έφευγε μακριά
χωρίς επίγνωση της απόστασης
κάποια στιγμή
η ορμή λιγοστεύει
ο θυμός ξεθυμαίνει
έπεται η αξιολόγηση
τσεκ ένα
τσεκ δύο
και βλέπεις σωρό
τα κενά κουτάκια
σαν ληξιοπρόθεσμα δάνεια
σαν κάτι διαμαρτυρημένα\
απλήρωτα γραμμάτια
η οικονομική ζωή\
είναι αίφνης\
γεμάτη ειρωνεία
και πήγαινε πήγαινε
ούτε πού κοίταζε μπροστά\
μήτε και πίσω
μόνο σκυφτά στο κάθε βήμα
ένα ένα τα πλακάκια
μια OCD σε ανακύκλωση
μια ζωή ταξινομημένη σε κάδους
τα παλιά όνειρα χοπ! εδώ
οι ληγμένες προσδοκίες,
χοπ! εκεί
όμορφα όμορφα
μόνου που\να
κάτι του περίσσευε
και γέμιζε τις τσέπες του
με χαρτιά ντεμοντέ
σκονάκια
κι άλλα σκατολοϊδια
τυλιγμένος σ' ένα λερό σεντόνι
άντε τώρα να του πεις
πέταξέ τα
άντε να του πεις
πέτα
πού να βρει πλέον
τη δύναμη\
πού το κουράγιο
έτσι μετρούσε τις πλάκες
μία μία
και φώναζε σαν "βοήθεια"
στα περαστικά αυτοκίνητα
έτσι κι εγώ
είδα αυτό το λερό ξωτικό
και- τι ντροπή-
άπλωσα το χέρι
να κλειδώσω τις ασφάλειες
μην μου τύχει και πάρω
άθελά μου κούρσα
τη μπόχα της εγκατάλειψης
το συριστικό βλέμα της τρέλας
το προεόρτιο του θανάτου
εγώ κλείδωσα
κι εκείνος πέρασε\
τυλιγμένος τ άσπρο σεντόνι
σαν λερωμένο σάβανο
στη μαύρη άσφαλτο
σαν φτερά εκπεσόντος
πάτησα γκάζι
έφυγα
ηττημένος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου