περπατούσα σε μiα στοά
κι όλα ένα γύρω κρημνίζονταν με πάταγο
αγάλματα και πλάκες ένα σωρό
εκσφενδονίζονταν ανηλεώς
δεν είχα πού να προφυλαχθώ
έτσι έσκαβα βαθύτερα
έφτασα εκεί που δεν υπήρχαν
ούτε λόγια ούτε σκέψεις
ένα βήμα
πριν το τέλος του χρόνου
καταλάβαινε κανείς ότι ο κόσμος
δεν είναι απέραντος
κι ότι μετά το όριο
δεν θα είχε πια
καμία σημασία
τίποτα κανένας ουδήποτε
γαλήνη
κι ο δρόμος ήτανε τραχύς
περνούσε μέσα από φυλλωσιές πυκνές
και πέτρες σαν λεπίδες
ένας αόρατος Αμαζόνιος
κατέκλυζε όλα
οι μέρες ατέλειωτες
οι νύχτες βασανιστικές
δεν ανέχονταν το ίδιο το σώμα τους
αγαπώντας και τιμωρώντας
ίσα κι όμοια
σε ισόποσες δόσεις
η ηδονή κι η οδύνη
όλα σαφώς και σοφά
ακριβοδίκαιη αδικία
που με συντρέχεις
δεν έφταιξες δεν έφταιξα
ουδέ ρωτήθηκα
κι έτσι τώρα
καμώνομαι αυτό που νόμιζα
ενσαρκώνοντας ρόλους ατελείς
που περιγράφονται άριστα
μέσα από ρυτίδες
κι από λαθραία σώματα αγγέλων
που ποτέ δεν γερνούν
γιατί ήσαν αόριστα
μιας εξ αρχής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου