Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2019

να δούμε

κονταίνουν οι μέρες κοντύναμε κι εμείς ολοένα και πιο κάτω πόσο πιο κάτω μέχρι να μην υπάρχει πια επίπεδο παρά μόνο μία μαύρη άβυσσος που καταπίνει τη μια ζωή πίσω από την άλλη' ξυπνώντας από εφιάλτες αλλά μετά από λίγο πάλι ξέροντας πως είσαι ακόμα μέσα σ' έναν μεγαλύτερο χρειάζονται  πολλά βιβλία για να καταναλώνονται να μη μένει στιγμή ελεύθερη σκέψη μη δεσμευμένη μνήμη πώς γίνεται όλοι αυτοι΄ πώς τα καταφέρανε αναρωτιέμαι ή είναι μόνο υποκρισία όλα καλά που λένε και δεν βαριέσαι αλλά βαριέσαι κι όπου και να πας το ίδιο όνειρο ασθματικά σε ακολουθεί ή κι εσύ το ακολουθείς κι όπως στις ταινίες πέφτεις στις λάσπες τρέχοντας και.... αν δεν σηκωθείς πια τι γίνεται μου λες όταν χωρίς άλλη δύναμη και θέληση παραμείνεις πεσμένος κάτω και πιο κάτω πού είναι αυτοί που σηκώνονται γιατί μας φλόμωσαν στο ψέμα αν κολλήσεις εκεί κάτω πάει κόλλησες ποιον κοροϊδεύουν κοίτα με τι θα δεις μη με κοιτάς δεν έχω πια την παλιά μου όψη άλλαξε ...

κοιμητήριο

στο κοιμητήριο πρόσωπα που σε κοιτούν άλλοτε σοβαρά άλλοτε από στιγμές χαράς μ' ένα ποτήρι στο χέρι πρόσωπα που ξεμακραίνουν λειαίνονται από τον αέρα τη βροχή τη σκόνη του χρόνου προβάλλονται ιδανικά στη σκηνή σαν να περίμεναν από πάντα αυτή την περίσταση για να δηλώσουνε ανεξίτηλα την ύπαρξή τους και κει ψηλά στο βάθος όπου τα βήματα λιγοστεύουν κι οι περαστικοί  βιαστικά θα περάσουν μια γυναίκα κρυμμένη πίσω απ' το μαρμάρινο καντηλέρι προβάλλοντας αλλόκοτα σαν να περιμένει υπομονετικά να την ανακαλύψεις κοιτάζοντας παράταιρα κατά τον τοίχο δεν κρύβεται μα ούτε και φανερώνεται έκφραση απόμακρη, σοβαρή αινιγματικό βλέμμα που μακραίνει σε μιαν άγνωστη προοπτική ή μήπως στραμμένη προς το τέλος που τόσο μοιάζει μακρινό και άφιλο κι όμως τόσο κοντά σχεδόν ορατό αποτυπωμένο σ' αυτό το βλέμμα ίσως γι αυτό αυτή η φωτογραφία να μην πρέπει τόσο φανερά να εκτίθεται σ' εμάς τους αδαείς προσώρας

αόρατος

στη μέση αυτού που μαίνεται χωρίς στίγμα αν έχει βρει κατεύθυνση δείξε μου πες μου άλλοι εδώ άλλοι πιο πέρα αντίθετα στο ορισμένο ζω γεννήθηκα με μια έλλειψη ενός κάποιου ενθουσιασμού μιας αίσθησης  σκοπού ή συνέχειας βρε αδερφέ ντε και καλά θέλεις να μου προσάψεις τα δικά σου ας είναι δεν θ' ασχοληθώ' γιατί δεν δύναμαι ούτε ποτέ ηδυνήθην ας πορευθούμε λοιπόν αόριστοι και αόρατοι έως ότου καταλυθεί αυτό το σύμπλεγμα ουσιών στα εξ ων συνετέθη κι όμως αντί για μία καθαρτήρια βροχή να πάλι,  που ξεσηκώνονται μέσα μου τα αυγουστιάτικα βράδια της αναμονής και λέω περιμένω αφουγκράζομαι και κρύβομαι εδώ αόριστος και αόρατος μέχρι ξανά να ενώσω το χαμένο μου σώμα σε κάτι απτό και ορατό που ν' αναγνωρίζω

αόριστος

ένα ερεβώδες ζεστό μεσημέρι με κατεβασμένα τα στόρια και ιδρωμένα αποτυπώματα στο παρκέ ούτε παιδιά να παίζουν ούτε φωνές κύματα πνιχτά σε λίγο θα βαραίνουν τα πιο πηχτά σκοτάδια η ψυχή που λαχταρά ν' αποκοιμηθεί κάτω από έναν πλάτανο να χτίζει για την  επόμενη άνοιξη φωλιές να τις βρούνε τα ξεχασμένα χελιδόνια ίσως αναμασώντας ολοένα τις υποσχέσεις καλοκαιριών που πέρασαν χωρίς ίχνη ούτε νεύμα ούτε και φωνή πασχίζοντας να παραμείνεις μέσα στο όνειρο σ' αυτό το μεταίχμιο που δεν ορίζεις κι όλα τα ορίζεις ένας τιτάνας ή μια απόκοσμη σιγή που κατοικεί μέσα τώρα τα σπίτια νυχτώνουν νωρίς γυρνάς το κλειδί ξανά και ξανά κι όλα είναι ορθάνοιχτα τρέχω να προλάβω λίγο από το δανεικό φως που μου αναλογεί διασχίζοντας το ενδιάμεσο του κόσμου που δεν νοιάζεται δεν σε ξέρει κανείς δεν υποπτεύεται κανείς όλα υπόκεινται στον αόριστο γ' πρόσωπο Σε πείσμα του καλού χειμώνα και του χρόνου που καραδοκεί

Γυναίκα με πούρο

Γυναίκα με το πούρο στο περβάζι αναπολώ τη ζωή σου σαν τολύπες καπνού αδιάφορα αφήνοντας απ' το παράθυρό σου περνούνε οι ώρες μου πουκάμισα που σιδερώνονται για της μέρες μία μία πουκάμισα για τους νεκρούς τι απομένει στο ενδιάμεσο ένα φιλί ένας στεναγμός δρόμοι που στενεύουνε σαν τα παλιά πανωφόρια γελοία κρέμονται πάνωθέ μας καθώς γυρνάμε το πρωί σαν σκέλεθρα ακρωτηριασμένες ώρες ούτε ύπνος ούτε λήθη άγγιξέ με θεέ μου δεν νιώθω το νερό περνάει από μέσα μου κι όχι τ' αντίθετο μείνε ακόμα λίγο δεν πρόλαβα ν' αποταμιεύσω τη γεύση του αποκαμωμένου έρωτα κι έμεινα στη μέση του δρόμου οδηγώντας τυφλά εκεί που το φως διαχέεται και συλλαμβάνεται μονάχα από τρελούς κι από του κόσμου τους απέλπιδες γυναίκα με το πούρο σ' αγαπώ σιωπηρά, γιατί σε ξέρω χωρίς να σε γνωρίζω

αντηχεί

αν δεν σκέφτομαι μουσική είμαι μια εικόνα θολή που περιφέρεται από μέρα σε μέρα μία απ' αυτές θ' αποφασίσω να περάσω τις χορδές στο παλιό σκάφος κι έτσι καλά θα ηχεί καλύτερα από παρατημένα ξύλα δίπλα στο παράθυρο μια απ' αυτές τις μέρες θα σταθώ στον τοίχο και θα τραγουδήσω παράξενα θα ηχεί η φωνή μου καθώς θα επιστρέφει σε μένα μόνο μην έχοντας πια πού αλλού να ταξιδεύει φθινοπωρινό πρελούδιο

δεν το λες

ενώ αδιάφορα περνούν όσα είναι τι υπήρξε και τι όχι στους παρατατικούς απλώνουμε ξέγνοιαστα τα πόδια και με σκέψη καμία ξέχασα να κοιτάζω ακόμα και τα βραδινά φώτα τώρα βαραίνω πια νωρίς μη με σηκώνεις έχω ν' απλώσω κάποιες ξεχασμένες μου λέξεις τώρα που φυσά τα βράδια εκείνον τον μακρινό αέρα που δεν το λες και λησμονιά μα ούτε κι ευχαρίστηση απλώς σαν να κυλά από πάνω ένα ρεύμα ακανόνιστο που άλλοι ορίζουνε κι εσύ ένα σώμα σ' οριζόντια αδράνεια αναμονής

μια βροχή

σε πρόωρες χειμέριες νάρκες εγκλωβισμένοι βλέμματα τριγύρω στη βεράντα με θέα τη θάλασσα και δεν έβλεπα τίποτα τα φώτα δεν τα νιώθω άνοιξαν οι πύλες και τρέχω να κρυφτώ κάτω από ένα σωρό υπομνήσεις στον ύπνο μου έρχονται όλα αυτά απαιτητικά κι επίμονα τουλάχιστον μίαξαφνικήβροχή κάτι να πετάξουμε λίγο παραπέρα ούτε καν εφηβικά όνειρα δεν βλέπω να ξεμυτίζουνε χαμένα μέσα σε άπειρα παράλληλα σύμπαντα άσχετων σχέσεων ναι νομίζω πως όπως λέγαμε παλιά μια βροχή θα μας σώσει ή πάλι ακόμα πιο βαθιά θα μας παραχώσει