Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2025

ειμαι

είμαι μ' αυτούς που το μπαλκόνι τους βλέπει στον ακάλυπτο με τους χλιαρούς μπανάλ και γλυκανάλ στίχους μ' αυτούς που δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά με όσους ξεχνιούνται και δεν ξεχνούν με τα υπολείμματα  των γιορτινών συνάξεων και το χλιαρό φως του αποκαλόκαιρου με όλα όσα εγκλωβίζονται σ 'ενα μεσαίο φάσμα κι ούτε θα ψηλώσουν ποτέ\ ούτε και θα χαθούν στα χαμηλά μόνο θα περιφέρονται εκεί στη χώρα του ενδιάμεσου με δίχως λόγια δίχως θάματα δίχως άξια λόγου τ' αγαπώ αυτά τα διαπιστευτήρια του ολίγου που η μετριότης των γεμίζει κενά αιώνων σαν τη λάσπη που συγκρατεί τους προπετείς ογκόλιθους και λίγο αν λείψει απ' τους αρμούς σωριάζονται όμορφα όλα του κόσμου τα σπουδαία  

ένοικοι

 Τα σπίτια που  απομένουν άδεια σηκώνοντας το αφόρητο βάρος της αιωρούμενης μνήμης συσσωρεύοντας σκόνη και σιωπή με τα βλέφαρα μοισάνοιχτα στο απογευματινό καύμα ενηλικιώνοντας ό,τι έμεινε ξεχασμένο από τους ένοικους διασκορπισμένα παραμιλητά σελίδες από βιβλία που ξαναδιαβάστηκαν πεταμένα φωνήεντα στοιβαγμένα σε σακούλες ανακύκλωσης διότι σε τελική ανάλυση όλα βαίνουν προς τα κει μην αφήνετε κενά τα σπίτια αναπαράγουν στο κενό τους τις αντηχήσεις των βημάτων και τα λεπτά που κύλησαν τα χρόνια που γλίστρησαν τις αγωνίες που πέρασαν μέχρι να έρθει το ξημέρωμα και να νικήσεις άλλη μια μέρα αυτή τη ροπή προς τη μετοίκηση

κανεις

καλησπερίζω  τα μεταίχμια μάτια σου  χορηγός της κάθε ήττας μου που με συνέπεια απεργάζομαι κουράστηκα να μην ξέρω κουράστηκα ν' ακολουθώ - ποιον; τι; -  οι μέρες ατελείωτες σχηματισμοί ενδημικών αντιφάσεων πάνω στο άγρυπνο σώμα των πόλεων φεύγω μια φορά φτάνω στην άκρη του βράχου απ΄την πίσω πλευρά\ ένα σκατομπιτσόμπαρο στενάζει μαζί με πλήθη νόμιμα αγνοούμενων ζώντας σ' έναν υβριδικό όρμο ο βραδυνός ουρανός εφορμούσε εκμηδενίζοντας κάθε μου υπόσταση κι έτσι, να δεις, που θα είναι το σωστό πού βρέθηκα εγώ  ένα λιπαρός λεκές μια κακοφωνία στο χαίνον χάος έλεγα θα περιμένω να ξημερώσει αλλά βυθίστηκα στη δίνη του χρόνου της επιβραδυνόμενης ανάσας σου τελικά δίκιο είχες αφήσου αφήσου στο τέλος εκεί που πρέπει θα καταλήξεις

Χάος

έτυχε να 'ναι  στενόχωροι καιροί έτυχες κι εσύ να περισσεύειες μέσα στο λίγο που ελπίζει με καλωσήρθες και φανφάρες δεν φεύγει μπλιο η ζωή μπροστά στέκομαι και κοιτώ στα μάτια και δεν γυρίζει τίποτα σε μένα ούτε μια τόση δα εντύπωση στενεύουνε τα όρια το μέσα και το έξω αποζητούν  δικαίωση έναν καινούριο μύθο έτσι ανακάλυψα στα ξαφνικά ότι δεν έχω πια ιστορία κι όλο χαρά μου φανερώνεται αυτό το χάος που μου φωνάζει χαίρε

το είναι και το έχειν

άγρυπνος μεταπράτης και μεσάζοντας συνεπής ανελιπώς και ακαταπαύστως αποδομούμενος και αυτοακυρούμενος ολοένα, ωστόσο, εμφιλοχωρεί όλο και περισσότερο η αμφιβολία ο δισταγμός η υστέρηση του χρόνου και του είναι και λες τότε ρε στάσου να δούμε αν έχει παρακάτω και συνήθως έχει συνήθως λέω γιατί καμιά φορά το παρακάτω είναι γιατί πάντα είναι- πώς να το κάνουμε-  χωρίς να σ' έχει

Η

κάτι αόριστοι και  υπερσυντέλικοι που με βασανίζουν επιλέγω τελικά να κάνω την ανάγκη φιλοτιμία στο εξής θα ξεχνάω που και που θα παραλείπω καμια έγκλιση θα βάζω εισαγωγικά στην ίδια μου την πρόθεση και με χωρίς στίξη θα ξεδιπλώνω παραγράφους με αδιανόητα νοήματα ούτως ή άλλως ούτε είχε ούτε έχει μηδέ θα έχει ποτέ, νυν και αεί μάρτυρας εγώ σιωπηλός του κατακερματισμού σε ειδυλιακούς κήπους στο περιθώριο κρεματορίων παράλογα κοσμημένους με εφησυχασμούς και μετωνυμίες Κύριε ελέησον απονενόησα κι ησύχασα  

Terminal

Εμπρός, όλοι όρθιοι να επευφημήσουμε ζωηρά στην τελική αναμέτρηση δεν υπάρχει νικητής ούτε και γέρας μα ο αγώνας δόθηκε η κούρσα κερδήθηκε τα καλύτερα μείνανε πίσω όπως κάτι σημάδια που βάζεις στη διαδρομή και ξέρεις ότι οδηγούν στα ξέφωτα των αναμνήσεων Εμπρός με μία ιαχή θριάμβου ν' αποθέσουμε  λίγες κόκκινες παπαρούνες τι είναι η εποχή που θριαμβολογεί το εφήμερο  κι ανεπανάληπτο  της άνοιξης που ήρθε δύσκολα κι εύκολα θ' αποδράμει αφήνονας πίσω χιλόμετρα δρόμο πόνο και δάκρυ κι αλλοτινή χαρά δίκαια μοιρασμένα

αοριστία

περπατούσα σε μiα στοά κι όλα ένα γύρω κρημνίζονταν με πάταγο αγάλματα και πλάκες ένα σωρό εκσφενδονίζονταν ανηλεώς δεν είχα πού να προφυλαχθώ έτσι έσκαβα βαθύτερα έφτασα εκεί που  δεν υπήρχαν ούτε λόγια ούτε σκέψεις ένα βήμα  πριν το τέλος του χρόνου καταλάβαινε κανείς ότι ο κόσμος δεν είναι απέραντος κι ότι μετά το όριο δεν θα είχε πια καμία σημασία τίποτα κανένας ουδήποτε γαλήνη κι ο δρόμος ήτανε τραχύς περνούσε μέσα από φυλλωσιές πυκνές και πέτρες σαν λεπίδες ένας αόρατος Αμαζόνιος κατέκλυζε όλα οι μέρες ατέλειωτες οι νύχτες βασανιστικές δεν ανέχονταν το ίδιο το σώμα τους αγαπώντας και τιμωρώντας ίσα κι όμοια σε ισόποσες δόσεις η ηδονή κι η οδύνη όλα σαφώς και σοφά ακριβοδίκαιη αδικία που με συντρέχεις δεν έφταιξες δεν έφταιξα ουδέ ρωτήθηκα κι έτσι τώρα καμώνομαι αυτό που νόμιζα ενσαρκώνοντας ρόλους ατελείς που περιγράφονται άριστα μέσα από ρυτίδες κι από λαθραία σώματα αγγέλων που ποτέ δεν γερνούν γιατί ήσαν αόριστα μιας εξ αρχής

Χειροκρότημα

δεν πρόσεχε όλο πατούσε σε κάτι κενά κάτι ρωγμές άηχες ένα φάσμα άπλωνε άρρωστο φως έβρεχε σκόνη λέγανε πως θα περάσει υπομονή είναι ζήτημα... εξαρτάται απ' το μέτρο σύγκρισης για άλλους ένα κλείσιμο του ματιού για άλλους μια ζωή θα περάσουν όλα δεν θα σκέφτεσαι πια αν και ίσως κι εφόσον ο μαστρωπός χρόνος ασελγεί στο ανυποψίαστο σώμα παρατάσεις και παραστάσεις ο πιανίστας σκύβει επάνω από το κύμβαλο κι αναμετράται με το φοβερό κενό των παύσεων πριν το τελειωτικό χειροκρότημα

ανθοφορία

φοβάμαι μήπως φυσήξει ένας νοτιάς και σβηστούν τα ίχνη σου σαν να μην πέρασες ποτέ σαν να μην πάτησες όπου πατώ σαν να συμπυκνώνονται όλα σε λίγα στατιστικά στοιχεία ψηφία ψηφίδες ψήγματα εκεί που κάποτε υπήρξε ένα σύνολο εκτός αν εκτός - κι αυτό είναι που με εξοργίζει -  αν αυτό το σύνολο δεν ήταν παρά μια ευκαιριακή τυχαία συγκόλληση κι έπειτα όλα αποδίδονται εκεί που πάντα ανήκαν στην ακροθαλασσιά στη ρίζα στη βροχή στον ήλιο που πυρώνει την πέτρα νυχτώνει ένας ένας οι κάλυκες δουλεύουν μέσα τους την πρώτη ύλη της νέας εφήμερης εξαίσιας ανθοφορίας

Ξυπνώντας

και ξυπνούσαμε με μια φοβερή αίσθηση  παροδικότητας άνοιγες τις κουρτίνες το φως διαχέονταν διαμελισμένο κάποιοι χαθήκαν ήδη κάποιοι περιμένουν με τα χέρια στις τσέπες φωνές σκαλισμένες  πάνω στην πέτρα κάτι σου άφησε γεύση πικρή αφόρητη κι οι μέρες επίμονα δεν λέγανε να μεγαλώσουν πάνω σ' αυτό το σκοτάδι ψήλωσε μια ηλιαχτίδα έτσι λάθρα κι αλήτικα να 'χουν να της προσάπτουν έφτασε πάνω από θλιμμένους τοίχους άκουσαν κάτι και αναθάρρησαν ναι, ίσως να άπλωνε κάπου η άνοιξη το παλιό της ημερολόγιο με παλιά χαμόγελα όσο ήταν ακόμα\ μακρινός ο καιρός άγνωστος ο τόπος κάνοντας κατάχρηση της νεανικής ουσίας προχωρώντας σαν τυφλή εμπροσθοφυλακή στο προκεχωρημένα χαρακώματα του έρωτα ξυπνώντας είδα στο πλάι μου  το περίβλημα ενός σώματος που κάποτε γνώριζα   

όνειρο

oύτε περισσότερο\\ ούτε λιγότερο τόσα όσα μπρος και πίσω τι να πάρω τι ν' αφήσω άλλοι ήρθαν\\άλλοι φύγαν ή μαζί ή και χωρίς δεν υπάρχει μέση λύση ό,τι δώσεις θα σ'αφήσει μην αγχώνεσαι λοιπόν λίγο εδώ και λίγο εκεί όπως όπως  τα βολεύεις δίνεις μια και ξεμπερδεύεις με τον κούφιο λυρισμό καταργώντας τον εσμό δείξε μου τι σε πονάει ζάλη είναι και περνάει όλα λίγο ως πολύ όλοι λίγοι ή πολλοί επιβάτες βιαστικοί καλή μέρα καλή νύχτα μ' αγροικάς σκοτάδι ρίχτα ξενυχτάς σημάδια  πήχτρα όπου να 'ναι θα χαράξει όνειρο ήταν \ θα πετάξει

λεωφορειο

 ν' ανεβούμε  σ| έν α λεωφορείο βραδυνό δίχως τέρμα δίχως προορισμό στις στάσεις περίεργοι τύποι αμφιβόλου ποιος ξέρει\ να βαραίνουν τα βλέφαρα στο μεσοϋπνι με το σκυλί να αλυχτά\ κι ο σταυρός χαλαρά κλαπ κλαπ απ το σαζμαν το ξεχαρβάλωμα μας έχει βολέψει καλά αυτό το νανούρισμα το πηχτό κύμα της εγκατάλειψης να φύγουμε η μόνιμη επωδός και πού θα πας καημενε καλύτερα στο χάσιμο ξέχνα αποσκευες και τιμαλφή ιδανικά σκόρπισαν όλα απ' την καταπαχτή ας έχουμε καλό δρόμο ας μην τελειώνει  θ' αποκοιμηθούμε σε μια φουρκέτα μαζί με τον οδηγό και μετά \ άλλοι θα 'χουν να διηγούνται για μας αλληλούια

Ηλικιωμένη στη μπαλκονόπορτα

Ηλικιωμένη στη μπαλκονόπορτα δεν ξέρω αν παρατηρεί ίσως να θυμάται ίσως να μη θυμάται πια πιο πάνω ανεβαίνοντας Τοσίτσα μου φάνηκε πως είδα τον σύντροφο Φελέκη κάπως πιο συρρικνωμένο οχι όμως στην αρχαία τρίκυκλη μπεμβέ αλλά σ' ένα παπί τρισάθλιο νομίζω αυτός' θα μας έχει αφήσει χρόνους στην Ερεσσού  αποτυχημένη πρώτη συνέρευση δεκαετίες πίσω μόλις χτες σ΄αυτή τη γειτονιά συσσωρεύονται μνήμες γκράφιτι μαύρα αφίσες και συνθήματα στις εισόδους των καταστημάτων κορίτσια καπνίζουν στριφτά τσιγάρα εμείς χορτάσαμε καπνό και τέλος από αυταπάτες οι δρόμοι άλλαξαν τα σπίτια κρύφτηκαν πίσω από φεγγίτες στη σκεπή οι μέρες κοντύνανε στο ανάστημα του επιτρεπτού απολυτήριες εξετάσεις φροντιστήριο στην Κωλέττη οι δρόμοι σκεπάστηκαν οι διαδρομές έμειναν ίδιες τα βήματα βαρύνανε κι έρχεται λέει νέος χρόνος ούτε να το συζητάς κάποτε έγραφα κάρτες Χριστουγέννων κάποτε ήσαν δυνατότητες που η υλοποίησή των καθυστέρησε τραγικά ως το αναπόφευκτο  abort mission  το προτσές του ιστορικού υλισμού ...