Έμεινα σαν αδειανό βαγόνι που με παράτησαν με ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες χορταριασμένο κουφάρι μ ετοιμόροπη οροφή και σάπιο πλαίσιο έφυγαν και μ' άφησαν να χάσκω στο χάος κάπου στο βάθος βάζοντας αλυσίδες στις πόρτες αλλά και πάλι αφήνοντας μια χαραμάδα αρκετή για να περνάνε μέσα λάθρα χασομέρηδες και τυχάρπαστοι με σκυλεύουν έτσι κάπου μισό αιώνα και πέρα πόση φθορά αντέχει η αθανασία πόσο άχθος η λησμονιά πόση ερημιά η περιφορά στον κόσμο
είμαι μ' αυτούς που το μπαλκόνι τους βλέπει στον ακάλυπτο με τους χλιαρούς μπανάλ και γλυκανάλ στίχους μ' αυτούς που δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά με όσους ξεχνιούνται και δεν ξεχνούν με τα υπολείμματα των γιορτινών συνάξεων και το χλιαρό φως του αποκαλόκαιρου με όλα όσα εγκλωβίζονται σ 'ενα μεσαίο φάσμα κι ούτε θα ψηλώσουν ποτέ\ ούτε και θα χαθούν στα χαμηλά μόνο θα περιφέρονται εκεί στη χώρα του ενδιάμεσου με δίχως λόγια δίχως θάματα δίχως άξια λόγου τ' αγαπώ αυτά τα διαπιστευτήρια του ολίγου που η μετριότης των γεμίζει κενά αιώνων σαν τη λάσπη που συγκρατεί τους προπετείς ογκόλιθους και λίγο αν λείψει απ' τους αρμούς σωριάζονται όμορφα όλα του κόσμου τα σπουδαία