και ξυπνούσαμε με μια φοβερή αίσθηση
παροδικότητας
άνοιγες τις κουρτίνες
το φως διαχέονταν διαμελισμένο
κάποιοι χαθήκαν ήδη
κάποιοι περιμένουν
με τα χέρια στις τσέπες
φωνές σκαλισμένες
πάνω στην πέτρα
κάτι σου άφησε
γεύση πικρή αφόρητη
κι οι μέρες επίμονα
δεν λέγανε να μεγαλώσουν
πάνω σ' αυτό το σκοτάδι
ψήλωσε μια ηλιαχτίδα
έτσι λάθρα κι αλήτικα
να 'χουν να της προσάπτουν
έφτασε πάνω από θλιμμένους τοίχους
άκουσαν κάτι και αναθάρρησαν
ναι, ίσως να άπλωνε κάπου
η άνοιξη το παλιό της ημερολόγιο
με παλιά χαμόγελα
όσο ήταν ακόμα\
μακρινός ο καιρός
άγνωστος ο τόπος
κάνοντας κατάχρηση
της νεανικής ουσίας
προχωρώντας σαν τυφλή
εμπροσθοφυλακή
στο προκεχωρημένα
χαρακώματα του έρωτα
ξυπνώντας
είδα στο πλάι μου
το περίβλημα ενός σώματος
που κάποτε γνώριζα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου