Κυριακής βράδυ. Ιλισσός
Μέσ' απ' το διάφανο το τείχος του ψιλόβροχου
οι διαβάτες προσπεράσαν, τα φώτα λιγόστεψαν
Ένας βυθός που ξεμακραίνει διαγράφεται
σε δέσμες του κυανού και του κοβάλτιου
Οι σκέψεις διαδέχονται το ρυθμικό τροχάδην
Οι εμμονές και οι σκιές ακολουθούν συνάμα:
εισπνοή- εκπνοή, στάσου- τρέξε, φύγε-μείνε
Στόχος το τέρμα
Και ξανά η αφετηρία
Βάδιζε δίπλα στο ποτάμι κι έτρεχε και σταματούσε.
Kαι ξεκινούσε πάλι
με το θυμό μιας εφηβείας πεισμωμένης
Πόσο το κορμί να ξεγελά αντέχει
τη μνήμη που σωρεύει αδυσώπητα:
κούραση, κούραση
χαμένο χρόνο
δειλά αγγίγματα και βλέμματα
πάθη ανεκπλήρωτα κι ανέκκλητους πόθους
Και κει στις εκβολές του χρόνου
αντίκρισε ένα πρόσωπο
που, θα λεγες, σχεδόν διαγραφόταν
Σχεδόν μειδιούσε
Μπορεί και να τον σάρκαζε
ή ακόμα αιμορραγούσε
Και διέκρινε στον σαρκασμό αυτό
και στην αδέξια κωμική επιβολή του
μιας θάλασσας υπόσχεση κι ένα μακρύ ταξίδι
Και το ποτάμι ήταν άνυδρο,
σαν δυό ρυτίδες ξεχασμένης πεθυμιάς
Κι όλο δυνάμωνε η βροχή
Κυλούσε το νερό πάνω στα πρόσωπα, δίπλα στα ρείθρα
πάνω απ' την αναγερμένη πολιτεία
χάρτες πλωτούς διαγράφοντας
Φέρνοντας κει στην επιφάνεια την ξεχασμένη κοίτη
Από κάθε κατεύθυνση παρασέρνοντας με ορμή
στις εκβολές του το αναπόφευγο
Οριοθετώντας το πέρασμα
και το σημείο σύγκλισης
για όλα τα θέλω που ζητούν να λυτρωθούν
μαζί μ΄αυτούς που φεύγουν σιωπηλά
χωρίς ποτέ πια πίσω να κοιτάζουν...
Μέσ' απ' το διάφανο το τείχος του ψιλόβροχου
οι διαβάτες προσπεράσαν, τα φώτα λιγόστεψαν
Ένας βυθός που ξεμακραίνει διαγράφεται
σε δέσμες του κυανού και του κοβάλτιου
Οι σκέψεις διαδέχονται το ρυθμικό τροχάδην
Οι εμμονές και οι σκιές ακολουθούν συνάμα:
εισπνοή- εκπνοή, στάσου- τρέξε, φύγε-μείνε
Στόχος το τέρμα
Και ξανά η αφετηρία
Βάδιζε δίπλα στο ποτάμι κι έτρεχε και σταματούσε.
Kαι ξεκινούσε πάλι
με το θυμό μιας εφηβείας πεισμωμένης
Πόσο το κορμί να ξεγελά αντέχει
τη μνήμη που σωρεύει αδυσώπητα:
κούραση, κούραση
χαμένο χρόνο
δειλά αγγίγματα και βλέμματα
πάθη ανεκπλήρωτα κι ανέκκλητους πόθους
Και κει στις εκβολές του χρόνου
αντίκρισε ένα πρόσωπο
που, θα λεγες, σχεδόν διαγραφόταν
Σχεδόν μειδιούσε
Μπορεί και να τον σάρκαζε
ή ακόμα αιμορραγούσε
Και διέκρινε στον σαρκασμό αυτό
και στην αδέξια κωμική επιβολή του
μιας θάλασσας υπόσχεση κι ένα μακρύ ταξίδι
Και το ποτάμι ήταν άνυδρο,
σαν δυό ρυτίδες ξεχασμένης πεθυμιάς
Κι όλο δυνάμωνε η βροχή
Κυλούσε το νερό πάνω στα πρόσωπα, δίπλα στα ρείθρα
πάνω απ' την αναγερμένη πολιτεία
χάρτες πλωτούς διαγράφοντας
Φέρνοντας κει στην επιφάνεια την ξεχασμένη κοίτη
Από κάθε κατεύθυνση παρασέρνοντας με ορμή
στις εκβολές του το αναπόφευγο
Οριοθετώντας το πέρασμα
και το σημείο σύγκλισης
για όλα τα θέλω που ζητούν να λυτρωθούν
μαζί μ΄αυτούς που φεύγουν σιωπηλά
χωρίς ποτέ πια πίσω να κοιτάζουν...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου