Το καπέλο
αφημένο επάνω στο τραπέζι
χρόνια τώρα
περιμένει
οι καλύτερες μέρες
πάντα συνομιλούν με την προσμονή
πάρε με στα χέρια σου
σκίασέ με
φύλαξέ με
σαν παράξενη λεία πέτρα
γλιστράω επάνω
στην επιφάνεια των πραγμάτων
που συμβαίνουν τώρα
έξω από μένα
έχω απαλλαγεί, ευτυχώς,
από κάθε ματαιοδοξία
τώρα θα σηκώσουμε
τα μικρά πανιά
δεν θέλω να φτάσω μακριά
δεν ζήτησα αποστάσεις
μα ούτε και τάχα μου
υπεράνω
άσε τους υπερφίαλους
ψημιθιοθήρες
πόσο έχω κουραστεί
απ' όλα αυτά
σαν σκιερή ανάμνηση
να ξεχαστώ
αυτή η υπέρτατη φιλοδοξία μου
κι ας προσπεράσουν οι μεγάλοι
ας κυλήσουν οι ώρες
ανεπαίσθητα κι ειρηνικά
χωρίς δόγματα
και εξάρσεις
νικηθήκαμε και τι έγινε
ποιος αλήθεια νοιάζεται
σβήσε το φως
το σκοτάδι ειρηνεύει
κι εξισώνει
κάθε παράφορο αίσθημα
με το ελαφρύ θρόισμα
που ταξιδεύει
μέσα από ανοιχτά παράθυρα
κατευθείαν
στο γυμνό σώμα
που παίρνει το περίγραμμά του
απ' τις σκιές που γλιστρούν στον τοίχο
σαν περαστικοί αρχάγγελοι
διακριτικό ρεύμα
διαπερνάς τας ψυχάς ημών
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου