Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2017

Αδιαλείπτως

λίγοι κατέχουν το μυστικό πως για να δεις περισσότερο φως πρέπει πιο χαμηλά να κοιτάζεις ω φτερουγίστε μαγεμένα μου πουλιά τι δε βαστώ τόση χαρά στο στήθος μου κι εγώ θα πω δυο λόγια μικρά δεν απαιτείται να φλυαρούν όσα αισθητικά υπάρχουν να πω παράδειγμα το γυναικείο τακούνι που υψώνει το ύφος κι απογειώνει την τέρψη πώς αυτό που ξεκινά από χαμηλά κι από το χώμα και τις πλάκες του δρόμου φτάνει σε ύψη υπέρτατα αχ και μόνο να σε νιώθω με το νου να βαδίζεις βήματα μικρά και νευρικά ακαταμάχητη υπεροψία του υπέρτερου αν μπορούσα αυτές τις μικρές κινήσεις να αιχμαλωτίσω σαν τα δάχτυλα στη μυτερή γωνία ένα βήμα, λίκνισμα γύρισμα ελαφρά δεξιά αριστερά κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο σαρώνοντας ό,τι υπάρχει κινείσαι κι εγώ μένω ακίνητος αδιαλείπτως σε φαντασιώνοντας

persona

Είδα από κοντά πολύ κοντά βυθίστηκα μ' εμπιστοσύνη είδα την αγάπη να χαμογελά και γέλασε η ψυχή μου ως τα σκοτεινά βάθη εξορύσσοντας θέρμη και πυρήνα κι αν παρατήρησες στο δωμάτιο δεν έπαψε στιγμή να διαχέεται  ένα γλυκύτατο φως απαλό κι εύγευστο σαν σταγόνα από τα χείλη σου αυτό το άρωμα που αδυνατώ να περιγράψω αναδύεται αυτόνομα κυριεύει το χώρο μου εκτοπίζοντας όλα τα περιττά το άρωμα του δέρματος γιατί το δέρμα λέει αλήθεια λέει και φόβο και θέλω και ποθώ ως ένας λεπτότατος αιθέρας καλύπτει κάθε εξωτερικό θόρυβο κι ασχημονία γι αυτό μην απορείς που το ψάχνω σαν το ζωντανό που έρχεται αναζητώντας το οικείο το αγαπημένο αγαπώ αυτό το νέφωμα μέσα του εγκολπώνομαι όλα στη θέση τους το χέρι με το χέρι οδηγός η αιδοιοσύνη που πιστεύω θα μπορούσα ν 'ακολουθώ από μακριά είναι πια ένα το εγώ και το εσύ κι αν εξηγώ δεν το χρειάζεσαι μόνο έλα κοντά και τύλιξέ με οριστικά κ...

αναμένων εκδρομή

Το λίγο που είναι αρκετό δεν θέλει κανείς πολλά να μην χρειαζόταν να ψάχνουμε μέσα στα ανάκατα σεντόνια τόσο που πια συνηθίσαμε κι ο χώρος μένει λιγοστός και αναγκαίος όταν απλώνεις μόνος τα ασυνάρτητα μέλη αγανακτώντας, οικτίροντας τα χείλη που δεν χόρτασες όλα όσα τώρα φανταστικά βιώνοντας τείνουν να γίνουν η αλήθεια αλίμονο μόνο το δέρμα και το βάρος του σώματος δίνει το μέτρο μόνο οι καμπύλες και τα οστά που συντρίβονται στο κρεσέντο το σύμπλεγμα είναι το μόνο αληθινό φαντασιώνομαι και με πνίγει ένα δηλητήριο από νόθα όνειρα' κι αισθήσεις λάθρες επείγουσα ανάγκη για λίγο ζωντανό όργασμασωμάτωνκαιψυχών να ξαναβρώτηνψυχήσουναξαναενώσωτοσώμασουναπολεμήσωκαιναπέσωνικημένος βαδίζοντας αισιόδοξα με τη χαρά και τη λάμψη του αναμένοντος εκδρομή

διάθεση

θέλω να διαλέξω μια μουσική που δεν θα χει ξανακουστεί θέλω να εμπνέω ξανά ν' ανοίγω διόδους να γεννάω χρόνο να μη χρειάζεται ν' αναμασάμε λύπες λίγα και θαμπά σχήματα θέλω χρώματα το έντονο το μαύρο την αντίθεση σκιά και φως πάνω και κάτω μέσα κι έξω να είσαι το ποτό μου που γυρνάω σπίτι θέλω να είσαι στο ποτήρι μου με δυο παγάκια ανοησίες... άμα μεγαλώσω θέλω ν ανέβουμε πάνω από ένα σύννεφο κι έτσι να μη φοβάμαι πια στα βάθη τα μεγάλα να σε ακολουθώ που ντρέπομαι να μένω πίσω στην ασφάλεια παρά με ορμή στο δικό σου κίνδυνο θέλω λίγη γαλήνη κι ένα σπίτι στον ουρανό ν' ανάβουμε τα κεριά μας και να πλέκουμε τα πόδια μας στο ζεστό σκοτάδι

Τα δίχρωμα

Τα δίχρωμα σαν ν' αποτυπώνεται ανεξίτηλα σε μια σκοτεινή εσοχή του εγκεφάλου η καμπύλη του πέλματος τα δάχτυλα να ακουμπώ και να νιώθω πώς σφριγηλά τα τυλίγει το φίνο δέρμα κι έπειτα το βάδισμα το αβέβαιο λίκνισμα το μετέωρο γυναίκας για να κοιτάμε και ίσως πιο πολύ να νιώθουμε αυτά τα σήματα πώς να μιλήσω τα λόγια είναι φτωχά τα λόγια δεν είναι γυναίκα κι αν λάγνα κι αν αποκαλυπτικά κι αν με όλο τον αισθητισμό των ω, πόσο αδύναμα και πόσο ατελέσφορα αν όμως βαδίζοντας αν σταυρώνοντας χιαστί και διαγωνίως η νομοτέλεια των γλουτών κύκλια μια ολότητα' ή ένα σύμπλεγμα πώς πέφτουμε επάνω τραγόμορφοι και μ' έπαρση αλλά όριστικά πλέον και πέρα από κάθε όριο νίκης ή ήττας οριστικά και στο απόλυτο δοσμένοι α, εμείς οι άγριοι και ήμεροι θέλω να απλώσω επάνω στις γάμπες λείες ν' αντανακλούν ωραία το φως' εγώ ο ίδιος ν' απλωθώ υγρή ουσία μόνο να είμαι μην έχοντας καμία άλλη υπόσταση ούτε και άλλο λόγο μόνο να στάζω αργά...

νεος

κι αν το σώμα δεν μπορώ για να το φτάσω με το φιλί θα ανεβώ σκαλί σκαλί σαν ένα τόσο δα μικρό ατίθασο σκουλαρικάκι θα καρφωθώ επάνω σου θα κατεβώ στον ώμο σου λαμπερή φωτιά σταλαγματιά η αποθυμιά μου κι από το βάθος των μελωμένων σου ματιών ω, θα σε πιώ και θα μαι πάλι νέος άνθρωπος

Λεει

όλα θα γίνουν στο χρόνο τους όλα με τη σειρά τους και, παράξενο, για δες πως ανθίζουν δυο χείλη μεστά μέσα στο σκοτεινό πεδίο του Νοέμβρη μήνας στρυφνός και σκοτεινός μόνο που να έχει κι ένα γλυκό ηλιόλουστο παραθυράκι και σκάνε όμορφα παιδικά γελάκια κι έχει κι ένα γλυκό μελένιο βλέμμα που το παίρνω πάνω μου συντροφιά και φυλαχτό μου και μόνο γι' αυτό η καρδιά μου δε λέει τίποτε άλλο απ' τ αγαπώ....

broken distorted

broken distorted τι ωραία που κυλάει κυλάει η μηχανή ανάμεσα στα φώτα τα παιδάκια κι ο κόσμος όλοι τόσο φανερά ευχαριστημένοι με τους εαυτούς τους πλέω μέσα σε αυτή τη δίνη ζαλίζομαι κι αφήνομαι να με παρασέρνει σφαδάζω από την ίδια μου την ορμή πώς πέρασε έτσι τόσο φως πώς διαχύθηκε πού πήγε πηχτό σκοτεινό μου θα βγω έξω να σε βρω κι ωστόσο θα γυρίσω και να θα είσαι εδώ σκοτάδι που το γεύομαι με το στόμα με το σώμα μου πηχτό σαν στάχτη και νερό ξέρεις πως κάθε βράδυ τελευταία ανελλιπώς εισχωρείς κρυφά κάτω απ' τα σεντόνια μου το πρωί σε απλώνω στον ουρανό τινάζοντας ένα σύννεφο αφού σε φόρεσα το μέσα μου έξω και ζεις συνεχώς στο δικό μου επιμύθιο broken, scattered, distorted disorder within blooming in pain blossom my fear darkened, my  dear my memory alive my tear that I hide

Μετά την καταιγίδα

Διέσχισέ με ως αχτίδα που τρυπά τα μαύρα σύννεφα έλα κάθετα καταπάνω στην πιο διαβρωτική υγρασία κάνε μέρα αυτό το κλειστό διάστημα εισχώρησε μέσα μου πρώτα πριν απ' το δηλητήριο του σιχαμερού φόβου δεν ξέρω πώς να τιμωρούμαι πια θυμάμαι όμως τόσο καλά και δεν τολμώ να διατρέξω εν ριπή όλο το χρόνο που κατήργησα εκούσια παραδομένος δέσμιος στα χέρια μου τα ίδια γι αυτό εφόρμησε κάθετα ω φωτεινή γλυκύτης κι άφηνέ με να παραληρώ στη ζεστή σου κλίνη εν αναμονή

στο χείλος του γκρεμού

στο χείλος του γκρεμού αισθάνεσαι άρχοντας επουράνιος σαν να χεις καβαλήσει το πιο ψηλό βουνό ή σαν να αιωρείσαι με τα πόδια στον αέρα και το βλέμμα να απλώνεται ως πέρα στους μακρινούς ανεμόμυλους στο χείλος του γκρεμού ο λόγος συμπηκνούται ο λόγος τελειώνει αν μετά καταφέρεις και μαζέψεις σκόρπια ευρήματα ίσως ανασυνθέσεις κάτι απ' το χάος που χάσκει στο χείλος του γκρεμού ο πόνος γίνεται απτός και συμπαγής σαν κοφτερός βράχος με διεύθυνση από βορρά προς νότο κι εκεί κάτω απ' τη βρωμερή αχλύ με τα αστεία καραβάκια βλέπω τα χέρια σου επιδέξια πάνω στο πληκτρολόγιο με το βαμμένο νύχι να τονίζει δραματικά την κάθε κίνηση όλη την έκταση καταλαμβάνει αυτή η εικόνα όλη η εστίαση αναπάντεχα σε αυτό και σε κάθε εύγλωττη κίνησή σου στο χείλος του γκρεμού σου με πόνο κι ηδονή περιδεής αφήνομαι

Ρωγμές

Μέσα απ' τις ρωγμές περνά το φως και ο αέρας Μέσα απ' τις ρωγμές εισχωρεί η σκόνη και το νερό ή θα ζεσταθεί η ψυχή μας ή θα σκεπαστούν όλα με χώμα όπως τα θερινά παιχνίδια στην άμμο που γίνονται λάσπη στον ανελέητο χειμώνα 

me n bob

Εγώ και η bob τα πάμε μια χαρά μοιραζόμαστε το νερό το φαγητό και άπειρα μυστικά η bob είναι διακριτική δεν δίνει σημασία παρά μόνο σε ό,τι την αφορά με την επιμονή της επιβάλλεται κι είναι αλήθεια αξιοζήλευτο πώς διεκδικώντας το χάδι και την προσοχή εγώ και η bob δεν λέμε πολλά δεν χρειάζεται άλλωστε ό,τι χρειαζόμαστε είναι εδώ δα ο κύκλος μας στενός όχι πολλά πολλά με τον έξω κόσμο εκεί εγώ είμαι το ego κι η bob το alter ή μπορεί κι ανάποδα δεν είμαι και πολύ σίγουρος τελευταία δεν είμαι και πολύ  αισιόδοξος τελευταία τόσο που άρχισα να κρατάω σημειώσεις - η bob αδιαφορεί - 8:30, 10 και κάτι μισές ώρες κομματιασμένες σαν μνήμες άνοιας πρώιμης ή σαν τουβλάκια για μωρά με πλήρη άγνοια γι' αυτό το βάσανο τον χρόνο πάμε να φάμε, bob, κι αύριο θα το ξαναπιάσουυμε από κει που το αφήσαμε

Το αλάτι

κατακρεουργώ την καρδιά μου ευσυνείδητα μικρά κομματάκια αποστηθίζοντας παλιές προσευχές Αγίας Ζώνης με τα χέρια χωμένες στις τσέπες τα μάτια των αγίων που δεν σε κοιτάζουν παρά στοχεύουν πέρα από σένα ίσως να μάζευαν για μένα τα τρίμματα και την άμμο πιστεύω στο χέρι σου που θα με κρατήσει στο στήθος που θα προβάλει κάτω απ' το παγωμένο  φως πιστεύω που σε περιμένω βιαστικά αλλάζοντας πεζοδρόμιο κάθετα διασχίζοντας το κορμί μου κάθετα τέμνοντας το μυαλό μου αφήνουν πάνω μου πατημασιές και τις ακαθαρσίες που κουβαλάνε από το μακρύ δρόμο ένα  κεράκι θα αρκέσει άραγε; πόσο ψωμί θα πρέπει άλλο να πικρίσει στο στόμα μας; πόσο θα μολύνει το στήθος μας το θολό κακό΄ νερό; δεν θέλω άλλο ζωή σε απολογία θέλω να μπω ξανά θαρραλέα σε αυτή τη θάλασσα και να γίνω υγρό σου άλλοθι τόσο σφιχτά κολλημένο πάνω σου σαν το αλάτι που δεν ξέπλυνες