Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2019

σε συνέχεια

διάφοροι ανυπόφοροι κι αδιάφοροι χοντροί με μαγικές συνταγές κάνε τούτο κάνε εκείνο κι αν λέω αν ξεχνούσα ξαφνικά όλου του κόσμου τη γραμματική αν δεν ήταν να κυνηγούμε πάντα το ορθόν κι άτακτα ορνιθοσκαλίσματα κατά πως μου κατέβαιναν στη γκλάβα μου έριχνα βότσαλα στη λίμνη με κούφιους αναστεναγμούς και βέλη που δεν βρίσκουνε ποτέ το στόχο προπαντός αυτό να μην χάνεις ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ και δεν είναι τρόςπος δεν είναι τρόπος να κρυφτείς απ'το καταραμένο εγώ που καιροφυλακτώντας περιμένει να σου πει α, στην έφερα ζήσε την ψευδαίσθηση ζήσε το λίγο το ποτέ το πουθενά θεέ μου ρίξε με τώρα σε βροχές και σκοτεινές κόγχες μέχρι να έρθει η ώρα να σμίξουμε και πάλι σε συνέχεια

Αναπολώντας

θα μας λείψουν οι δεντροστοιχίες στη δημοσιά το πέταγμα των γλάρων αντικατοπτρισμοί  λησμονημένων ακρογιαλιών κάτω από τα χλωμά φώτα των πρώτων απόβραδων μακραίνοντας το φως θα γλιστρά μέσα απ΄ τη χαραμάδα των πρόωρων αναμνήσεων θα μας λείψουν οι γκρίζοι κίονες και οι μάσκες οι κορυφές που δεν πατήσαμε τα όψιμα σταφύλια που ακροθιγώς γευτήκαμε κρεβάτια με τα σεντόνια πεταμένα ένα γύρω τα πράγματα δίχως καμία σειρά άτακτες φυγές πριν οι καρποί μεστώσουν με σκιές να κλυδωνίζονται κάτω από υπόφωτα μπαρ οι ταξιδιώτες που ξεμείνανε στο τελευταίο δρομολόγιο προσπαθώντας να αναβάλουν την αναχώρηση κάποιοι αναζητώντας έναν πιο μόνιμο τρόπο φυγής τ' αμύγδαλα στο βάζο και τα βράδια χωρίς βιάση ανέμελα ήταν τα βράδια εκείνα ήδη περασμένων μεσονυχτίων αναπολώντας  

Πειραιώς

Δεν έχω   χρόνια Δεκατίες αναμονής Με τα τσιγάρα κάτω ένα σωρό Και το μολύβι να κατακάθεται αμείλικτα ένας σωρός από άτακτες φράσεις Δεν έχω σιωπές Έχω κραυγές Κρυμμένες μέσα σε καταιγίδες [που δεν ξέσπασαν ποτέ Ούτε λίγα ούτε πολλά\ Το ένα με το άλλο Στοιβάζονται τα χρόνια Σαν σκοινιά βαριά Στην προβλήτα Για να κάθουνται επάνω αφηρημένοι γλάροι ν' ατενίζουνε το αδύνατο του καιρού’ μέσα στο λιγοστό τους κεφάλι κι έπειτα έρχονται και παίρνουν τη στροφή βαριά σαν κουρασμένοι γίγαντες τα φέρρυ ξεβράζοντας εφήμερες αναμνήσεις άνοιξε το ραδιόφωνο θέλω ν’ ακούω τραγούδιθα για εκδρομές που δεν έγιναν ακόμα ενώ επιστρέφουμε ελαφριοί σαν ίσκιοι αντανακλάσεις ακροθαλασσιάς με τα βαριά φορτία Κυριακή στην Πειραιώς

βραδινό κολύμπι

είδαμε πάλι τον ουρανό ν' αντανακλά στίλβουσες πέτρες ανόητο παγωμένο φεγγάρι δεν μου λέει τίποτα εκτός μόνο όταν αντανακλά στο νερό δίπλα σου βυθίζομαι ευχαρίστως σ' αυτό το προκλητικό έρεβος το φως αυτό το ασημένιο να τρυπούν οι ρώγες μετά κάπως φοβήθηκα κι ένα σύγκρυο με τύλιξε θεέ μου αυτή είναι η στιγμή που αποθηκεύω και το ξέρω αλλά για να ζω δεν πρέπει να το ξέρω κι έτσι ίσως αν με τραβούσες στα βαθιά αν χάνοντας τον προσανατολισμό με τρόμο γλυκό θα βυθιζόμασταν στην ασημένια παγωμένη λάμψη στο αποκορύφωμα του Αυγούστου απόκρυφα και σκοτεινά δέος του έρωτα παντοδύναμο σκοτάδι

Από εδώ

Να πετάξουμε τα κλινοσκεπάσματα αυτός ο Αύγουστος τραβάει στον ανήφορο γυναίκες που λιάζονται γυναίκες που λιάζουν τη σοδειά για το χειμώνα στον ήλιο έχω μια ενθύμηση από παιδί να απλώνεται η κόκκινη σπορά ή τα καπνά τσιτσιρίζοντας να ξεραίνονται αρμαθιές φύλλα μυρωδάτα τώρα στις αυλές περιμένουμε πια τον γυρολόγο του χαμένου Αυγούστου Προσκύνημα στην Παναγία κι ανηφόρι ξέπνοο για το μοναστήρι ξενύχτι της Παναγιάς στα κελιά και βλασφημίες η ζωή που δεν κρατιέται η ζωή που ξοδεύεται ασυλλόγιστα στην επόμενη στροφή στα χαλασμένα χρόνια στην αδηφάγα γκρίνια και την ανώφελη βαβούρα του όχλου να πετάξουμε μαζί με τα κλινοσκεπάσματα στη βραδινή αύρα μιας αυγουστιάτικης νύχτας από εδώ έως το ποτέ

άνεμος καυτός

δεν είναι κανείς εδώ το σπίτι με περιβάλλει σαν τείχος προστασίας σαν μια διαχωριστική γραμμή εγώ και οι άλλοι ζω σ' αυτή  τη γκρίζα ζώνη εδώ και χρόνια λίγα πράγματα με αγγίζουν γιατρέ μου μήπως υποδύομαι τον ίδιο μου τον εαυτό όλα είναι η αναζήτηση του νοήματος η βολική απραξία της μη ζωής ας γίνει πάλι η εγγύτητα  ο κανόνας μας δεν βολοδέρνουμε  χωρίς πυξίδα και χάρτη όλες οι διαδρομές κάποτε έρχονται  και ξεκαθαρίζουνε στο μυαλό  και στις μέρες  που μοιραζόμαστε κάνε ένα  μικρό τατουάζ στον αστράγαλο και πορεύσου με αυτοπεποίθηση' στον έρωτα μια μικρή υπόμνηση στιγμιαίας αθανασίας για να φιλώ και ν' αγαπώ\ όπου πατάς και βρίσκεσαι πέρασε πάλι σαν άνεμος καυτός και σάρωσέ με επειγόντως 

Βότσαλα

Δεν θέλω πια άλλες φωτιές πλημμύρες, λαίλαπες τυφώνες, καύσωνες, ληστείες, καταιγίδες εσύ είσαι μόνο η δική μου επικαιρότητα και δεν μ' αγγίζουνε σεισμοί και ολετήρες ας κάνουν τώρα τα κουμάντα οι τσατσάδες τους τυφλές κι ανάξιες κυριλέ πλειοψηφίες πριν προσπεράσει ο καιρός να επιδιδόμεθα σε λάγνες, άσεμνες και καύλειες χημείες λυπάμαι αλλά δεν με αγγίζουν τα συνάφια σας δεν 'πα να πήγατε στου σύμπαντου την άκρη εγώ μονάχα εδώ μαζί σου θα λικνίζομαι και για τους άλλους δεν θα χύσω ούτε ένα δάκρυ απ' τις θηλές μαλάζω της ζωής το κίνητρο και σαν κορύβαντας γύρω σου θα χορεύω και ας μου κάνουνε τη χάρη να μ' αφήσουνε με λίγα βότσαλα τον κόσμο να ερμηνεύω

στη θάλασσα

στους δρόμους οι φάροι στέκουνε σαν θλιμμένα κωδωνοστάσια περαστικοί ψελλίζοντας προσευχές ή βλαστήμιες θα οδηγήσω  κατά τον ήλιο και με διπλά γυαλιά θ' αφομοιώσω το σκοτάδι που θα έρχεται ή μάλλον θ' αφομοιωθώ απ' αυτό λησμονημένα ξωκλήσια στους γυμνούς λόφους τα δέντρα ακούνε τα δέντρα ραγίζουνε οι καρδιές που διψούν σκάνε σαν το χώμα άλλοι  παίρνουνε πόζες ανόητα στέκοντας απέναντι στο φως που αναριγά μια ιδέα από μακρινούς ίσκιους στο δέρμα κι έπειτα η προετοιμασία μια ζωή προετοιμασία για τον δρόμο της επιστροφής που είναι πάντοτε πιο σύντομος

στον βράχο

Γυναίκα  με το δοξάρι  το κοφτερό σου βλέμμα όλες μαζί οι επιθυμίες θα λυτρωθούν σκάζοντας το κύμα θα ελευθερώσει όλους τους επίδοξους τους απέπλιδες και τους μοιραίους θα απορούμε μετά πώς πέρασαν τόσοι καιροί από τότε που ριχτήκαμε σ' αυτό τον όλεθρο πώς βγήκαμε πληγωμένοι αλλά και νικητές το σώμα αναδύεται και πάλι μέσα από σκοτεινούς βράχους κάτω απ' την επιφάνεια όλα κυλάνε ήρεμα στον δικό τους χρόνο κι εμείς πάνω στο κύμα παλεύουμε ας αφεθούμε τελικά στο  υγρό το φως αγκαλιάζοντας όλα θα τα βρούμε στα πόδια μας γυμνά και λαμπερά σαν τις πέτρες που  χρόνια τώρα τις γυάλιζε τ' αλμυρό το κύμα

Κόκκινο και μαύρο

Γυναίκα στο πλακόστρωτο στα νερά με πόδια γυμνά ραίνοντας την ευλογία ο γλυκός πειρασμός στα έγκατα που καίνε και διψούν κι άλλο ν' ανοίγουν πηγάδια ν' αναβλύζει από παντού στα μαλλιά και στα χείλη στο περίγραμμα του προσώπου κάθομαι και παρατηρώ τα χείλη που γεμίζουν πόθο θέλω να καταγράφω πώς ρέεις κάθε σου σταγόνα επάνω μου ξεχύνεται ορμητικά σε καλπασμό ξέφρενο όπως κάποτε κάτω απ' το αέρινο ρούχο χαϊδεύοντας τους αστραγάλους κλείσε τα μάτια και θ' ανεβώ μέσα ψηλά θ΄σκάψω στο βράχο να ξεπηδήσουνε πίδακες για να σε χορτάσω αχ κι είναι βάσανο γλυκιά δοκιμασία ο πόθος για τον πόθο σου αγάπησέ με σ' έναν άγριο χορό να ξεχυθώ σαν θάλασσα κι άλλη μια ακόμα να σου χρωστώ