυαγισμένα Και καθώς φεύγει η Κυριακή ξαναγυρνάω πάντα εκεί χλωμό, γλυκό φεγγάρι να καθρεφτίζει τη σιωπή μέσα στα μάτια που 'χα δει μια νύχτα του Φλεβάρη Ένα καράβι αληθινό που 'χει  πονέσει όπως εγώ γαλάζιο μονοπάτι φέρνει στο νου μου τις στιγμές μικρές χαρές μοναδικές στο κρύο μου κρεβάτι Αν δεν σε δω πώς θα μπορώ γυρνώντας πάλι στο κενό να κλείσω απόψε μάτι κι αν δεν σ' αγγίζω στο νερό κορμί, ψυχή μου εκεί θαρρώ θα λείπει αυτό το κάτι Αυτό το κάτι που αγαπώ να το κρατάω μυστικό στο άδειο προσκεφάλι σαν μια εικόνα που κοιτώ μοναχικά στο κινητό και ζεις μαζί μου πάλι Και καθώς φεύγει η Κυριακή ξαναγυρνάω πάντα εκεί χλωμό, γλυκό φεγγάρι να καθρεφτίζει ...

Ενεστώς

Σε θέλω σε χρόνο ενεστώτα χωρίς περιττές ευκτικές, προστακτικές χωρίς άλλους προσδιορισμούς κλίνω μόνο το σώμα στο πρώτο πρόσωπο μόνο ρήμα ακόμα ίσως και χωρίς υποκείμενο το θέλω δεν θέλει άλλη έγκλιση καμία βουτάω μέσα σ' αυτό κάθε μου βράδυ φεύγω από τον κόσμο ζω μόνο στον κήπο των φαντασιώσεων καίγονται τα δάχτυλά μου να μου τα σβήνεις μες το στόμα σου λιγότερο ζω κάθε μέρα μετά όλο και λιγότερο πες πως υπάρχουμε αλύτρωτα κορμιά πες μου πως θα ξημερώνουμε ο ένας για τον άλλο μη μου λες άνοιξε κι έλα λάθος: ανοίγεις και είσαι κι ό,τι είσαι γίνομαι κι ό,τι δίνεσαι το ενδύομαι εγώ που δεν αντέχω άλλο ρούχο παρά το διάχυτο εγώ σου από τ' ακροδάχτυλα ως τις ρίζες των μαλλιών εκεί σιμα στη μυτίτσα του αυχένα τίποτα περιττό τίποτα όλα απαραίτητα όλα σε έγκλιση οριστική

Το σπίτι

Το σπίτι αυτό που το χει η μοίρα του να μένει αδειανό δεν είναι άδειο ούτε κενό δεν θέλω να πάω αλλού γιατί είν' εδώ μόνο εδώ ό,τι αγαπώ δεν έχει ψέμα μισές αλήθειες ούτε θυμό η αγάπη είναι παντού με συντροφεύει απ' το πρωί μέχρι να πάω να κοιμηθώ το σπίτι μου απλό σαν το νερό που σε αγκαλιάζει όπως εγώ χωράει μόνο την αγάπη κι ό,τι δικό σου το ποθώ ζει με τον έρωτα τον ήλιο τη βροχή αλλάζει όμορφα στις εποχές όπως εσύ κι εγώ το σπίτι μου είναι τα ρούχα σου τα αφημένα εκεί κι εδώ είναι η γλυκιά σου μυρωδιά που τόσο λαχταρώ είναι ο ήλιος κι ο αέρας όλα όσα μετά πάντοτε νοσταλγώ είναι οι υγρές οι αναμνήσεις το αρμυρό το δέρμα το χρώμα το ζεστό το σπίτι είναι η αλήθεια σου όλα εσύ που λείπεις κι είσαι εδώ

Συγχώρεσα

Συγχώρεσα κι αγάπησα εμένα και τώρα σ' άλλες θάλασσες τραβώ αγάπη μου δεν πήγες στα χαμένα ζωή, που σε λησμόνησα καιρό Έρχεται κάποτε η ώρα κι όλα ξαναγυρνάνε στου καιρού τη σκόνη την αλήθεια και τη μπόρα κι όλη η ζωή αρχίζει κάπου αλλού δίχως αναβολή πάρε με τώρα πάμε στην αλητεία τ' ουρανού μαζί με τα φεγγάρια του χειμώνα παιδιά καραβοκύρη ταπεινού Συγχώρεσα κι αγάπησα εμένα και τώρα σ' άλλες θάλασσες τραβώ αγάπη μου δεν πήγες στα χαμένα ζωή, που σε λησμόνησα καιρό Κι ύστερα στο ταξίδι σαν διψάσεις θα ναι πηγή  το σώμα και νερό που σου 'φερα στα χείλη να βυζάξεις όπως το πρώτο γάλα το μωρό κι αν πέσουμε σε ξέρα και στο κύμα μη με αφήσεις μόνο να χαθώ κράτα εσύ γερά στο πρώτο βήμα κι εγώ μέσα σου απλά θα βυθιστώ Συγχώρεσα κι αγάπησα εμένα και τώρα σ' άλλες θάλασσες τραβώ αγάπη μου δεν πήγες στα χαμένα ζωή, που σε λησμόνησα καιρό

μισό είδωλο

Το αλλότριο σώμα όταν αποκόπτεται δεν είναι δικό μου δεν το θέλω έτσι ξένο μου φαίνεται και φορτικό χωρίς το άλλο μου μισό αν δεν γίνεται ένα δεν είναι κανένα αν δεν μοιράζεται αν δεν ενώνεται απλώς το κουβαλά κανείς και τότε μα την αλήθεια βαραίνει γίνεται βάρος και πλαδαρός βρόχος καταποντίζεται μέσα στην ίδια του την ύλη όταν δύο δεν υπάρχει τίποτα περιττό όλα δένουν συντονίζονται ναι, θα το πω έτσι πεζά αλλιώτικα δεν γίνεται τα σώματα ποθούν διάδρομοι γίνονται και των ψυχών οι γέφυρες δυο ψυχές δεν υπάρχουν για να γαμιούνται αλλά για να υπάρχουν

γλυκό πικρό

Αλλάζω με τάξη και σειρά τις μέρες  σαν πουκάμισα πλυμένα ένα για κάθε μου φορά με αδειανά μανίκια κρεμασμένα Δευτέρα το μαύρο με πουά που μου 'φερες στο σπίτι κάποια μέρα και τ' άλλα που φυλάω καθαρά σαν να φοράω επάνω μου εσένα μα όταν με μιας απαλλαγώ απ' όλα όσα με σφίγγγουν μαζεμένα κορμί μου, μόνο εσένα θα φορώ τα πιο ακριβά δικά σου καμωμένα κι έτσι μες το ημίφωτο απαλό με στόματα και χέρια ενωμένα θα σμίγουμε στον έρωτα θεό και θα 'ναι όλα απ' αγάπη καμωμένα κι αυτό ένα τραγούδι είναι μικρό σαν τις στιγμές μας άγουρο κεράσι που άωρα του κόβουν τον καρπό και μέσ τη γλύκα η πίκρα έχει περάσει