φοβότανε
και γινόταν έρμαιο της συνήθειας
και γινόταν έρμαιο της συνήθειας
όλο και περισσότερο
σαν άθλιο πρεζάκι
κατακερματισμένες σκέψεις
ανοργάνωτες λέξεις
μια ομίχλη
βυθιζόταν πιο πολύ
σε αυτή
και το πρωί ήταν βάσανο
να πρέπει να σέρνεις
το ένα πόδι πίσω απ' τ' άλλο
κάπου άκουσε ότι
η μουσική σώζει
έτσι σαν ένα μάντρα
σαν μία υπόσχεση
από τις ανεκπλήρωτες
ώσπου διαπίστωσε πως
δεν ξεμακραίνανε οι μέρες
εκείνος ξεκολούσε από πάνω τους
ένα κέλυφος άχρηστο πια
που τίποτα δεν προστατεύει
τίποτα δεν κυοφορεί
οι σημαία ανέμιζε απέναντι
ή ήταν τα μαλλιά της
πού να ξέρει
δυσδιάκριτες μέρες
μια ζάλη πάει κι έρχεται
κι ούτε ένα παιδί να παίζει
ούτε πολύχρωμες καρικατούρες
μόνο μια ηχώ μακρινή
σαν ξωκλήσι στο λόφο
κι αέρας ξερός
στο στερνό γλίσχρο φως
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου