Περνούν αδυσώπητα οι μέρες. Δυσκολεύομαι ήδη να ακολουθήσω τις εξελίξεις. Δυσκολεύομαι να ανιχνεύσω τα βήματα και τις συντεταγμένες. Έχω κουραστεί με τη μιζέρια, την υπόρρητη βία, τη δυσωδία αυτών που βυσσοδομούν, τη ματαίωση, την απουσία προοπτικής, την καταστροφολαγνεία και την αδιάκοπη ανακύκλωση της ανθρωποφαγίας, με τη μισερή υποκρισία, την προπέτεια της αμάθειας, την αλαζονεία της κάθε μικροεξουσίας, τα πολλαπλά προσωπεία του ψεύδους …
Δεν επιθυμώ τίποτε άλλο παρά να βγω έξω, ν' αρχίσω να περπατάω και να εύχομαι να μη σώνεται ο δρόμος. Ανεβαίνω τρέχοντας δίπλα στο ξερό ποτάμι ακολουθώντας αντίστροφα τη ροή. Μετά σταματώ, βάζω τα ακουστικά και κατεβαίνω παράλληλα με το άλλο μεγάλο ποτάμι, τη Θησέως. Ανοίγω δρόμο αυτιστικά σαν υπνωτισμένος στο πεζοδρόμιο. Όσο πλησιάζω στην παραλία τόσο προσπαθώ, μάταια, να επεκτείνω τη διαδρομή. Ο δρόμος λιγοστεύει και εγώ ακολουθώ τα βήματά μου που με βγάζουν πάλι στο ίδιο αδιέξοδο.
Ο Καββαδίας, τουλάχιστον, είχε το «προνόμιο» να μπαρκάρει και να «συνομιλεί» με τη "βάρδια" και το "τραβέρσο" και να παλεύει τους δαίμονές του ενάλιος. Εγώ ίσως ν’ αρχίσω να τρέχω από πόλη σε πόλη σαν τον Forrest Gump.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου