
Σάββατο 11:00 π.μ. Σύνταγμα. Σιγά σιγά κόσμος μαζεύεται. Και πάλι όμως η συγκέντρωση απέχει πολύ από τις "ένδοξες" μέρες των "αγανακτισμένων". Στις 12:00 το μεσημέρι πια έχει φτάσει στα όριά της. Κάποιοι μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου φωνάζουν λίγα άνευρα, κακοφορμισμένα συνθήματα. Στο δρόμο και στην πλατεία ο κόσμος αμήχανος, μουδιασμένος. Πίνουν καφέ από το πλαστικό, διαβάζουν free press, συνομιλούν με τον διπλανό. Ξανοίγουν το βλέμμα κατά τον παντόπτη Λυκαβηττό. Κοινή η αμηχανία, κοινή και η α-πορία: είμαστε εκεί, αλλά δεν ξέρουμε με ποιον στόχο, ποια η επόμενη μέρα, τι μας ενώνει, τι ζητάμε.
Κάποιοι ήρθαν με ποδήλατο και κόβουν βόλτες πάνω- κάτω. Άλλοι έφεραν και τον σκύλο τους. Αυτός, νομίζω, είναι ο πιο ευτυχής απ' όλους. Χώνεται στο πλήθος, κυνηγά πλαστικά μπουκάλια που του πετούν, κάποτε και μια θηλυκιά, που ξεφεύγει απο το δύστυχο αφεντικό της.
Είναι όλα τόσο απελπιστικά ακίνητα και ήσυχα. Οι ματατζήδες αραχτοί με την ασπίδα και το κράνος παρά πόδα, σε λίγο λες θα κατέβουν στην πλατεία για καφεδάκι και κουβεντούλα. Μου φαίνεται πως πρώτη φορά αντίκρισα τόσο έκδηλα παγωμένο και αμήχανο πλήθος, τέτοια ακινησία, σαν να περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά δεν ξέρεις τι. Σχεδόν ευχόσουν να κάνουν την αρχή οι γνωστοί μπάχαλοι, μόνο και μόνο για να σπάσει αυτή η ανία. Μόνο ο φωτοδότης ήλιος που ξεπρόβαλε θαλλερά κατά τις 12:00 πήγε κάπως προς στιγμή να ζεστάνει τις καρδιές του πλήθους και να σκεπάσει με το θάλπος του την αμηχανία και την παγωμάρα.
Ώρα 13:30 μ.μ. Σιγά σιγά επιστροφή μέσα απ' τα στενά της Πλάκας. Κι εκεί στην οδό Περιάνδρου το ταπεινό διώροφο, με τη μοναξιά και την αξιοπρέπεια της εγκατάλειψης και την πλακέτα στο υπέρθυρο: "Εδώ πέθανε ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς", κάπου στα 1943. Ανέκαθεν αυτή η γοητεία που εκπέμπει η ερειπωμένη ομορφιά, η αλλοτινή νιότη. Ο χρόνος που διαρκώς χάνεται και ξανακερδίζεται σαν ανάμνηση μακρινή κι αίσθηση τόσο κοντινή. Αφημένο στην ανήλεη φθορά της ακινησίας, με τον πεσμένο σοβά και τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα, για να γλυστρά ήσυχα ο καιρός και να ονειρεύονται οι αργόσχολοι οδοιπόροι. Ίσως αυτό, τελικά, να ήταν το πιο σημαντικό στιγμιότυπο της μέρας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου