Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Concierge

οι νεκροί καγχάζουν γνωστό αυτό χωρίς καμία μνησικακία αναπαυμένοι στη μακάρια ακινησία των ο θυρωρός κάθεται στο γραφειάκι και επιβλέπει την είσοδο και την έξοδο προσμετρά τις διαθέσεις των ενοίκων από τον ήχο των βημάτων τους απ' το παίξιμο των κλειδιών στα χέρια ορά διαρκώς αυτή είναι η αποστολή του και την εκτελεί μ' αξιοθαύμαστη επιμέλεια και τάξη κυρίως αυτό η τάξη πρέπει να τηρείται τα εισερχόμενα στα εισερχόμενα και τα άλλα στην άλλη θυρίδα καταμετρά του καθενός τις εισροές και εκροές δοσιμετρητής της λίγης χαράς και των ισόποσων δακρύων όταν όλοι θα έχουν πια τακτοποιηθεί κι ένα ένα τα φώτα θα σβήνουν τα ρολλά θα κατεβαίνουν αφού κλειδώσει ήσυχα και προβλέψιμα θα κατευθυνθεί κι αυτός στο μικρό υπόγειο διαμέρισμα για να λάβει την πρέπουσα ανάπαυση εις την μακαρία ζωή ένθα απέδρα ό,τι συνέρρεε καθ' εκάστην
Πρόσφατες αναρτήσεις

κι αν

κι αν έχω λίγο λιγότερη καρδιά θα μπορώ ν' αγαπώ το ίδιο μόνο με μια μικρή υστέρηση στην πλήρωση\ ούτε που θα το νιώσεις κι αν μένω λίγο πίσω μην με προδώσεις θα ναι το δάκρυ μου μια τόση δα αναπλήρωση που στην αγάπη είχε καθυστέρηση κι αντέχω μέσα στην τόση ομορφιά που μου 'γινε η ζωή συνήθειο μόνο που με βαραίνει η απόσταση κι αλίμονο είναι μακρύς ο ανήφορος κι αν ξαποστάσω μην με περάσεις μα δος μου χρόνο ακόμα λίγο μόνο να βρει ό,τι μου λείπει υπόσταση

Depot

Έμεινα σαν αδειανό βαγόνι που με παράτησαν  με ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες χορταριασμένο κουφάρι μ ετοιμόροπη οροφή και σάπιο πλαίσιο έφυγαν και μ' άφησαν να χάσκω στο χάος κάπου στο βάθος βάζοντας αλυσίδες στις πόρτες αλλά και πάλι αφήνοντας μια χαραμάδα αρκετή για να περνάνε μέσα λάθρα χασομέρηδες και τυχάρπαστοι με σκυλεύουν έτσι κάπου μισό αιώνα και πέρα πόση φθορά αντέχει η αθανασία πόσο άχθος η λησμονιά πόση ερημιά η περιφορά στον κόσμο

ειμαι

είμαι μ' αυτούς που το μπαλκόνι τους βλέπει στον ακάλυπτο με τους χλιαρούς μπανάλ και γλυκανάλ στίχους μ' αυτούς που δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά με όσους ξεχνιούνται και δεν ξεχνούν με τα υπολείμματα  των γιορτινών συνάξεων και το χλιαρό φως του αποκαλόκαιρου με όλα όσα εγκλωβίζονται σ 'ενα μεσαίο φάσμα κι ούτε θα ψηλώσουν ποτέ\ ούτε και θα χαθούν στα χαμηλά μόνο θα περιφέρονται εκεί στη χώρα του ενδιάμεσου με δίχως λόγια δίχως θάματα δίχως άξια λόγου τ' αγαπώ αυτά τα διαπιστευτήρια του ολίγου που η μετριότης των γεμίζει κενά αιώνων σαν τη λάσπη που συγκρατεί τους προπετείς ογκόλιθους και λίγο αν λείψει απ' τους αρμούς σωριάζονται όμορφα όλα του κόσμου τα σπουδαία  

ένοικοι

 Τα σπίτια που  απομένουν άδεια σηκώνοντας το αφόρητο βάρος της αιωρούμενης μνήμης συσσωρεύοντας σκόνη και σιωπή με τα βλέφαρα μοισάνοιχτα στο απογευματινό καύμα ενηλικιώνοντας ό,τι έμεινε ξεχασμένο από τους ένοικους διασκορπισμένα παραμιλητά σελίδες από βιβλία που ξαναδιαβάστηκαν πεταμένα φωνήεντα στοιβαγμένα σε σακούλες ανακύκλωσης διότι σε τελική ανάλυση όλα βαίνουν προς τα κει μην αφήνετε κενά τα σπίτια αναπαράγουν στο κενό τους τις αντηχήσεις των βημάτων και τα λεπτά που κύλησαν τα χρόνια που γλίστρησαν τις αγωνίες που πέρασαν μέχρι να έρθει το ξημέρωμα και να νικήσεις άλλη μια μέρα αυτή τη ροπή προς τη μετοίκηση

κανεις

καλησπερίζω  τα μεταίχμια μάτια σου  χορηγός της κάθε ήττας μου που με συνέπεια απεργάζομαι κουράστηκα να μην ξέρω κουράστηκα ν' ακολουθώ - ποιον; τι; -  οι μέρες ατελείωτες σχηματισμοί ενδημικών αντιφάσεων πάνω στο άγρυπνο σώμα των πόλεων φεύγω μια φορά φτάνω στην άκρη του βράχου απ΄την πίσω πλευρά\ ένα σκατομπιτσόμπαρο στενάζει μαζί με πλήθη νόμιμα αγνοούμενων ζώντας σ' έναν υβριδικό όρμο ο βραδυνός ουρανός εφορμούσε εκμηδενίζοντας κάθε μου υπόσταση κι έτσι, να δεις, που θα είναι το σωστό πού βρέθηκα εγώ  ένα λιπαρός λεκές μια κακοφωνία στο χαίνον χάος έλεγα θα περιμένω να ξημερώσει αλλά βυθίστηκα στη δίνη του χρόνου της επιβραδυνόμενης ανάσας σου τελικά δίκιο είχες αφήσου αφήσου στο τέλος εκεί που πρέπει θα καταλήξεις

Χάος

έτυχε να 'ναι  στενόχωροι καιροί έτυχες κι εσύ να περισσεύειες μέσα στο λίγο που ελπίζει με καλωσήρθες και φανφάρες δεν φεύγει μπλιο η ζωή μπροστά στέκομαι και κοιτώ στα μάτια και δεν γυρίζει τίποτα σε μένα ούτε μια τόση δα εντύπωση στενεύουνε τα όρια το μέσα και το έξω αποζητούν  δικαίωση έναν καινούριο μύθο έτσι ανακάλυψα στα ξαφνικά ότι δεν έχω πια ιστορία κι όλο χαρά μου φανερώνεται αυτό το χάος που μου φωνάζει χαίρε