Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2020

Μικρό

μικρό μου κράτησε σφιχτά αυτή η αγκαλιά δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά αφέσου με εμπιστοσύνη κλείσε τα ματάκια σου και άσε τα ποδαράκια σου ανέμελα να παίζουνε σαν να είμαστε στην παραλία χαρούμενοι και ξέγνοιαστοι πώς μας αφήνεις έτσι ποιος θεός ποιος θα μας φέρει ποτέ πίσω στην πρώτη αγκαλιά με τα χειλάκια ακόμα υγρά από το πρώτο γάλα πόσο λυπάμαι να ξερες πόσο λυπάμαι για όλα όσα μια μέρα θα χαθούν μέσα σε θολές αναμνήσεις αξεδιάλυτες  παιδικές που μια ζωή  θα μας στοιχειώνουνε θα πεταγόμαστε τότε ιδρωμένοι και ξέπνοοι ένα άλμα πίσω βουτιά στις πρώτες μέρες στις απαρχές την πρώτης άδολης  κι ανυποψίαστης αγάπης

Άγια

Οι άγιες οικογένειες οι καταδυναστεύουσες χωρίς δεσμά ένας αόρατος μίτος η αγάπη  χωρίς κλειδιά να είναι οι πόρτες ανοιχτές στου απρόσμενου  τη θεία χάρη με κλειστά τα μάτια στο σημείο που έπεφτε ένα φως ήταν στιγμή  αληθινή σαν περίπατος δίπλα σε ήσυχο ρυάκι ένας μικρός ανεπαίσθητος στεναγμός η χαρά  να μην ξέρεις για λίγο ποιος είσαι και τι γλυκό μου φως  ζεστή αγκαλιά  άσε με να μείνω λίγο ακόμα να μη σηκωθούμε ακόμα κι αυτό πότε ξανά θα το γευτούμε ας μείνουμε εδώ ακόμα λίγο πριν τον δρόμο του γυρισμού μετρήσουμε αντίστροφα ας μείνουμε όσο το φως αυτό διαχέεται  με διαπερνά έτσι που διάφανος και ελαφρύς να πετάξω στην πλαγιά κι έπειτα από μέσα μου  όλα θα κυλήσουνε μεστά  απ' τη γλυκύτερη σιωπή τόσο απαλά σχεδόν ανυπόφορα τόσο κοντά και πάλι μια ιδέα μόνο μέχρι τα σώματα να αποκτήσουν το ειδικό βάρος μιας ανέμελης άνοιξης

εγκαίρως

όταν καταρρέουν και τίποτα δεν σταματά αυτό το τίποτα που σαν χοντρή αποκρουστική μεμβράνη μια ξεραμένη κοιλάδα έχοντας απομυζήσει  όλο το νερό της ζωής γιατί γιατί να γίνεται έτσι ποια τιμωρία ποια απόγνωση μεγαλύτερη απ' την απώλεια του αλλοτινού εαυτού να σκέφτεται κανείς πως αυτά τα σάρκινα κουρέλια κάποτε τραγουδούσαν γελούσαν κι ερωτεύονταν αυτά τα άχρηστα κούτσουρα τι λέω, θεέ μου πώς ν' απαρνηθεί κανείς και το τελευταίο ψήγμα όταν πρέπει το ποτήρι  μέχρι την τελευταία σταγόνα ποιος θεός μισεί κι αγαπά τόσο που αφήνει τα παιδιά του έρμαια του ανίκητου χρόνου κατατροπωμένος κι αυτός απ' την αιώνια ανάγκη μην αργείς όσο είναι καιρός όσο ακόμα  το φιλί  φιλί και το κορμί ψυχή ούτε ένα ξεραμένο φύλλο ούτε και γλίσχρο, σάπιο κρίνο

κραταιά

αν γύριζα τον χρόνο πίσω όχι πως νοιάζεται κανείς αλλά να άλλοι πώς τα καταφέρανε κι εμείς στη ζωή δεν είχαμε αρκετή Παρασκευή γραφείο ταξιδίων πάρε μας μακριά γραφείο με τα φώτα αναμμένα κι όλα εκτεθειμένα Σάββατο βράδυ Κυριακή βράδυ φάε το βραδινό σου και βγάλε τον σκασμό πόσοι φύγανε πόσοι γύρισαν πίσω ένα ατέλειωτο  πήγαινε - έλα δεν το λες κι αναψυχή γιατί θα πρέπει να υπάρχει και ψυχή κι όχι ένας πνιγηρός ορίζοντας που όσο και να θες ποτέ ποτέ δεν θα τον διασχίσεις μόνο από μακριά θα τέμνεται από τα θερινά φέρυ μπόατ για τον παρατηρητή και τον υποβολέα οι πρωταγωνιστές δεν γνωρίζουν όντες τυφλοί κι ανυπόστατοι μη με τραβάς δεν ξέρω να φεύγω μπροστά δεν ξέρω ούτε να πέφτω καταλαβαίνω απόλυτα αυτούς που βαδίσανε με την ίδια αγωνία με τη σφοδρότητα του Αύγουστου και την παγωμένη ανάσα του Νοέμβρη καταλαβαίνω κι όμως δεν μπορώ τίποτα να υποσχεθώ παρά μόνο  να ριχτώ με τα μάτια κλειστά ...

αναζητώντας την αιτία

Ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν θλιμμένος σας ένας σκοτεινός νάνος που ταξιδεύει μέσα στο κρύο του τέλος του χρόνου νόμιζα πως κάποιες αποφάσεις θα ήταν αρκετές για να αλλάξω τη ζωή του τίποτα ωστόσο δεν έπραξα σωστά κόλλησα σε έναν πάκο χαρτιά και έμενα εκεί μέχρι που έχασα πια το πρόσωπό μου και κυκλοφορώ τυφλός βλέπων ή αδιόρατα ξέρεις διακριτικός ένα θρόισμα θα μπορούσε να με συντρίψει μεμιάς έριξα πίσω το δίχτυ μου στη σκοτεινή ύλη και πήρα το δρόμο της επιστροφής για να σκεφτώ πάλι την αιτία όλης αυτής της θλίψης νόμιζα πως θα μπορούσα να επικυρώσω μια αλήθεια κι ωστόσο έρχομαι αδυσώπητα αντιμέτωπος με αυτό το ερωτηματικό βλέμμα ή μήπως... μήπως να είναι περιφρόνηση και οίκτος δεν ξέρω δεν το ερμήνευσα αλλά ακόμα δέκα ώρες μετά αναμετριέμαι κι αναρωτιέμαι ποια να είναι η αιτία εσείς λέτε στο θλιμμένο βλέμμα του Μχαήλ Άγγελου

στον ήλιο

Θ' ανέβουμε σε άλλες παγωμένες κορφές οι νύχτες θα πέφτουνε κάτω πηχτές σαν μαύρο αίμα δεν θα υπάρχει κανείς να συγχωρέσει το πιο μεγάλο κρίμα μου η αγάπη έτσι έζησα γιατί μόνο αγαπώντας μπορούσα κι είναι συχνά πικρή η ανταμοιβή τέναγος η ανάγκη κι έπειτα  όλα λίγο ή πολύ καταλύονται και δεν σημαίνουν  τίποτα πια μέσα σ' ένα φιλί είδα αυτό το βλέμμα βαθύ, υγρό κι αλάνθαστα σημάδια πως μπορείς ακόμα και το θέλεις όλο και πιο βαθιά μου μέσα να με βρίσκεις κι απ το σκοτάδι μου  που μέσα θρέφω στο πιο γλυκό ακρογιάλι γυμνό κι ωραίο πίσω στον ήλιο  να με δίνεις

στεναγμός

Τα μεσημέρια που το σώμα παίρνει το σχήμα της επιθυμίας κι όλα ελαφρύτερα αναβλύζουν από μέσα όταν θα γίνομαι πηγή για να σε δροσίζω όταν θα καταργούνται όλα τα πριν και μετά καθόλου δεν με πειράζει κι ας φωνάζουν έξω κι ας  μάχονται στο δρόμο κλείνεται όλη του κόσμου η ασχήμια έξω απ' αυτές τις γρίλλιες και με ρυθμό που δίνουν τα κορμιά σαν πάλλονται φεύγουνε μακριά σαν σύννεφα στο πέλαγος τα κατάλοιπα των μικρών και μίζερων ωρών όπως όταν κατεβαίνοντας το λόφο ξαφνικά με έκπληξη ανακαλύπτεις πως όλης της γης το χρυσάφι ήταν πάντα εδώ μόνο να σήκωνες λίγο το βλέμμα  χρειάζονταν σ' ένα ακίνητο λεπτό να σταθείς απέναντι στην αντανάκλαση αιώνων τόσο λίγο χρειάζεται όσο ένα κορμί όσο ένα βαθύ φιλί κι ένας παλιός   γλυκός στεναγμός