Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2020

παφ

οι άνθρωποι μικροί ή μεγάλοι ζουν τις μικρές ή μεγάλες ζωές τους είτε ως άθροισμα στιγμών όπως αρεσκόμεθα αν πιστεύουμε είτε ως κατακερματισμένα τεμάχια αναξιοπαθούντων ημερών και νυχτών είτε μάλλον ως το χάος που είναι το πραγματικό του πραγματικού κι ενώ νομίζεις ότι κάτι κάνεις να που πάλι ανακατεύεις το ίδιο μαύρο ζουμί κι ο αχνός του θολώνει το περίγραμμα σαν τις ψυχές που ανεβαίνουν χοροπηδώντας το λόφο όπως οι πολύχρωμες φούσκες των παιδικών παιχνιδιών δεν έχει και μεγάλη διαφορά τελικά θ' ανέβει θα λάμψει για λίγο στο φως και μ' ένα χαρούμενο παφ θα διαλυθεί στα σύννεφα

του χρόνου

έχω έναν μικρό καημό ούτε 'γω καλά καλά δεν ξέρω το γιατί πηγαίνω πιο πέρα γυρίζω πάλι εδώ πάλι,  ξανά με τυραννάει ετούτο το εγώ μόνο το μουγκρητό της μηχανής τον κραδασμό του χρόνου σε άδειο δρόμο στον εθισμό του πόνου να ζεις  ν' αγαπάς και να σωπαίνεις να η χαρά του μόνου  του αληθινού του χρόνου [που δεν καταλαβαίνεις

πηγάδια

Είναι τρομακτικό η συνεχής διαπίστωση  και μόνιμη επωδός για τον καιρό που περνάει χθες ήταν μόλις που σκέπαζε το σκοτάδι ως και τη μέρα σήμερα γυρνάμε σπίτι κι ακόμα η μέρα στέκεται  πάνω απ' τον λόφο θέση άρση θέση άρση θέση εκκίνηση τερματισμός βολίδα οπλίσατε σκοπεύσατε high low high low πού πήγανε  όλα τα ενδιάμεσα; πού θα σταθούμε για λίγο παρακολουθώντας  ως θεατές την εξέλιξη που βραδέως κάνει τη βρωμοδουλειά ενώ κάποια μέρα δεν λες πια "κάποια μέρα" γιατί δεν θα υπάρχουν πια άλλες μέρες κι είναι φοβερό΄ πώς όλο αυτό  δεν θεραπεύεται μονάχα σώμα με σώμα σμίγοντας σπάει αυτή  η ατέρμονη αλυσίδα του χάους που καιροφυλακτεί σαν ένα ανοιχτό πηγάδι σκοτεινό κι επικίνδυνο με μια ακαταμάχητη έλξη σαν τον έρωτα που όλα δικά του τα θέλει 

σύνθλιψη

... με θεά Natacha Atlas Μερικές φορές τα ύψη ταλανίζουν οι δρόμοι γίνονται χείμαρροι και τα σπίτια το βράδυ ποντικοπαγίδες αλλά ας μην παραπονούμεθα εδώ ο Μπαρμπα Γιάννης έζησε ενενήντα χρόνια με τσιγάρο και ούζο ποιος είναι λάθος ποια διαστροφή χειμάζει τη ζωή μου από καθ' ημέρας και όλο χάνω και χάνομαι μην με αφήνεις να πέσω κάρφωσε επάνω μου ένα μοναδικό σου βλέμμα και με τα χέρια όρισέ με και πάλι σαν πλάσμα ζωντανό που είμαι το αθίγγανο ρεύμα το κρύο που με τυλίγει και το νερό που κυλάει απ' τους τοίχους πάρε και στράγγιξε από μέσα μου όλο αυτό το κρύο ζαρώνω στη γωνιά μου άλλο αν δεν με βλέπει κανείς σ' εσένα δεν θα ντραπώ να κραυγάσω το κορμί μου που πάει και ριζώνει δίπλα στην πέτρα στις χαρακιές που μένουν ανάμεσα σ εκείνες τις μέρες [που μας συνθλίβουν

σπουργίτης

δεν έπρεπε να είσαι εδώ έπρεπε να πετάς και δεν στο 'χα πει πώς θα μπορούσα αφ' ότου τα λόγια εξανεμίστηκαν γίνανε πρωινή υγρασία που τη διώχνουμε βιαστικά εξαχνωμένοι να προλάβουμε πριν  πριν τι  όταν  αφού  μετέπειτα και δεν ήξερα πια πώς να στο πω δεν έπρεπε  να στέκεσαι ακίνητο κάτω από το  ζοφερό ποτάμι της λεωφόρου τα σύννεφα ήρθε ένα ψιλόβροχο και δεν μπορούσα να στο πω τουλάχιστον να μπορούσες να τραγουδήσεις έστω με σκευρή σπασμένη φωνή του χαλασμού και της αγάπης τα τρίμματα σου αφήνω και δεν μου μιλάς ούτε καν  βλέπεις ίσως πετάς ήδη μακριά πολύ για να μπορώ να σε φτάσω με την αγάπη μου

κι αν

δεν ενδιαφέρεται κανείς γι' αυτά τα πράγματα κουβάλα στις αποσκευές σου όλη την παλιατσαρία της ζωής ούτε στα παζάρια ούτε στο δρόμο κανείς δεν ενδιαφέρεται κανείς κι αν όλα βρεθούν πεταμένα σε σωρό κάτω από κρύο και βροχή ούτε νοιάζεται κανείς βλέπω αυτούς τους σωρούς και βουλιάζω μέσα τους σαν υγρή θλίψη εισχωρεί η φθορά ύπουλα μέσα από κάθε εύκαιρο χάσμα παλιά πέφταμε στο κρεβάτι κουρδίζοντας το ρολόι τεντώνοντας το ελατήριο για να διατρέξει άλλη μία μέρα και είχε νόημα τώρα αγκαλιά με τον φορτιστή και άυλα κύματα σε δενδροκομμένα όνειρα ούτε κήπος ούτε ανάσες μόνο υγρασία και ζωγραφιές που αποχρωματίζονται χωρίς να μπορείς να διασώσεις γιατί ποιος θα ενδιαφερθεί ακόμα κι αν διασωθείκάτι

διαγωνίως

όλοι κάνουν κάτι ό,τι μπορούν κι ακόμα παραπάνω άνθρωποι που μοχθούν και φωτίζουν τις μέρες γιατί είναι μεγάλη ατυχία να δίνεις κι απ' το υστέρημα και πάλι ίσα ίσα να τα φέρνεις βόλτα με τη ζωή κι αυτά είναι λόγια πολύ μετρημένα' σε συμφωνία απόλυτη με το τόσα μπορούσε τόσα έκανε και μ' ένα σώμα που όλο και βαραίνει τι να κουβαλήσει πια κι αυτό πέρα απ' το ίδιο το έρμα του Σάββατο βράδυ διαγωνίως και καθέτως

ξαγρυπνα

και κλείνεις τα μάτια και ξανανοίγεις τα μάτια κι ούτε το θαύμα έρχεται ούτε η καταστροφή κάνεις μια νέα συμφωνία με τον θεό πιστεύεις δεν πιστεύεις και λύνεις τα σχοινιά προχωρώντας πάλι βήμα το βήμα ακροποδητί και στα ψαχτά μια ευάλωτη ισορροπία που σαν τα θαύματα της τεχνολογίας δεν σε ανατρέπει όλως παραδόξως κατά το άγνωστο συνεχίζεις με ορμή μόνον εσύ το ξέρεις τρεκλίζοντας για τους άλλους μοιάζει με βήμα στέρεο και σταθερό αλλά πού να ΄ξεραν όπως όλοι μας δεν ξέρουμε πόσα στον κόσμο βράδια ξαγρυπνούν στο μαξιλάρι τους πάντα υποψιαζόμουν ότι η αποκαθήλωση των στολισμών είναι δυο φορές αβάσταχτη για τους μεγάλους κι αρχή καλός μας χρόνος με έναν εξαιρετικό νέο δίσκο του Michael Kiwanuka, που μας έσκασε εκεί ακριβώς, στη ρωγμή του χρόνου...

sun

τυχεροί όσοι ζουν μικρούς αποσπασματικούς χωρισμούς προγυμναζόμενοι για τους ολοκληρωμένους και μονιμότερους χέρια κρύα είμαι ένα κέλυφος το άδειο υπάρχει μέσα και έξω τι καλά δεν με στενεύει τίποτα δεν με περιορίζει κανείς ιδανικά κενός για να έρθει  να με κατοικήσει το διάφανο φως όχι το ζεστό του ήλιου αλλά το σπασμένο' διαθλασμένο του βορρά ζέστανέ μου τα χέρια εδώ στην κρύα σπηλιά των ζωντανών υπνοβατών