και θ' απευθύνω διαγγέλματα
χώρια που δεν ακούει πια
κανείς
πού είναι τα μάτια σου
πού λιμνάζουν άδεια
χωρίς βάθος
δεν επιτρέπονταν πολλά
νόμιζες ότι τα είχες όλα
μικρές κατακτήσεις
μεγάλες κατακρημνίσεις
μια ισορροπία έωλη
καραδοκώντας πάντοτε
ο κίνδυνος της συντριβής
αυτή θα είναι κάθετη
προς τα μέσα
όπως σωριάζονται
τα παλιά σπίτια
με τις πλίθρες
και τις έρημες
χελιδονοφωλιές
που απομείνανε πίσω
που δεν τα σάρωσε
η νεροποντή
κι έπειτα
μια αχτίδα να υψώνεται
μέχρι το μέτωπο
τ' ουρανού
ήσυχα το χώμα
να πίνει τη βροχή
πάνω απ΄τις στέγες
τα γκρίζα σύννεφα
απομεσήμερο
στον ορίζοντα που δύει
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου